«Η ΕΡΤ δεν ήταν αυτό που μπορούσε να είναι, αλλά έδειξε ότι μπορεί να γίνει όλα όσα πρέπει να είναι». Αυτή η φράση συμπυκνώνει τη δυναμική πορεία που έχει καταγράψει ο δημόσιος φορέας ενημέρωσης τους τελευταίους πέντε σχεδόν μήνες. Η ΕΡΤ στα χέρια των εργαζομένων, από τις 11 Ιουνίου και μετά, κατάφερε να αποδείξει πως οι γίγαντες δεν δικαιώνουν τον ρόλο τους μόνο κοιμώμενοι, αλλά μπορούν να μεγαλουργήσουν και... ξύπνιοι.
Λειτουργώντας βάσει ενός «υβριδικού» μοντέλου αυτοδιαχείρισης, όπου κάποιες από τις παλιές δομές οργάνωσης έχουν κρατηθεί μπολιασμένες με ισχυρές δόσεις αυτοοργάνωσης, οι εργαζόμενοι της ΕΡΤ έχουν καταφέρει να κρατήσουν τηλεοπτικό, ραδιοφωνικό και διαδικτυακό πρόγραμμα εξαιρετικά ποιοτικό και ανταγωνιστικό.
Επιτροπές Διαχείρισης, Οργανωτικές Επιτροπές, Επιτροπές Προγράμματος, Ομάδες Περιφρούρησης, Ομάδες Καλλιτεχνικού Προγράμματος, βγαλμένες μέσα από τα σπλάχνα των ίδιων των εργαζομένων, λειτουργώντας ανοιχτά και αμεσοδημοκρατικά και πλαισιωμένες από αλληλέγγυους πολίτες και επαγγελματίες, έχουν αναλάβει να «τρέχουν» την καθημερινότητα στο Ραδιομέγαρο.
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μας εκεί είδαμε τη διαδικασία με την οποία «στήνεται» το κεντρικό δελτίο της τηλεόρασης. Οι συντάκτες και ο αρχισυντάκτης (τυπικός, κατά τους ίδιους, ρόλος) συζητούν επί ίσοις όροις για την επικαιρότητα και την ειδησεογραφία της ημέρας. Η έλλειψη εξαρτήσεων είναι προφανής και πραγματικά απελευθερωτική. «Αιχμηρές» γνώμες, «ματιά» στα γεγονότα που ενοχλεί, πτυχές που δεν βγαίνουν εύκολα στο φως κατατίθενται, κουβεντιάζονται, εμπλουτίζονται και αποφασίζονται. Ούτε μια στιγμή δεν ακούσαμε κάποιον να λέει «αυτό δεν παίζει στον αέρα».
Εκείνο το βράδυ η είδηση για την πρόθεση της κυβέρνησης να καταργήσει το όριο των απολύσεων στον ιδιωτικό τομέα (δηλώσεις Κεγκέρογλου) «έπαιξε» δεύτερο θέμα στο δελτίο σε ένα πληρέστατο ρεπορτάζ. Στο Mega η είδηση ήταν στην «ουρά» του δελτίου για 40 δεύτερα.
Και στο ραδιόφωνο το κλίμα είναι αντίστοιχο. Με σταθερό πρόγραμμα τις τελευταίες τρεις εβδομάδες, η ΕΡΑ πλέον έχει καταφέρει να μεταμορφωθεί. Από την πολυδιάσπαση του παρελθόντος με επτά εξειδικευμένα ραδιόφωνα, βρέθηκε να είναι ένα πολυφωνικό, πολυσυλλεκτικό, πλουραλιστικό ραδιόφωνο, ξαναδίνοντας πνοή σε ένα ραδιοφωνικό μοντέλο που είχε εγκαταλειφθεί προς χάριν των «θεματικών» ραδιοφώνων.
Ραδιόφωνο - social media
Πλέον οι ακροατές της ΕΡΑ απολαμβάνουν το Α’ Πρόγραμμα, το Β’, το Γ’, τη Φωνή της Ελλάδας, το Κόσμος, και φυσικά την ΕΡΑ Σπορ σε μια συχνότητα. Με το βάρος να πέφτει το πρωί στην ενημέρωση και με τα ιστορικά ραδιόφωνα του Β’ και του Γ’ να αναλαμβάνουν δράση από το απόγευμα και μετά, οι εργαζόμενοι στην ΕΡΑ έχουν καταφέρει, όπως λένε και οι ίδιοι, να φτιάξουν ένα πολύχρωμο παζλ εκεί όπου κάποιοι προσπάθησαν να ρίξουν «μαύρο». Η ανταπόκριση του κοινού είναι κάτι παραπάνω από ενθαρρυντική. Τόσο για τον αγώνα να κρατηθεί η ΕΡΤ ανοιχτή όσο και για το «νέο», «6 σε 1», ραδιόφωνο. Τα νούμερα από το Διαδίκτυο είναι αποκαλυπτικά.
- Κάθε μήνα περισσότεροι από 400.000 ακροατές και τηλεθεατές συντονίζονται διαδικτυακά στην ΕΡΤ και την ΕΡΑ.
- Εϊκοσι εκατομμύρια έχουν ακούσει τα ραδιόφωνα και έχουν παρακολουθήσει τη ΝΕΤ ή την ΕΤ3 αυτούς τους τέσσερις μήνες μόνο από τον ιστότοπο www.ertopen.com. Μια «σελίδα» που μέσα σε τρεις μήνες κατάφερε να μπει στις 100 πρώτες του ελληνικού Διαδικτύου.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης της ΕΡΤ από τις 11 Ιουνίου γνωρίζουν μια τεράστια άνθιση. Με καθημερινή παρουσία σε Twitter, Facebook και YouTube, μιλώντας τη γλώσσα των χρηστών, κατάφεραν να αποτελούν σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα κόμβο ενημέρωσης και αναφοράς.
Δίαυλος πολιτισμού
Πέρα από την ενημέρωση, οι εργαζόμενοι της ΕΡΤ δεν έχουν ξεχάσει τον άλλο μεγάλο πυλώνα, τον πολιτισμό. Όπως λένε οι ίδιοι χαρακτηριστικά, επί τέσσερις μήνες κατάφεραν να «στήσουν» το μεγαλύτερο φεστιβάλ που υπήρξε ποτέ στον τόπο αυτόν, και όχι μόνο. Επί τέσσερις μήνες η υπαίθρια σκηνή του Ραδιομεγάρου φιλοξένησε εκατοντάδες καλλιτέχνες και συγκροτήματα από όλο το φάσμα της μουσικής. Οι καλλιτέχνες συνεχίζουν να συρρέουν στο Ραδιομέγαρο, όπως συνεχίζονται και οι κινηματογραφικές προβολές. Προσφάτως το Studio C του Ραδιομεγάρου φιλοξένησε θεατρική παράσταση αλλά και παράσταση stand up comedy.
Κινηματογραφιστές και δημιουργοί έχουν παραχωρήσει τα έργα τους (ντοκιμαντέρ, ταινίες κ.λπ.) χωρίς δικαιώματα στους εργαζομένους. Αποτέλεσμα, να προβάλλονται πλέον από τις συχνότητες της ΕΡΤ έργα που δύσκολα θα έβρισκαν χώρο στο τηλεοπτικό τοπίο του σήμερα.
Κάπως έτσι σκιαγραφείται αυτός ο γίγαντας που λέγεται ΕΡΤ. Ένας γίγαντας που φαίνεται να ξύπνησε και να πήρε στα σοβαρά τον ρόλο του. Αυτόν μιας πραγματικά δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, όχι μόνο προσφέροντας στον πολίτη, αλλά θέτοντας τα μέσα πληροφόρησης στη διάθεση της κοινωνίας.
«Η Δ.Τ. δεν υπάρχει για κανέναν»
Και με τη Δ.Τ. τι γίνεται; Όποιον κι αν ρωτήσεις, η απάντηση θα είναι σχεδόν κοινή: «Η Δ.Τ. δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει για εμάς, δεν υπάρχει και για τον κόσμο που δεν την βλέπει». Και οι εργαζόμενοι πού έφυγαν από το Ραδιομέγαρο και πήγαν να δουλέψουν εκεί; «Ούτε αυτοί υπάρχουν» θα πουν οι πιο σκληροί, ενώ άλλοι θα προσπαθήσουν, με κόπο, μεγάλη πικρία και θυμό, να διατυπώσουν κάποια δικαιολογία για την απόφαση των πρώην συναδέλφων τους. Πάντως όλοι συμφωνούν πως, αν οι συνάδελφοί τους δεν είχαν πάει στη Δ.Τ., η κυβέρνηση δεν θα είχε καταφέρει να διατηρήσει το «μαύρο» στην ΕΡΤ.
Πολλοί αναρωτιούνται: «Πού θα πάει αυτό;». Οι εργαζόμενοι απαντάνε: «Μέχρι το τέλος, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό». Οι ίδιοι αναγνωρίζουν ότι κάθε μέρα καταθέτουν όχι μόνο ένα κομμάτι του εαυτού τους στον αγώνα που δίνουν, αλλά και μια άλλη πρόταση λειτουργίας ενός δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα.
«Μακάρι να μας δοθεί η ευκαιρία να διατηρήσουμε και να ενδυναμώσουμε το μοντέλο αυτό». «Αυτό θα πρέπει να είναι το μέλλον για την ΕΡΤ. Τέσσερις μήνες τώρα, η ΕΡΤ περνάει την καλύτερή της φάση» είναι μερικές χαρακτηριστικές φράσεις που κάποιος θα ακούσει στα πηγαδάκια του Ραδιομεγάρου. Φράσεις που απηχούν τις αντιλήψεις, τα όνειρα και τους πόθους των εργαζομένων που παραμένουν και αντιστέκονται στην ΕΡΤ. Φράσεις που περιγράφουν μια πραγματικότητα που θα μπορούσε να φέρει τα πάνω κάτω στο μιντιακό τοπίο όχι μόνο της Ελλάδας, αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης.
ΠΗΓΗ: Το Ποντίκι