Αν δεν ήταν γυναίκα θα ήταν Θεός.
Πέρασε απόψε μια γριά, δίχως πρόσωπο, το τσεμπέρι την έκρυβε από τον ήλιο,με μια απόκοσμη καμπούρα,έδειχνε τόσο κακοφορμισμένη.Μοιάζαν μεξερά, καμένα κλαδιά, τα χέρια της, και μύριζε το χνώτο της φόβο, ενώ μια αόριστη νεκρική ταγκίλα,σκέπαζε τ οδιάβα της.Έκανα δυό βήματα πέρα,γοητευμένος από μένα,ένιωσα πάλι σαν μικρόςΘεός.
Τραβούσα γεμάτοςσάλια και παρακάλια, να ανάψω κεριά, λαμπάδες ίσα με το μπόϊμου, πάνωστα ψόφια κουφάρια των λατρεμένων φάλσων οραμάτων μου.
Πόσο παράξενο να γιορτάζεις, να γλεντάς, έναν Θάνατο.
Όλες τις ζωγραφιές του κόσμου για μια Φωτογραφία της, όλους τους θρύλους στη φωτιά,για δυό λέξεις, μέσα από τα Δικά της χείλη.
Δεκαπενταύγουστος, η κοίμηση της Θεοτόκου,το Πάσχα του καλοκαιριού κι όμως πάντα στα δύσκολα το νιώθεις, Εκείνη είναι, που δεν φεύγει ποτέ από το πλάϊ σου.
Ο Μυριβήλης μίλησε για την Παναγιά γοργόνα, ενώ ο Καζαντζάκης έγραψε γλυκά παινέματα για τη Θεοτόκο και ο Βάρναλης με τη σειράτου,δεν ξέχασε, έντυσε στα κόκκινα τη χαροκαμένη, Λαοδηγήτρα Μάνα.
Όπωςκι αν μιλήσεις για Κείνη, μπαίνει μπροστά από το χρόνο, και γίνεται κομμάτι της ψυχής του καθενός μας, ξεχωριστή, προσωπική, μα πάντα Ίδια και Απαράλαχτη.
Μαύρη Παναγιά στη Τσεστοχόβα της Πολωνίας, ή στο Μονσεράττης Καταλονίας.Κατάμαυρη, σαν πίσσα, η πάμφτωχη Μοζαμβικάνα.Μεκιμονό, η σχιστομάτα Κινέζα, μα και η πιο πονεμένη των δικών μας ημερών, η Συριάνα Παναγιά στη Σαιντανάγια.
Μάθαμε, σπουδάσαμε πάνω στις Λευκές,γλυκές και αέρινες, εύθραυστες και αμυγδαλομάτες κοπελάρες.
Φορτωμένες Οιδιπόδεια, βγαλμένες από τα μαγικά χέρια του Θεοτοκόπουλου, του Ραφαήλ ή του Λεονάρντο Ντα Βίντσι, που ξεσηκώνουν, αναντρανίζουν τα μάτια μας,βάζουν κανόνεςστο άπειρο.
Αλλες πάλιέξω από νόμους, απρεπής και βλάσφημες.
Παναγιές βρώμικες, ταλαιπωρημένες, τσακισμένες και μισόγυμνες, περισσότερο δικές μας, αληθινές, που ο αλέκιαστος στρουμπουλός κλήρος,φτύνει στο κόρφο του και γυρνά πλάτη, δεν αναγνωρίζει χνάρια σπουδαίων δημιουργών.
Δεν υπάρχει μάθημα για τούτη την επαφή, δεν μπαίνουν κάγκελα σε αυτά που νιώθει η ψυχή, ούτε μοιράζεται σα φέτες μπαγιάτικου ψωμιού, η αιώνια Μάνα.Ή μήπως γίνεται κι αυτό;
Ένα σωρό θαύματα,μοιάζουν με παραμύθια βολεμένων, κι όμως, πόσες ατέλειωτες,μικρές, καθημερινέςστιγμές, γίνονται αφορμή να Τη παρακαλάμε:Βάσταξε με Μάνα, σφίξε γερά το χέρι.
Όπωςκι αν βλέπειςτονκόσμο, ό,τι επιθυμίες και πάθη να φοράς σα ματογυάλια, θα βρειςτο σπίτιΤης, πουμοιάζει ταπεινό, όμωςτόσομεγάλο και ευρύχωρο,στοιβάζειτηπιομεγάλη και αταίριαστη παρέα,μέσαστα σωθικάτου.
Με κάθε λογής ικέτες, να μην χάνουν ευκαιρία, να θωρούν σε κάθε σκοτεινή γωνιά,σκιές από ψηλόλιγνα φαντάσματα, η γιορτή
Της Αιώνιας Μάνας, κατακαλόκαιρο, είναι η πιο γλυκιά και δροσερή, παντοτινή ελπίδα.