Το Ιστορικό της Κρίσης των Ιμίων
- Η κρίση των Ιμίων είναι η σοβαρότερη ελληνοτουρκική κρίση, μετά το 1974, αφού οι δύο χώρες βρέθηκαν πολύ κοντά σε μια ένοπλη σύρραξη, γιατί πρώτη φορά αμφισβητήθηκε έμπρακτα η ελληνική εδαφική κυριαρχία. Μέχρι τότε οι αμφισβητήσεις της Τουρκίας περιορίζονταν στον θαλάσσιο και εναέριο χώρο του Αιγαίου.
Η κρίση ξεκίνησε ανήμερα των Χριστουγέννων του 1995, με την προσάραξη του τουρκικού φορτηγού πλοίου «Φιγκέν Ακάτ», στη μια από τις δυο βραχονησίδες των Ιμίων. Ο καπετάνιος του πλοίου αρνήθηκε βοήθεια από τις ελληνικές αρχές για να αποκολληθεί, ισχυριζόμενος ότι το πλοίο βρισκόταν σε τουρκικά χωρικά ύδατα και επομένως την αρμοδιότητα ρυμούλκησης την είχαν οι τουρκικές αρχές. Τελικά κατόπιν συνεννοήσεως των Υπουργείων Εξωτερικών των δύο χωρών, το φορτηγό πλοίο αποκολλήθηκε από ελληνικά ρυμουλκά και οδηγήθηκε μέχρι το λιμάνι Κιουλούκ στην απέναντι τουρκική ακτή, στις 28 Δεκεμβρίου.
Ενώ το επεισόδιο φαινόταν ότι είχε λήξει, την επόμενη μέρα, το Τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών με ρηματική του διακοίνωση, υποστηρίζει ότι τα Ίμια ανήκουν στην Τουρκία και όχι στην Ελλάδα. Η Ελλάδα απάντησε με ρηματική της διακοίνωση στις 9 Ιανουαρίου 1996, αντικρούοντας με νομικά επιχειρήματα τους τουρκικούς ισχυρισμούς.
Καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη και κλιμάκωση της κρίσης διαδραμάτισαν τα ΜΜΕ (τηλεόραση, εφημερίδες) και στις δυο χώρες. Στις 24 Ιανουαρίου 1996, ο τηλεοπτικός σταθμός «Αντένα», αποκάλυψε την ανταλλαγή και το περιεχόμενο των ρηματικών διακοινώσεων μεταξύ των δυο χωρών, που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν ήταν ευρέως γνωστά, κάνοντας λόγο για τουρκική πρόκληση και απαράδεκτη αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας. Η είδηση προκάλεσε μεγάλη αίσθηση στην ελληνική κοινή γνώμη.
Θορυβημένος από την δημοσιότητα αυτή , ο δήμαρχος Καλύμνου με δική του πρωτοβουλία, ύψωσε την επόμενη μέρα την ελληνική σημαία στα Ίμια. Η κρίση πλέον από μια διπλωματική αντιπαράθεση των δύο χωρών, μετατρέπεται σε έναν «πόλεμο σημαιών», αρχικά μεταξύ πολιτών και στη συνέχεια μεταξύ κρατών. Η κρίση θα αποδείξει την μεγάλη δύναμη και απήχηση που ασκούν τα σύμβολα (η σημαία είναι εθνικό σύμβολο) πάνω στους ανθρώπους και στους λαούς. Η μετάδοση της τηλεοπτικής εικόνας με την ελληνική σημαία στα Ίμια, θα προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση στην τουρκική κοινή γνώμη. Σαν αντίδραση στις 27 Ιανουαρίου δυο δημοσιογράφοι της τουρκικής εφημερίδας «Χουριέτ» θα προσγειωθούν με ελικόπτερο στα Ίμια, θα κατεβάσουν την ελληνική και θα υψώσουν την τουρκική σημαία. Το γεγονός θα μεταδοθεί στην Τουρκία με πανηγυρικό τρόπο. Στη συνέχεια, στις 28 Ιανουαρίου, προσωπικό από το περιπολικό σκάφος «Αντωνίου», του Πολεμικού μας Ναυτικού, θα κατεβάσει την τουρκική σημαία και θα υψώσει εκ νέου την ελληνική. Το γεγονός αυτό, θα κλιμακώσει περισσότερο την κρίση. Το βράδυ της ίδιας μέρας κρίθηκε απαραίτητο να αποβιβαστούν Έλληνες βατραχάνθρωποι στη Μεγάλη Ίμια, για να προφυλάξουν την σημαία. Από τις 29 Ιανουαρίου και μετά έχουμε την κορύφωση της κρίσης. Ο πρωθυπουργός κ.Κώστας Σημίτης δηλώνει στη Βουλή σχετικά με τα Ίμια ότι «η αντίδραση της Ελλάδας σε κάθε επιθετικό εθνικισμό θα είναι δυνατή, άμεση και αποτελεσματική». Η Τουρκία επιδίδει νέα ρηματική διακοίνωση στην οποία θέτει ευρύτερο θέμα «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο, δηλαδή περιοχών( νησίδων και βραχονησίδων) με απροσδιόριστη κυριαρχία κατά την άποψη της. Στην Άγκυρα το βράδυ της ίδιας μέρας συνεδριάζει εκτάκτως το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας για να εκτιμήσει την κατάσταση. Με τη λήξη της συνεδρίασης η πρωθυπουργός της Τουρκίας κ.Τανσού Τσιλέρ, καλεί την Ελλάδα να αποσύρει άμεσα στρατιώτες και σημαία από τα Ίμια.
. Στις 30 Ιανουαρίου ναυτικές μονάδες των δύο χωρών συγκεντρώνονται στην περιοχή των Ιμίων. Το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού στόλου εξήλθε από το Ναύσταθμο Σαλαμίνας με προορισμό τις θέσεις διασποράς στο Αιγαίο. Μαχητικά αεροσκάφη των δυο χωρών πραγματοποιούν μαζικές υπερπτήσεις πάνω από την περιοχή. Ο κίνδυνος ένοπλης σύρραξης είναι πλέον ορατός. Το ενδεχόμενο αυτό θα ανησυχήσει τις ΗΠΑ, οι οποίες θα μεσολαβήσουν για την αποτροπή της σύρραξης και την αποκλιμάκωση της κρίσης. Πρόταση των ΗΠΑ ήταν η απόσυρση πολεμικών πλοίων, στρατιωτών και σημαιών από τα Ίμια(εκείνη τη στιγμή μόνο η Ελλάδα είχε στρατιώτες και σημαία στα Ίμια). Η παρέμβαση των ΗΠΑ έγινε στο ανώτατο επίπεδο με τον πρόεδρο κ.Μπίλ Κλίντον να επικοινωνεί το βράδυ της ίδιας μέρας, με τους δυο πρωθυπουργούς. Ακολούθησαν διαπραγματεύσεις μέσω του Αμερικανού μεσολαβητή κ.Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, σχετικά με τους όρους της αποκλιμάκωσης. Η Ελλάδα αρχικά συμφώνησε για την απόσυρση πλοίων και στρατιωτών όχι όμως και της σημαίας. Η Τουρκία διαμήνυσε ότι δεν θα δεχόταν αποκλιμάκωση εάν δεν αποσυρόταν και η ελληνική σημαία. Ενώ συνεχίζονταν οι διαπραγματεύσεις, περίπου δυο ώρες μετά τα μεσάνυχτα της 31ης Ιανουαρίου τούρκοι καταδρομείς καταλαμβάνουν την Μικρή Ίμια, στην οποία δεν υπήρχαν Έλληνες στρατιώτες, και υψώνουν την τουρκική σημαία. Το γεγονός αυτό θα ενισχύσει τη διαπραγματευτική θέση της Τουρκίας. Η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται στο δίλημμα είτε να προχωρήσει σε ανακατάληψη του εθνικού εδάφους, γεγονός που θα προκαλούσε ένοπλη σύρραξη, είτε, να αποδεχθεί τους όρους της συμφωνίας αποκλιμάκωσης που έθεσαν οι ΗΠΑ. Τελικά επήλθε συμφωνία με την οποία αποσύρθηκαν αμοιβαία πλοία, στρατιώτες και σημαίες από την περιοχή, ενώ το καθεστώς των Ιμίων θα επέστρεφε στην προηγούμενη (προ της κρίσης) κατάσταση (status quo ante). Η διπλωματική αυτή διατύπωση εξυπηρετούσε και τις δύο χώρες, που την ερμήνευαν όπως τους συνέφερε, δηλαδή ως αποκατάσταση της κυριαρχίας τους. Μέχρι τις 08:30 της 31ης Ιανουαρίου ολοκληρώθηκε η αποκλιμάκωση. Το πέρας της κρίσης για την Ελλάδα, σημαδεύτηκε από την απώλεια ενός ελικοπτέρου και τον θάνατο τριών αξιωματικών που αποτελούσαν το πλήρωμα του.
Στην Ελλάδα αμέσως μετά ξέσπασε πολιτική διαμάχη για την διαχείριση και την έκβαση της κρίσης. Η κυβέρνηση κατηγορήθηκε από την αξιωματική αντιπολίτευση για την υποστολή της σημαίας και για εγκατάλειψη εθνικού εδάφους. Επίσης υποστηρίχθηκε και η άποψη ότι η Ελλάδα διέθετε τοπικό στρατιωτικό πλεονέκτημα στα Ίμια και ότι είχε την ευκαιρία τότε να επιφέρει σημαντικό χτύπημα στην Τουρκία. Ακόμα ότι είχε κάθε δικαίωμα να προσφύγει σε ένοπλη βία εφόσον συνέβη κατάληψη εθνικού εδάφους. Το κύριο επιχείρημα του πρωθυπουργού κ.Κώστα Σημίτη, ήταν ότι η χώρα απέφυγε έναν πόλεμο με αβέβαιο αποτέλεσμα καθώς και με καταστροφικές συνέπειες, ενώ η αποκλιμάκωση επετεύχθη χωρίς η Ελλάδα να υποχρεωθεί σε διαπραγματεύσεις για το καθεστώς των βραχονησίδων, όπως ήθελε η Τουρκία.
Στην Τουρκία αντίθετα επικρατούσε ατμόσφαιρα νίκης, διότι κατάφερε να πετύχει τον στόχο που είχε θέσει εξαρχής και ο οποίος ήταν πιο περιορισμένος σε σχέση με εκείνον της Ελλάδας. Σκοπός της δεν ήταν η κατοχύρωση της τουρκικής κυριαρχίας στα Ίμια αλλά η απομάκρυνση των Ελλήνων στρατιωτών και της σημαίας.
Συνέπεια της έκβασης της κρίσης, ήταν να προστεθεί ένα ακόμα ζήτημα στον κατάλογο των ελληνοτουρκικών «διαφορών» στο Αιγαίο, το ζήτημα των «γκρίζων ζωνών».
Πλοίαρχος(Μ) (ε.α) Ελευθέριος Καραταπάνης ΠΝ