ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
05/07/2024
Βασίλης Α. Υψηλάντης : « Το ΝΣ για τη λειτουργία του Συμβουλίου της Επικρατείας ενισχύει τον αγώνα μας για καλύτερη, ποιοτικότερη και ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης και συνάμα την προσπάθεια ανάπτυξης»
Ο Κοσμήτορας της Βουλής και Βουλευτής Δωδεκανήσου Βασίλης Α. Υψηλάντης στην ομιλία του εχθές 4/07/2024 στην Ολομέλεια της Βουλής των Ελλήνων στο νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο «Τροποποίηση του Π.Δ. 18/1989 «Κωδικοποίηση διατάξεων νόμων για το Συμβούλιο της Επικρατείας» (Α΄ 8) – Μεταφορά διαφορών στα Τακτικά Διοικητικά Δικαστήρια – Ρυθμίσεις για πιλοτική ή κατόπιν προδικαστικού ερωτήματος δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας – Άλλες διατάξεις για τη διοικητική δίκη» τόνισε ότι συνεχίζονται αδιάλειπτα οι νομοθετικές παρεμβάσεις που έχουν να κάνουν με την ταχεία και ποιοτική απονομή δικαιοσύνης από το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της χώρας.
Στη χθεσινή ομιλία του ο Βασίλης Α. Υψηλάντης μίλησε επίσης για την «πολιτική πενία» της αντιπολίτευσης αφού, για άλλη μια φορά και για το σπουδαίο αυτό νομοθέτημα, απέφυγαν να τοποθετηθούν με επιχειρηματολογία και συνεχίζουν απλά να είναι σχολιαστές της καθημερινότητας.
Τα κυριότερα σημεία της ομιλίας είναι το ακόλουθο:
Αξιότιμε Κύριε Υπουργέ,
Κυρίες και Κύριοι Βουλευτές
Με το νομοσχέδιο προστίθεται άλλος ένα κρίκος στην αλυσίδα των πρόσφατων νομοθετικών παρεμβάσεων του Υπουργείου Δικαιοσύνης, οι οποίες έχουν μια κοινή συνισταμένη, την ταχεία και ποιοτική απονομή δικαιοσύνης. Μετά την πρόσφατη αναμόρφωση του Δικαστικού Χάρτη της χώρας και την τροποποίηση του Αστικού και Ποινικού Κώδικα αλλά και του Κώδικα Πολιτικής και Ποινικής Δικονομίας, τίθεται προς ψήφιση ενώπιον μας η παρέμβαση του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την τροποποίηση των δικονομικών διατάξεων που διέπουν το ΣτΕ, ώστε να αντιμετωπιστεί η σωρεία των εκκρεμών υποθέσεων που υπερβαίνουν τις 11.000.
Δεν είναι υπερβολή να τονιστεί, ότι πολλές επενδύσεις ακόμη και σήμερα τίθενται εν αμφιβόλω, υπό τον φόβο των δικαστικών εμπλοκών, διότι το πρόβλημα των καθυστερήσεων στην απονομή της διοικητικής δικαιοσύνης και κυρίως στο Συμβούλιο της Επικρατείας παραμένει μεγάλο.
Είναι έσχατο ότι η ταχύτητα του δικαστικού συστήματος είναι άρρηκτα δεμένη με την οικονομική ανάπτυξη και την προώθηση των επενδύσεων.
Ενδεικτικά αναφέρω την υπ’ αριθ. 100/2024 απόφαση του ΣΤΕ, η οποία επιδίκασε στην αιτούσα αποζημίωση για παραβίαση της εύλογης διάρκειας δίκης, καθώς χρειάστηκαν από το ΣτΕ5 χρόνια και 11 αναβολές, οι 8 οίκοθεν και οι 3 για λόγους προστασίας της δημόσιας υγείας λόγω covid, για να εκδώσει μια απόφαση επί ζητήματος ακινήτου με νομολογιακό προηγούμενο. Μιας απόφασης που στηρίχθηκε σε διάταξη που Κυβέρνηση της ΝΔ είχε εισαγάγει στο παρελθόν και με εισηγητή στην Βουλή τον ομιλούντα.
Η κατάσταση αυτή με τις υπέρμετρες καθυστερήσεις στην έκδοση αποφάσεων στη διοικητική δικαιοσύνη επιχειρείται να ανατραπεί με την δημιουργία ενός νέου δικονομικού μηχανισμού για επιτάχυνση των διαδικασιών.
Συγκεκριμένα, με τις προωθούμενες ρυθμίσεις προβλέπεται η ενίσχυση της προδικασίας, του ρόλου των εισηγητών δικαστών, ο περιορισμός των αναβολών, καθώς και η συζήτηση στο ακροατήριο των πλέον σημαντικών υποθέσεων, εφόσον είναι ώριμες, καθώς και η επέκταση του αριθμού των υποθέσεων που θα εισάγονται σε σχηματισμό συμβουλίου δικαστών, δηλαδή δεν θα οδηγούνται στο ακροατήριο. Σε κάθε περίπτωση, παραμένει η δυνατότητα οι αποφάσεις του συμβουλίου που θα εκδίδονται να οδηγούνται στο ακροατήριο, εφόσον όμως ο διάδικος καταβάλει αυξημένο παράβολο.
Κομβικής σημασίας είναι η νέα ρύθμιση του άρθρου 6 του νομοσχεδίου, με την οποία θεσπίζεται το πρώτον η δικονομική υποχρέωση των διαδίκων, που ασκούν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα, να διενεργούν τις επιδόσεις των εισαγωγικών δικογράφων. Με τον τρόπο αυτό, η προδικασία θα ακολουθεί εφεξής συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, καθώς από την κατάθεση του εισαγωγικού δικογράφου ξεκινάει η προθεσμία 2 μηνών για την επίδοσή του από τον αιτούντα διάδικο προς τον αντίδικο. Η μη τήρηση της προθεσμίας αυτής θα έχει συνέπεια την οριστική θέση της δικογραφίας στο αρχείο. Η ρύθμιση αυτή η οποία αλλάζει άρδην την προδικασία, μετακυλίοντας την υποχρέωση της επίδοσης από το Δικαστήριο στον διάδικο και συντέμνοντας την προθεσμία επίδοσης, θα συντομεύσει δραστικά την διαδικασία ενώπιον του ΣΤΕ, δεδομένης της γραφειοκρατίας που προκαλεί η υποχρέωση κοινοποίησης των δικογράφων, ιδίως όταν πρόκειται για περισσότερους τους ενός παραλήπτες.
Περαιτέρω, δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα στην προδικασία, ώστε να αποτελέσει φίλτρο για τις αβάσιμες ή απαράδεκτες υποθέσεις. Εφεξής, ο δικαστικός σχηματισμός σε συμβούλιο, με συνοπτική απόφαση που λαμβάνεται ομοφώνως, μπορεί να απορρίπτει απαράδεκτα ή αβάσιμα ένδικα βοηθήματα και μέσα ή να καταργεί τη δίκη, εφόσον η υπόθεση δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες, πραγματικές ή νομικές δυσκολίες.
Σημειωτέον ότι η ενισχυμένη προδικασία αποτελεί πρότυπο σε πολλά Δικαστήρια Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με κορυφαίο το ΔΕΕ, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σημαντική παράμετρος του σχεδίου νόμου (άρθρο 4) είναι η αναβάθμιση του ρόλου των Εισηγητών, με τη συμμετοχή τους, με αποφασιστική ψήφο, στην προδικασία των Τμημάτων και έως την έκδοση της απόφασης ή του πρακτικού του συμβουλίου του Τμήματος, καθώς επέρχεται σημαντική επιτάχυνση της δικονομικής ωρίμανσης των υποθέσεων, δια της αξιοποίησης του συνόλου των δικαστικών λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Τέλος, με τα άρθρα 9 και 10 του νομοσχεδίου τίθενται φραγμοί στην πάγια πλέον τακτική του Δημοσίου να μην στέλνει τα αναγκαία έγγραφα και στοιχεία στο Δικαστήριο, με αποτέλεσμα την επιβράδυνση των εκκρεμών υποθέσεων. Οι νέες διατάξεις προβλέπουν ότι από την επίδοση του ενδίκου βοηθήματος θα ξεκινάει να τρέχει η τρίμηνη προθεσμία για την αποστολή του φακέλου της υπόθεσης από το Δημόσιο. Η μη τήρηση της προθεσμίας αυτής παρέχει τη δυνατότητα στο δικαστήριο να συνάγει τεκμήριο ομολογίας υπέρ εκείνου που έχει καταθέσει την αίτηση ακύρωσης και για την έκδοση απόφασης σε συμβούλιο, ενώ μέχρι τώρα γινόταν μόνο στο ακροατήριο.
Κύριες και κύριοι συνάδελφοι, από την τροχιά των μεγάλων αλλαγών που προωθεί η Κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη δε θα μπορούσε να λείπει το ΣΤΕ, το Ανώτατο Δικαστήριο που είναι συνδεδεμένο διαχρονικά με υποθέσεις μείζονος σημασίας. Αφουγκραζόμενοι τον παλμό της κοινωνίας που απαιτεί να προχωρήσουμε μπροστά με ταχύτητα και θωράκιση του Κράτους Δικαίου πέρα και πάνω από κόμματα και πολιτικές σκοπιμότητες, παρέχουμε σήμερα στο ΣΤΕ ένα ευέλικτο και σύγχρονο δικονομικό πλαίσιο. Είναι καιρός και το ίδιο να ανταποκριθεί στα αιτήματα των καιρών, αξιοποιώντας στο μέγιστο το πλαίσιο αυτό, διότι προϋπόθεση για την επιτυχία του εγχειρήματος είναι και η στήριξη του από τους ίδιους τους δικαστές με ευθυκρισία και εν συναίσθηση.
Με τις σκέψεις αυτές υπερψηφίζω το νομοσχέδιο.