Από την πρωτεύουσα και λιμάνι της Καρπάθου, τα Πηγάδια, μόλις μια ανάσα δρόμος βρίσκονται οι Μενετές, ένα κεφαλοχώρι σκαρφαλωμένο πάνω στο βράχο που θυμίζει περισσότερο μικρό οχυρωμένο κάστρο, με τα αγύριστα μετόχια του να φτάνουν μέχρι την νότια άκρη του νησιού, αν και σήμερα στέκουν θλιμμένα έρημα και αφρόντιστα, όμως κάποτε δεν σταματούσαν να γεμίζουν ιδρώτες και να γεννούν τροφή για τους ανθρώπους.
Κάπου τρυπωμένοι μέσα σε εκείνες τις χρονιές, που μερικές ήταν στεγνές και δύστροπες κι άλλες φορτωμένες από ελαιόλαδο, στάρια κι ελπίδα, είναι και τρεις λαικοί Μενετιάτες ήρωες.
Οι εποχές εκείνες δεν θυμίζουν σε τίποτε τον σημερινό πλανήτη, τότε οι άνθρωποι μέσα στον ασταμάτητο αγώνα τους ήταν διαφορετικοί, αντίθετες σήμερα ζούμε στη μεγάλη ανάγκη, που μοιάζει με κατάρα, να μοιάσουμε, να είμαστε όλοι ίδιοι!
Αν το νησί ήταν πιο κοντά στις μεγάλες πόλεις, αν οι μύθοι του θα είχαν κάνει κύκλους πάνω και μέσα στα ανθρώπινα μυαλά, τότε οι άγνωστες ιστορίες σίγουρα θα έφτιαχναν φωλιές στις καρδιές των ανθρώπων και που ξέρεις, μπορεί να γεννούσαν έμπνευση, θάρρος και κουράγιο, σε έναν κόσμο που πνίγεται, καμιά φορά βυθίζεται σε μισή κουταλιά νερό.
Ο Καλαϊτζής, ο Νικολής ο Χωμαλίτης και ο Μηνάς ο Πύλιαρης! Είναι οι περσόνες που θα μπορούσαν να συγκινήσουν τον Φελίνι, να κάνουν τον Παζολίνι να αλλάξει σενάριο και γιατί όχι; τον Μπουνιουέλ να κατέβει με μια κάμερα στην Κάρπαθο! Θα μπορούσαν να προκαλέσουν κάθε υποψήφιο δημιουργό να υποκλιθεί στο χαρακτήρα τους.
Ο Νικολής ο Χωμαλίτης ήταν ένας ξεχωριστός βοσκός, όσο δυνατός ήταν στο σώμα άλλο τόσο και ίσως περισσότερο ήταν στο μυαλό.
Αποτραβηγμένος από την μικρή κοινωνία και το τσαλάκωμα που προκαλούν οι άκυρες παρόλες του καφενείου, διάλεξε να ζει στο 685 μέτρων βουνό Χώμαλη, που βρίσκεται ΒΔ των Μενετών, ακριβώς πίσω είναι το Όθος. Γενιές ανθρώπων κράτησαν στη μνήμη τις ιστορίες του κτηνοτρόφου, τη διαφωνία του με τις αρχές, τις επιβαλλόμενες αξίες του κάθε προύχοντα, αλλά και το βάρβαρο στυλ, εκείνο που έπρεπε σώνει και καλά να επιβάλει ο καϊμακάμης, ο τοπικός άρχοντας των Τούρκων. Και δεν ήταν μοναχά αυτός, ακόμη και ο Δεσπότης της εποχής, όταν στάθηκε σκληρός στον καλόγερο, φίλο του Νικολή, έγινε αιτία για μια ακόμη ιστορία που φέρνει γέλιο αλλά και διδαχή, για τις μεθόδους που χρησιμοποιεί ετούτος ο “αντάρτης”, ο βοσκός που αντιστάθηκε σε κάθε βαναυσότητα με χιούμορ και εξυπνάδα, έτσι ξεπέρασε τις αρχές μιας ολάκερης εποχής.
Ακολουθεί ο Καλαϊτζής, ετούτος έμεινε στη μνήμη του κόσμου για τη δύναμη του σώματος, την παλικαροσύνη μα και και την «παλαρωσύνη», τον εφηβικό αυθορμητισμό και την τρέλα του για το φαγητό!
Κάποτε, όπως λέει η ιστορία του, έχτιζε το σπίτι του και η γυναίκα του ετοίμασε σε μεγάλη τσουκάλα το μεσημερινό. Ο Καλαϊτζής πήρε θέση στο χαμηλό τραπέζι κι ώσπου να φέρει η γυναίκα το κρασί εκείνος μόνο με μια ανάσα άδειασε στη κοιλιά του όλο το τέντζερη!
Η γυναίκα του στεναχωρήθηκε, δεν είχε να φιλέψει τίποτε τους φίλους, που θα βοηθούσαν στην κατασκευή του σπιτιού, όμως εκείνος χαμογέλασε, δεν υπήρχαν άλλοι εργάτες! Μοναχός θα έχτιζε το σπίτι, δεν περίμενε βοήθεια κι έτσι δεν χρώσταγε κανένα κέρασμα. Άλλη μια φορά, όπως γράφει ο Γιώργος Ρηγόπουλος στα Καρπαθιακά Νέα, ξεκίνησε για τα χωράφια, στο τουβρά του είχε τρόφιμα για μια βδομάδα, παξιμάδια, σαρδέλες, τυρί κι ότι είχε περισσέψει από την κυρά του. Σε μια στιγμή αναρωτήθηκε, μα γιατί να κουβαλά τόσο βάρος; κάθησε κάτω από μια ελιά και δίχως δεύτερη σκέψη, τα καταβρόχθισε όλα! Πέρασε όλη την υπόλοιπη βδομάδα μόνο με νερό, μα δεν παραπονέθηκε, αφού όπως έλεγε είχε φροντίσει το στομάχι του πριν πιάσει τον κασμά και την αξίνα!
Τελευταία έρχεται η ιστορία ενός θεριού, του Μηνά Πύλιαρη. Πρόκειται για μια διαφορετική εκδοχή της Οδύσσειας και σώθηκε από την έμπνευση και τα γραπτά του δάσκαλου Σακελ. Σακελλαρίδη και του χαρισματικού γιατρού-συγγραφέα Ηλία Χωρατατζή.
Ο Πήλιαρης έζησε μάλλον στην αρχή του 18ου αιώνα, ήταν πρωτογιός του φύλακα, του άντρα που κρατούσε τα κλειδιά του κάστρου, της πύλης εισόδου στο χωριό Μενετές.
Ο Μηνάς ήταν προορισμένος για φύλακας της πύλης, όμως αντί για αυτό βρέθηκε να κωπηλατεί αλυσοδεμένος σε ένα κάτεργο.
Ο μύθος του, η αρχή και το ξετύλιγμα της ιστορίας, πνίγονται βαθιά, κάπου στην θάλασσα του γίγαντα Αφιάρτη!
Οι πειρατές άρπαξαν τον Πήλιαρη; ή μήπως ο ίδιος προσπάθησε να κουρσέψει το μπαρμπέρικο σκαρί, εκείνο που πλάγιασε για να ξαποστάσει σε μια στεριά του νησιού;
Κι εκείνος, θέλει ένας από τους μύθους, μάζεψε τους πιο δυνατούς άντρες, που έτυχε να δουλεύουν στην άκρη του κάβου και όρμησε με πάθος πάνω στο πειρατικό πλοίο, ήθελε να το κερδίσει, αλλά κατέληξε άμοιρος σκλάβος αντί για καπετάνιος!
Ακόμη κάπου θα σιγοτραγουδιέται η μαντινάδα του:
“Δώδεκα χρόνους ήκαμα, σκλάβος εις το Αλιγέρι, τα σι(δ)ερα στα πόδια μου, χειμώνα-καλοκαίρι!”
Αλυσοδεμένοι αιχμάλωτοι δούλευαν νύχτα-μέρα στις φυτείες ζαχαροκάλαμου, μια και μοναδική ελπίδα, η διέξοδος για να γλυτώσουν από το βασανιστήριο που λέγεται σκλαβωμένη ζωή, ήταν ο θάνατος και στους πιο τυχερούς θα έρθει γρήγορα.
Ένας μόνο από αυτούς συντρόφους του Πήλιαρη καταφέρνει να σπάσει τα δεσμά του και να γλυτώσει από τα βάσανα. Αυτός ήταν ο Γιώργος Γιαννοπουλάκης, που κατάφερε έπειτα από δέκα χρόνια σκλαβιάς να επιστρέψει στην Κάρπαθο.
Ο Πήλιαρης χρειάστηκε 12 χρόνια, βρέθηκε περαστικός από τα άγρια νερά της Καρπάθου, αναγνώρισε τα βουνά του νησιού και έπεσε στα γόνατα, παρακάλεσε τον καπετάνιο να τον λεφτερώσει. Εκείνος, που είχε συμπαθήσει τον σκυθρωπό Καρπάθιο, ίσως από το ταλέντο του στη λύρα και εκείνο το ακαταλαβίστικο μα τόσο γλυκό τραγούδι του, έλυσε τα δεσμά και τον άφησε να γυρίσει στον τόπο του.
Στο νησί ξεκίνησαν καινούριες περιπέτειες, οι δικοί του δεν τον καλοδέχτηκαν, βλέπεις ο κλήρος ήταν ήδη μικρός, στα μικροχώραφα του εξαφανισμένου Πήλιαρη άλλοι έσπειραν, ιδροκοπούσαν και κέρδιζαν το ψωμί τους.
Όμως ο Πήλιαρης κατάφερε να σταθεί στα πόδια του, κόντρα στη μικρή κοινωνία που τον είχε ξεγράψει.
Μια από τις πιο σημαντικές στιγμές στην ιστορία του σκλάβου που κατάφερε να γυρίσει είναι η συνάντηση του με την μαυροφόρα γυναίκα του. Τα κουρέλια που φορά για ρούχα και η ανείπωτη ταλαιπωρία του κορμιού του δεν αφήνουν τη γυναίκα να αναγνωρίσει τον άντρα της! Μα τελικά αγκαλιάζονται και μέσα σε μια στιγμή γίνονται και πάλι ένα!
Οι τρεις λαϊκοί ήρωες από τις Μενετές είναι πολύ διαφορετικοί χαρακτήρες που παρουσιάζουν και αρκετές ομοιότητες με κυρίαρχο στοιχείο το φιλότιμο, τη λεβεντιά και έναν ασταμάτητο αγώνα, τη μάχη να σταθούν όρθιοι πάνω στο δύσκολο τόπο, τον βράχο, που δεν συγχωρεί μικρά ή μεγάλα στραβοπατήματα της ανθρώπινης μοίρας.
Μαθήματα ζωής που θυμίζουν βήματα χορού αρχαίας τραγωδίας ξυπνούν μέσα στις πιο κοιμισμένες εποχές!
Οι ιστορίες των τριων λαϊκών ηρώων δεν ήταν ξενόφερτες, ήσυχες και αθώες, ήταν σίγουρα ξεχωριστές. Ο αχόρταγος, ανίκανος χρόνος μέχρι τώρα συνεχίζει να τις παλεύει, όμως δεν έχει καταφέρει να τις νικήσει και να τις καταπιεί...