Είναι ο φωτογράφος ή μήπως το φωτογραφικό ενσταντανέ, η στιγμή, που καλεί και φωνάζει, μέχρι να βρεθεί ο υποψιασμένος, ο θαρραλέος, που με ένα κλικ θα το φυλακίσει; Δύσκολο και μάλλον αναπάντητο, το ερώτημα του φίλου, καλλιτέχνη Μάνου Αναστασιάδη.
Αφορμή η φωτογραφική του δουλειά, από την γενέτειρα του, την Όλυμπο της Καρπάθου. Ο Μάνος ολοκληρώνοντας τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, το 1972 και μέχρι σήμερα, αποτυπώνει εικόνες από τον τόπο του, προκαλώντας το βλέμμα αλλά κυρίως τα εσωτερικά, κρυφά ματάκια των νευρώνων μας.
Δεν υπογράφει τις φωτογραφίες του, αφού είναι εκείνες που τον καλούν και όχι το αντίστροφο, όμως το σημαντικότερο, είναι η προσπάθεια του δημιουργού να αποφύγει τα στερεότυπα, αυτά που δίνει, τόσο η γνώση, όσο και η εμπειρία, ενός χωροχρόνου, που το μυαλό θεωρεί πάγιο και προσωπικό δεδομένο.
Στο φωτογραφικό λεύκωμα του, ένας μυημένος στα μυστικά της στατικής εικόνας, τα χάνει, μα δεν πρόκειται για παγωμένες εικόνες. Χρόνια παλεύουν στα εργαστήρια, για να παράξουν ολογραφίες, τρισδιάστατες φωτογραφίες, που να μοιάζουν πιστά στα πρωτότυπα, ο Μάνος Αναστασιάδης δείχνει να ξεπερνά τα επιστημονικά στερεότυπα, να απαγγιστρώνει την φωτογραφία, από την λέξη στατικό ή ακίνητο, να δίνει στις φόρμες, σχέσεις και επαφές, μέσα από διαρκείς, αλλά διαφορετικές κάθε φορά, κινήσεις.
Μελετά τα θέματα μέσα από βίωμα και προσωπική έκθεση, πιστεύει στην πρωτογενή έρευνα, αγγίζει, πιάνει τον εσωτερικό τους ρυθμό, χασομερά, δίνοντας χρόνο, προσφέρει ακόμα και τον ίδιο, τον εαυτό του, στον αυθεντικό συνάνθρωπο.
Το οξύμμορο στο χαρακτήρα του δημιουργού είναι η έλλειψη στατικής μανιέρας, η μέθοδος διαμορφώνεται και αλλάζει, ο ίδιος περπατά και χαράσσει δρόμους, ανάλογα με το κάλεσμα του κλειστού ή ανοιχτού χωροχρόνου, με μόνη σταθερά το μάτι στο εικονοσκόπιο.
Με σπουδές στα παιδαγωγικά, μεταπτυχιακή και πολύχρονη διδακτορική διατριβή στη κάθε είδους εικονογράφηση βιβλίων, είναι ένας χείμαρρος γνώσεων και μεστής, γόνιμης επεξεργασμένης πληροφορίας, σε παρασύρει σε περίεργους, δύσβατους ατραπούς και σε κάνει να αμφιβάλλεις για την “αντικειμενική” αλήθεια.
Δεν είναι ο ήσυχος, χαλαρός εικονοπλάστης, ήρθε για να ταράξει νερά και συνήθειες, θέλει να προκαλέσει, να ανατρέψει, να γκρεμίσει τον στερεότυπο, ανέξοδο και αδιάφορο λόγο, την παγωμένη, άνευρη και πεθαμένη, πολύ πριν τη λήψη, εικόνα που έγινε λαμπερή και κορεσμένη χρώματα φωτογραφία.
Επαναλαμβάνει ο Μάνος Αναστασιάδης, για τους ανθρώπους και ιδιαίτερα τους επιστήμονες,
-“το τραγικό είναι πως αρκετές φορές αυτά που σκέφτονται, αυτά που υποθέτουν οι άνθρωποι, στο τέλος επιβεβαιώνονται, πέφτουν στη παγίδα, ιδεών και απόψεων, από λανθασμένες επιλογές ή προσωπικά στερεότυπα”.
Αν κάτι προσπαθεί να αποφύγει είναι ο εγκλωβισμός και η στασιμότητα από ατέλειωτα πρότυπα και παστωμένους σαν σαρδέλλες, κανόνες, κάτι που όπως λέει κοφτερά,
-“φαίνεται ειδικότερα στους μέτριους και τους ατάλαντους, που από τέτοιους βρίθουμε σαν κοινωνία”.
Τα φωτογραφικά στιγμιότυπα του δημιουργού, Μάνου Αναστασιάδη θα εκτιμηθούν καλύτερα από τις επόμενες γενιές, οι εικόνες του εξελίσσονται στο χρόνο και θα παραδώσουν στα πεινασμένα, τσιμπλιάρικα μάτια της εξέλιξης, ουσιαστικές αξίες, από μια ανταλλακτική, ολοκληρωμένη κοινωνία, αυτή της Ολύμπου, που σβήνει αργά και σταθερά, πνίγεται από τον κυκλώνα της παγκοσμιοποίησης.
Διαφορετικός από τους πο γνωστούς φωτογράφους που κατέγραψαν ουσιαστικά τη βόρεια Κάρπαθο, τον Κωσταντίνο Μάνο, τον Γιόζεφ Κουντέλκα και τον Νίκο Οικονομόπουλο, καταφέρνει να προβάλει την εικόνα του νησιού, να αποδώσει με καθαρότητα, την ουσία της παράδοσης και τους γνήσιους, αυθεντικούς Καρπάθιους.
Ένα πρωινό του Αυγούστου του 2010, ο Μάνος βρέθηκε στην Αυλώνα της Ολύμπου, πλησίασε έκπληκτος μια Ολυμπίτισσα, που πετούσε πέτρες από το ένα μέρος στο άλλο του χωραφιού της, στην ερώτηση τι κάνει, για ποιόν λόγο, πετά τις πέτρες, πήρε την απάντηση:
- έρχομαι έδω κάθε μέρα, το χωράφι μου μιλεί, όσο το θωρώ, μας ήθρεψε αυτά τα χρόνια, βγάλω αυτές ια, τις πέτρες, από μέσα, πάω κερχομαι, το ξεπλαϊζω, μιλεί μου το χωράφι...
Ο δημιουργός Μάνος, μοιάζει με μαχαίρι, είναι αιχμηρός, χαμογελά, όμως κόβει, σφάζει και πετά, κάθε περιττή και ανούσια ακολουθία, από αυτές που καθημερινά φορτώνουν μάτια και ψυχή,
αφήνει τον Καρπάθιο μπονέντη να δαγκώνει τα κόκκαλα μας και την υγρασία να γερνά πρόωρα, τον ανυποψίαστο, τακτοποιημένο μικροαστό.
Χρόνια τώρα το φωτογραφικό κατεστημένο παλεύει, να κάνει καθαρότερο, πιο παγωμένο και λαμπερό, το νεκρό αποτέλεσμα, προσπαθούν να δώσουν ταυτότητα στον άγνωστο φωτογράφο,
να κάνουν ακόμα πιο προσωπική την καταγραφή,
να μοσχοπουλήσουν προϊόντα, με αντάλλαγμα την μνήμη.
Στον αντίποδα είναι έρχεται η πρόταση, του καλλιτέχνη Μάνου Αναστασιάδη, που ακούει, αφουγκράζεται τη φωνή, από το μοιραίο ενσταντανέ που εξελίσσεται στον χρόνο.
Αν είναι έτσι, τότε το κλεισμένο σε φωτογραφία παρελθόν, δεν είναι ένα νεκρό, αντίθετα αναπνέει και κάθε φορά αποκαλύπτει διαφορετικά μυστικά, με αυστηρό οδηγό, τον δικό μας, προσωπικό δόκιμο χρόνο, την ωριμότητα μας. ΠΗΓΗ: vERENA