H στερνή παραγγελιά, του Ιωάννη Χ.Πλάτση

Η ΣΤΕΡΝΗ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΑ

- Απόγευμα του 1910. Ο ήλιος προτού δύσει πίσω από τα πέλαγα, χάιδευε απαλά τις πλαγιές του Αττάβυρου, του ψηλού Ροδίτικου βουνού, που στην κορφή του κοίτουνται ακόμα λίγες λοξόπετρες του πανάρχαιου ναού του Ατταβύριου Δία σαν σιωπηλοί μάρτυρες ενός παλιού μεγαλείου! Στις ποδιές του ασπροφαντάζει η Μονή του Αρταμύτη, πούνε χτισμένη στα θεμέλια του αρχαίου ναού της Θεάς Αρτέμιδος. Δεξιά στο βάθος ξεχωρίζει το πανάρχαιο χωριό Ασκληπιό, που ‘ναι χτισμένο στ’ όνομα του θεού της ιατρικής και ζερβά το χωριό Απόλλωνα πού ‘ναι χτισμένο στ’ όνομα του θεού του Ήλιου.

 

Σ’ ένα φτωχόσπιτο ετούτου του χωριού, συναγμένοι οι προύχοντες και ο Δάσκαλος, παράστεκαν σιωπηλοί τον γέρο παπά Δημήτρη, που ξεμέτρα τη ζωή ήσυχα, καρτερικά…Σε μια στιγμή άπλωσε το χέρι του ο Δάσκαλος εξέτασε για λίγο το σφυγμό του και χλωμός λαφροχάιδεψε παρήγορα το μέτωπο του γέρο-παπά. Στο χάδι του χεριού, μισάνοιξε ο γέρος τα κουρασμένα μάτια του κι αναγνωρίζοντας το Δάσκαλο του γέλασε αχνά.

--- Δεν είναι τίποτα παπά!, του λέει ο Δάσκαλος. Περαστικά είναι θα περάσει μη φοβάσαι!

--- Α, όχι Δάσκαλε. Όχι δε φοβούμαι, μουρμούρισε σιγά. Να, μόνο λυπάμαι που ο Θεός δε με αξίωσε να δω τη μέρα της Ανάστασης! Νάβαλα τα γιορτινά μου και να σταθώ οπμρός στην Άγια Πύλη και υψώνοντας το Σταυρό πούναι από Τίμιο Ξύλο, να ψάλαμε όλοι μαζί το τροπάρι της Ανάστασης. Κι ας ήτο βαροχείμωνο, κι ας ήτο καλοκαίρι! Της Ανάστασης των νησιών μας δάσκαλε. Των Νησιών μας! Όμως εσείς θα τη δείτε τούτη (κείνη) τη μέρα. Είναι πια κοντά. Το γράφει ο Αγιάννης στην Αποκάλυψη. Το γράφει κι ο Αγαθάγγελος. Είναι πια κοντά! Και άμα φτάσει η άγια τούτη μέρα, μη ξεχάσεις να ‘ρθεις να μου το φωνάξεις εκεί που θα κοιμούμαι, και θα ‘κούσω!!!

Κι απλόγυρε τα χέρια του ο Γερο-Λεβήτης κι η ψυχή του πέταξε σιμά στον Πλάστη μας, που χρόνια υπηρέτησε πιστά, ενώ τα μάτια του απόμειναν να κοιτάζουν το Δάσκαλο, λες και να τούλεγαν ξανά, ‘Νάρθεις! Τ’ακούς; Να ρθείς!’

 

Καθισμένος τώρα στ’ αυλοπέζουλο του σπιτιού του, με το κεφάλι χωμένο στις χούφτες του, γιομάτος θλίψη ο Δάσκαλος ξανάστρεφε με τη σκέψη του χιλιάδες χρόνια πίσω κι αναλογίζουντο την ιστορία των νησιών μας.

Για το μύθο πως το όμορφο νησί της Ρόδου πρόβαλε από τα βάθη της θάλασσας, για το Τληπόλεμο της Ρόδου και το Νηρέα της Σύμης που πολέμησαν στην Τροία, για τον Διαγόρα τον Ολυμπιονίκη, για τον περίφημο Κολοσσό, για τον σοφό Κλεόβουλο της Λίνδου, για τον Ιπποκράτη της Κω, για το Σπήλαιο της Πάτμου που ο Αγιάννης έγραψε την αποκάλυψη, για τα αψηλόχτιστα Καστέλια που μαρτυρούσι το ματωμένο πέρασμα των Ενετών, για το ολοκαύτωμα της Κάσου μας, για τον Σκουφά τον Φιλικό που ήτο ένας από τους τρεις πρωτεργάτες στον Αγώνα του 21 για την απελευθέρωση της Ελλάδας μας.

Και όμως!

Τα νησιά μας αγκομαχούσαν ακόμα κάτω από τον τρόμο της τούρκικης τυραννίας!

Κι ανασήκωσε ο Δάσκαλος τα μάτια του αψηλά και ψέλλισε τρεμάμενα μέσα στη νύχτα. ‘Ως πότε Θεέ μου ο Γολγοθάς; Πότε θάρθει η Ανάστασης;’

 

Όμως γραφτό ήτο  τα μαρτυρικά μας νησιά να γνωρίσουν κι άλλους αφέντες. Τους Ιταλούς στα 1912, που βάλθηκαν κι αυτοί με τη σειρά τους να ξεριζώσουν από τις ψυχές μας ο,τι αιώνες δεν μπόρεσαν να ξεριζώσουν οι Ασιάτες καταχτητές. Τη Πίστη μας για το Χριστό και την Ελλάδα.

 

Και μέσα στ’ αναμέτρητα του Δίκαιου με τη βία σπιθοβόλησε η αθάνατη ηρωική μορφή του Αλέξανδρου Διάκου από τη Χάλκη μας και το δοξασμένο Σύνταγμα των Δωδεκανησίων Εθελοντών με τους άξιους αρχηγούς μας τον Κλαδάκη από τη Σύμη και τον Βέργη από τη Κάρπαθο. Μετά πέρασαν οι Γερμανοί και τέλος οι Άγγλοι…

Η μαύρη νύχτα περνούσε, η λευτεριά εροδοχάραζε. Η άγια μέρα της 7ης του Μάρτη του 1948 εξημέρωνε. Χιλιάδες άνθρωποι συναγμένοι από νυχτίς στις Ροδίτικες προκυμαίες, με μάτια στραμμένα στο πέλαγος πρόσμεναν τον ερχομό της Μάνας Πατρίδας. Και η Μάνα έφτασε! Η Πατρίδα ήλθε! Η Ελλάδα που αιώνες πρόσμεναν πατούσε τη Δωδεκανησιακή γη στο πρόσωπο του Βασιλιά της που τον έλεγαν Παύλο. Και πατώντας την, γονάτισε ο βασιλιάς και σκύβοντας βαθιά, εφίλησε δακρυσμένος την σκλάβα γη, που επί έξη ολάκερους αιώνες γεννοβολούσε Ελεύθερες ψυχές.

Κι ενώ οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα και ο κλήρος ντυμένος τα γιορτινά του, κρατώντας τα χρυσόδετα ευαγγέλια, με μάτια που στάλαζαν και φωνή που ‘τρεμε έψαλε το Υπερμάχων, έβλεπες νέους να κλαίνε και να γελάνε ανάκατα, γυναίκες να λιποθυμούν απ’ τη συγκίνηση, γέρους που ποτέ το δάκρυ δεν άγγιξε τα μάτια τους τώρα να κλαίνε σαν παιδιά και κόρες αμέτρητες να ραντίζουν τους δρόμους με λουλούδια και να απλώνουν μεσόστρατα τα ακριβά προικιά τους για να πατήσει και να περάσει η Ελλάδα, για να διαβεί η Λευτεριά! Μονάχα τα μωρούδια σφιχτά κρατημένα στις αγκαλιές των μανάδων τους βαριοκοιμόντουσαν αμέριμνα λες κι ο χαλασμός απ’ τις φωνές και τις καμπάνες να τα νανούριζε λαλώντας τους γλυκά, «Κοιμήσου μικρό μου νησιοτόπουλο, το καμτσίκι του ιππότη δεν θα σου αυλακώνει πια τη ράχη για να του χτίσεις τα αψηλά του Καστέλια. Νύχτα Δε θα ‘ρθει πια ο Τούρκος για να σε πάρει γενίτσαρο. Και μήτε πια μαύρα φασιστικά Ιταλικά πουκάμισα θεν να ραφτούν ξανά για σένα! Κοιμήσου μικρό μου, κοιμήσου!»

Στο χωριό του Απόλλωνα, συναγμένοι στο αυλογύρι της εκκλησίας, οι λίγοι γέροι που απόμειναν και μαζί τους και ο γέρος πια τώρα Δάσκαλος, μιλούσαν για τη νύχτα που επέρασε για την ημέρα που εφάνει. Τούτοι έμειναν να στολίσουν το χωριό και να χτυπήσουν τις καμπάνες για τη δοξολογία, καλώς ορίζοντας τον μεγάλο ερχομό.

Βαθιά τώρα ακούονταν οι καμπάνες του πέρα χωριού, σημάδι πως έφτασε η Μεγάλη Μάνα. Στο άκουσμα τους ο Δάσκαλος ανασκίρτησε! Ο νους του ξανάστρεψε χρόνια πίσω και στ’ αυτιά του αντήχιζε ξανά μια παλιά στερνή παραγγελιά. Κι ακουμπώντας στο ραβδί του ανηφόρισε βιαστικά μονολογώντας σιγανά, «Να πάρει η ευχή! Πως το ξέχασα;» Ανέβηκε τη μικρή ανηφοριά, άνοιξε τη πλατειά πόρτα του μαντρότοιχου, προχώρησε λαφασμένος κι εστάθει ανάμεσα στους σταυρούς που μαρτυρούσαν και θύμιζαν αυτούς που ήλθαν και έφυγαν… Κι ενώ οι καμπάνες του χωριού άρχισαν να σημαίνουν χαρμόσυνα, με μάτια που τα θάμπιζαν τα δάκρυα και με φωνή που ‘τρεμε από συγκίνηση, εφώναξε «Ξύπνα παπα Δημήτρη!!! Η μαύρη νύχτα επέρασε! Η άγια μέρα που περίμενες μια ολάκερη ζωή ξημέρωσε! Έλα, σήκω και βαρ’ τα γιορτινά σου και στάσου ομπρός στην Αγια Πύλη και σήκωσε το Σταυρό πού ‘ναι από τίμιο ξύλο και άρχισε πρώτος το τροπάρι της Ανάστασης!!! Παπα Δημήτρη μ’ ακούς;! Κι ενώ τα μάτια του δεν χώριζαν πια απ’ τα δάκρυα και η φωνή του έμοιαζε λες με λυγμούς, γυρόφερε το κεφάλι στους γύρω σταυρούς και ξαναφώναξε

 

‘ΧΡΙΣΤΌΣ  ΑΝΕΣΤΗ ΑΔΕΛΦΟΙ!, Η ΜΑΝΑ ΕΛΛΑΔΑ ΗΛΘΕ!’

Ιωάννης Χαράλαμπου Πλάτσης (έχει αποβιώσει)

Σημείωση VERENA.Gr: Τοκείμενο έφθασε στα χέρια μας απο τον γιό του Λάμπη Πλάτση και τον ευχαριστούμε πολύ.

Φωτογραφικό υλικό

Προτάσεις Verena

Σε αυστηρό ύφος ο πρώην δήμαρχος Ρόδου Στάθης Κουσουρνάς απάντησε στον νυν Αλέξη Κολιάδη για τα όσα...
  Ψευδείς χαρακτηρίζει τις δηλώσεις του Αλεξάνδρου Κολιαδη, ο  πρόεδρος του Γ´...
Την έλλειψη νεφρολόγου και κέντρου αιμοκάθαρσης στο νοσοκομείο της Καρπάθου επισημαίνει σε επιστολή...
Αρχισαν τα...γαλλικά στο νέο δημοτικό συμβούλιο Ρόδου πολύ νωρίτερα απ ότι αναμενόταν!....Σε μια...