Ο Εγκέλαδος και το Τσουνάμι στα Καρπάθικα μετόχια.
Μεσημέρι Παρασκευής, 9 Νοέμβρη 1934, ένας πιτσιρίκος τσαλαβουτά μέσα σε μια γούρνα με νερό, το επτάχρονο παιδί ήταν εκατό μέτρα από το σπίτι, στις Εξήλες. Μοναχός, η παρέα του ήταν το γεμάτο πηγάδι, και μια λαξεμένη πέτρα, αυτή που κράταγε νερό για τα διψασμένα ζώα. Κρατούσε και κάτι μικρές πετρούλες, μια-μια, τις πέταγε στο νερό, ψευτοβουτούσε μέσα στη γούρνα, και τις έψαχνε.
Ο Κώστας Σεβδαλής, θυμάται καλά εκείνες τις στιγμές, την ώρα που ένιωσε τον μεγάλο σεισμό. Δεν είναι πως το κατάλαβε, χαμπάρι δεν πήρε, είναι που με το κούνημα και πάνω στο τρελό παιγνίδι του, κοπάνησε το κεφάλι του πάνω στις πέτρες, έσπασαν τα δόντια, σκίστηκε και μάτωσε το πρόσωπο του.
Η μάνα του τον φόρτωσε βιαστικά, σε ένα μουλάρι, και τον πήγε μαντυλοδεμένο στα Πηγάδια. Εύκαιρος ήταν ο οδοντίατρος, ο Λειβαδιώτης, αφού έκαμε στον κλαμένο Kώστα τα απαραίτητα ράματα, τον καθυσήχασε για τα σπασμένα δόντια, αυτά θα ξαναβγούν και θα είναι και καλύτερα, του επαναλάμβανε όλη την ώρα.
Αυτός ήταν ο ξεχασμένος, δυνατός σεισμός του 1934, ανάμεσα στην περιοχή Κρήτης – Καρπάθου, ο καθηγητής σεισμολογίας Βασίλης Παπαζάχος σε έρευνα του δίνει μέγεθος 7,1 στην κλίμακα ρίχτερ.
Έγινε αισθητός στη Σητεία και ελαφρά στο Ηράκλειο, Χανιά, Ανώγεια, Σίκινο, Ανάφη, Σαντορίνη, Φολέγανδρο, Πάρο και την Αμοργό.
Δεν ξεχνιέται για τον Κώστας Σεβδαλής εκείνη η μέρα, άλλωστε ακόμη και σήμερα, φαίνεται το σημάδι στο πρόσωπο του, από τη μια τα αίματα και τα τσάτρα-πάτρα ράματα, από την άλλη ο φόβος ανθρώπων και ζώων, γαιδούρια, μουλάρια, βόδια, όλα τρόμαξαν και πήραν τα μάτια τους για τα βουνά.
Δεν έμεινε κανένα ζωντανό δεμένο, και μετά από το ταρακούνημα, μετά το πρώτο, μεγάλο πανικό, ξεκίνησε η αναζήτηση τους.
Εκείνα τα χρόνια ήταν όλα διαφορετικά. Το τσιμέντο δεν έπνιγε ζωές, δεν φυλάκιζε τους ανθρώπους. Χαμηλά πέτρινα σπίτια και αληθινή φύση, που σε άγγιζε, τριβόταν πάνω σου, πριν σκεφτείς εσύ να τη χαϊδέψεις.
«Ο αποτελεσματικότερος τρόπος προστασίας της ζωής και της περιουσίας μας από σεισμούς είναι ο σχεδιασμός και η κατασκευή οικοδομών και άλλων τεχνικών έργων, τα οποία να αντέχουν στις αναμενόμενες ισχυρές σεισμικές κινήσεις».
Έλεγε και εξακολουθεί να πιστεύει ο διάσημος καθηγητής σεισμολογίας Βασίλης Παπαζάχος. Τον συνάντησα πριν χρόνια, με αφορμή τη συνέντευξη τύπου, για τη μεσοπρόθεσμη πρόβλεψη σεισμών.
Με επικεφαλή τον ίδιο, η ομάδα του είχε καταφέρει να προβλέψει τότε το μεγάλο σεισμό, το 2006, στα Κύθηρα.
Προβλέψεις στα φανερά δεν έκανε, μιλούσε για τα επόμενα, τα τωρινά χρόνια, και έδινε με έμφαση, την έντονη σεισμική κινητικότητα της χώρας μας.
Οι σεισμοί βλέπεις είναι φαινόμενα που δεν γνωρίζουν αλλοιώσεις, από το πέρασμα του χρόνου, όσο πιο μεγάλος, τόσο πιο καλοδιατηρημένος και μελετημένος.
Είναι να μην βρεθείς εκεί που θα διαλέξει να ταρακουνήσει, αν είναι και τόπος αδύναμος, φορτωμένος με μπετά και ψιλά σίδερα, τότε περιμένεις τραγωδίες, όπως αυτή στη Κωνσταντινούπολη, της γειτονικής Τουρκίας, που θρήνησε 20.000 νεκρούς το 1999 από τον σεισμό μεγέθους 7 ρίχτερ. Κύρια αιτία φυσικά ήταν η άναρχη, ακατάστατη δόμηση με ψευτο-υλικά.
Ο Γίγαντας Εγκέλαδος και η Κάρπαθος έχουν τη δική τους, ξεχωριστή σχέση στην προϊστορία.
Στον νησί φαίνεται πως ανατράφηκε ο αδελφός του Εγκέλαδου, Τιτάνας Ιαπετός, αν και με διαφορετική σύλληψη, αφού έφτασαν μερικές σταγόνες από το αίμα του κοινού πατέρα τους, Ουρανού, για να γονιμοποιήσει τη μάνα Γη και να γεννήσει τους Γίγαντες.
Όπως φαίνεται, αρχηγός τους είναι ο τρομερός Εγκέλαδος και όλα θα ήταν διαφορετικά αν δεν τον σκότωνε η Θεά Αθηνά, που κι αυτή μεγάλωσε, ανατράφηκε στην Κάρπαθο.
Στα κείμενα του Πίνδαρου και τον Απολλόδωρου, περιγράφεται βήμα-βήμα η Γιγαντομαχία και οι μάχες των τότε Θεών, στο “φλεγράς πεδίον” με τους Γίγαντες.
Η Θεά Αθηνά πάλεψε με ορμή και πάθος, μόλις καθάρισε τον Πάλλαντα, έκαμε το δέρμα του πανοπλία, τους είδε ο Γίγαντας Εγκέλαδος που τα χρειάστηκε, δείλιασε και προσπάθησε να την κοπανήσει. Η Αθηνά, λέει ο μύθος του, πέταξε, πάνω του, τη Σικελία και το βουνό Αίτνα και το καταπλάκωσε.
Για τον Γίγαντα Εγκέλαδο δεν μετράει ο χρόνος, το νησί που ανάθρεψε τη δολοφόνο του φαίνεται να το αντιπαθεί, είναι πάντα στο μυαλό του και κάθε τόσο μας το δείχνει.
Γεωμυθολογία, τέρατα, με σώματα φιδιών και κορμιά ανθρώπων. Τρομερές μάχες, σώμα με σώμα, που τα όπλα είναι κομμάτια του πλανήτη ή ολόκληρα αστέρια. Απίστευτες ιστορίες, μοιάζουν να μην έχουν χώρο στο κλειστή, ψηφιακή διαδρομή μας. Μα όταν ξεσπά με νεύρα ο θυμός του Εγκέλαδου, μέσα από σεισμούς, ψάχνουμε να κρυφτούμε, σταυροκοπιόμαστε ή κοιτάζουμε αμήχανα τον ουρανό, όπως κάνουν όλα τα ζώα πάνω στον πλανήτη.
Έτσι κάπως έγινε και ο πιο μεγάλος, μέχρι τώρα, σεισμός στη Κάρπαθο. Ήταν τρεις το μεσημέρι, 9 Φλεβάρη 1948.
Ο Μιχάλης Φράγκος θυμάται καλά εκείνη τη ημέρα.
Ήταν στο κονάκι, έβγαινε ευχαριστημένος από την πόρτα του δημοτικού σχολειού, είχαν απογεματινές εξετάσεις, με θέμα τους δέκα βασιλιάδες, εκείνους που πήγαν να πολεμήσουν στη Τροία και τα πήγε άριστα. Δασκάλα ήταν η Ευανθιά Μοσχονά, που δεν ήταν τόσο αυστηρή και σκληρή, όπως η πρώτη του δασκάλα, η Μαρία Μακρή. Περιγράφει τη στιγμή με χρώματα, σαν να έγινε πριν δυό μέρες.
“Στα σκαλοπάτια του δημοτικού σχολείου, πάνω στο Κονάκι, με έπιασε ο σεισμός, θυμάμαι που έπεσα κάτω, σηκώθηκα και έτρεξα για το σπίτι, που είναι πολύ κοντά, δύο βήματα. Το πρώτο που αντίκρισα ήταν το μπροστινό μαγαζί, που είχαμε νοικιασμένο στην Μαρίκα Καμαράτου. Ένα μαγαζάκι γεμάτο γυαλικά και όλα ήταν σπασμένα, όλα πεσμένα στο πάτωμα και θρύψαλα”.
Μέσα στον πανικό του, αλλά και την αγωνία της μάνας να μαζέψει τα έξι παιδιά, δεν πρόλαβε να δει τη θάλασσα και το μεγάλο κύμα, το Τσουνάμι, όμως είδε και περπάτησε μέσα στα Πηγάδια, τις σπασμένες βάρκες και τα ψάρια που είχαν βγεί και τσαρβελούσαν πάνω στις Ελιές που πνίγηκαν στο αλάτι.
Ο Πηγαδιώτης, μπαλουξής, Βαγγέλης Παπαδόπουλος, ήταν τότε δεκατριών χρονών, μεγάλωνε στη Σίσαμο, και από εκεί ένιωσε γερά το εφτάρι του σεισμού. Παρακολούθησε τη θάλασσα που τραβήχτηκε, όχι μια, αλλά τρείς φορές, μέχρι το νησάκι Δεσποτικό και ξαναγύρνουσε, αγκαλιάζοντας οτιδήποτε συναντούσε στο διάβα της, βαθειά, μέσα στα Πηγάδια.
Θυμάται τα μεγάλα δοχεία, τα πανοπύθια με λάδι, που είχε στο σπίτι του ο έμπορος Λυριστάκης και παρασύρθηκαν όλα από τη θάλασσα, θυμάται τον κοσμάκη, που ξεπέρασε στα γρήγορα τον πανικό και έτρεχε να μαζέψει τα ψάρια, εκείνα ξέμειναν να “κολυμπούν” πάνω στα χωράφια. Μάλιστα κάποιοι επιτήδειοι έλεγαν πως είναι αμαρτία να μαζεύουν τα ψάρια από τα δέντρα, διχάζοντας και μερικούς από τους πιο αυστηρούς πιστούς.
Ο τύπος, οι εφημερίδες της εποχής, με καθημερινή αρθρογραφία καταγράφουν τον σεισμό αλλά και τις καταστροφές.
Γράφουν για 1000 αστέγους και εκατοντάδες σπίτια κατεστραμμένα, μόνο στα χωριά Απέρι, Όθος, Πυλές και Βωλάδα, αναφέρονται 137 σπίτια με σοβαρότατες ζημιές, ενώ 113 είναι λιγότερο χτυπημένα.
Το πλοίο “Χαλκιδική” φτάνει στην Κάρπαθο και μοιράζει σκηνές, κουβέρτες και υλικά για τις πρώτες, αναγκαίες επιδιορθώσεις, ενώ στη διαθέση του στρατιωτικού διαμερίσματος δόθηκαν 5.000.000 δραχμές για τις πρώτες άμεσες ανάγκες.
Ο καθηγητής φυσικών καταστροφών, Κώστας Συνολάκης και ο μεταπτυχιακός φοιτητής, Νίκος Καλλίγερης, επισκέφτηκαν την Κάρπαθο το 2008 και κατέγραψαν αρκετές μαρτυρίες για το σεισμό μεγέθους 7,1 ρίχτερ και για το Τσουνάμι του 1948. Η μελέτη τους παρουσιάζει το κύμα να φτάνει στην ακτή, σε ύψος 20 μέτρων, από το λιμάνι του νησιού και να ανεβαίνει μέχρι τη σημερινή πιάτσα των ταξί. Στην Αγία Κάρα έχει ύψος 20,3 μέτρα, από την επιφάνεια της θάλασσας και προχωρά περίπου 200 μέτρα, μέσα στη ξηρά. Ακόμα και στο Διαφάνι, από μαρτυρίες, καταλήγουν στο ύψος των 3,8 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας.
Αν μια κινηματογραφική μηχανή κατέγραφε το φαινόμενο, δύο στιγμές θα είχαν ενδιαφέρον να απομείνουν σαν κληρονομιά μνήμης. Ακριβώς την ώρα του σεισμού, το παλιό καμπαναριό των Μενετών, που με την ελαστικότητα τρόμαξαν όσοι είδαν τη κίνηση του και στη συνέχεια η θάλασσα, που τραβήχτηκε και αποκάλυψε για λίγες στιγμές τα μοναδικά μυστικά του βυθού.
Παρόλο το φαινόμενο και τη σφοδρότητα του, επίσημα η Κάρπαθος δεν θρήνησε θύματα, φήμες παρουσιάζουν μια ηλικιωμένη γυναίκα να πνίγεται στο λιμάνι. Στο υπόγειο του καφένειου του Πανάρετου.
Μόνιμοι κάτοικοι ή μετανάστες, θυμόμαστε και λέμε την ιστορία, δεν μας εντυπωσιάζει πια, έχει ξεθωριάσει και απομένει αχνά μέσα στο μυαλό.
Η φύση δεν αστειεύεται.
Όταν εκτονώνεται σαρώνει, αν και περάσαμε το μάθημα μας, μάλιστα με άριστα, το 1948, τώρα μπροστά σε τέτοια φαινόμενα, δείχνουμε εξαιρετικά αδύναμοι,
όσο κι αν τα ξορκίζουμε είναι κομμάτια της ζωής ενός πλανήτη,
που μας φιλοξενεί, εμείς όμως πάντα θέλουμε να το ξεχνάμε.
Manolis Dimellas