ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΑ ΥΔΡΟΓΟΝΑΝΘΡΑΚΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Στην Ελλάδα της κρίσης το κυριότερο που χάθηκε είναι η ορθή σκέψη, η ορθή κρίση. Όπως σε κάθε θέμα, έτσι και στο ζήτημα της αξιοποίησης των πιθανών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων επικρατεί στην κοινή γνώμη μία τεράστια σύγχυση με εκ διαμέτρου αντίθετες απόψεις, υπεραισιόδοξες έως απαισιόδοξες, με κύρια και απαραίτητα συστατικά και εμπλεκόμενο τον ξένο παράγοντα αφενός και αφετέρου την δική μας ανικανότητα. Γνώμες πολλές φορές «ειδικών», όπως «Τα πετρέλαια της Ρουμανίας περνούν ως υπόγεια ποτάμια κάτω από την Ελλάδα και καταλήγουν στη Λιβύη» ή ότι «Η Τουρκία εκμεταλλεύεται κρυφά τα κοιτάσματα κάτω από το Αιγαίο», είναι τμήμα του παραλογισμού που βρίσκουμε σήμερα στην Ελλάδα της σύγχυσης αλλά και της απόλυτης έλλειψης ορθής ενημέρωσης. Ποια, όμως, είναι η αλήθεια και ποια η πραγματικότητα?
Το πρώτο ερώτημα είναι εάν υπάρχουν κοιτάσματα υδρογονανθράκων στον Ελληνικό χώρο. Η απάντησης είναι κατηγορηματικά ναι. Υπάρχουν κοιτάσματα σε περιορισμένες διαστάσεις που όμως σε καμία περίπτωση δεν αντιστοιχούν στα κοιτάσματα των αραβικών χωρών ή της Βόρειας Θάλασσας.
Το δεύτερο ερώτημα είναι το πού υπάρχουν. Ο Ελληνικός χώρος είναι γεωδυναμικά ένας από τους πιο πολύπλοκους και πιο ενεργούς χώρους σε όλο τον κόσμο. Με βάση τη συνεκτίμηση ενός μεγάλου αριθμού δεδομένων, κοιτάσματα μπορεί να υπάρχουν: (i) στο βορειότερο σημείο του Αιγαίου (π.χ. Πρίνος, Επανομή), (ii) στην Μεσοελληνική Μολασσική Αύλακα, από τα Γρεβενά ως την Κοζάνη, με εξαίρεση όμως μικρές λεκάνες, κατά πάσα πιθανότητα μη εκμεταλλεύσιμες, (iii) στη Δυτική Ελλάδα, από τα Αλβανικά σύνορα ως την Πελοπόννησο, στον χερσαίο και υποθαλάσσιο χώρο, (iv) στο υποθαλάσσιο πλατώ της Αδριατικής και (v) νοτιοανατολικά, νότια και νοτιοδυτικά της Κρήτης, στην υποθαλάσσια περιοχή της Μεσογείου.
Το τρίτο ερώτημα είναι το πόσο πετρέλαιο υπάρχει. Η απάντηση για τις δύο πρώτες περιοχές είναι μάλλον δυσάρεστη, δεδομένου ότι οι ιζηματογενείς λεκάνες έχουν εξαιρετικά περιορισμένες διαστάσεις και η εκμετάλλευσή τους είναι αμφίβολη (π.χ. Επανομή), με εξαίρεση ίσως κάποιες περιοχές κοντά στον Πρίνο. Στην περιοχή της Δυτικής Ελλάδας, με βάση τα μέχρι τούδε δεδομένα, γεωδυναμικά και γεωφυσικά, τα κοιτάσματα έχουν μικρές σχετικά διαστάσεις και υπό όρους μπορεί να είναι εκμεταλλεύσιμα, δίδοντας μία περιορισμένη παραγωγή μερικών χρόνων. Στην περιοχή του πλατώ της Αδριατικής υπάρχουν πιθανότητες ύπαρξης κοιτασμάτων αλλά η περιοχή (ΑΟΖ) που ανήκει στην Ελλάδα είναι σχετικά μικρή. Ενθαρρυντικό είναι ότι βορειότερα στην ίδια γεωτεκτονική ζώνη αλλά σε πολύ μεγαλύτερη έκταση γίνεται περιορισμένη εκμετάλλευση υδρογονανθράκων. Τέλος, στην εκτεταμένη περιοχή στην Μεσόγειο νότια της Κρήτης και εντός της ΑΟΖ, θεωρητικά και μόνο είναι μια πετρελαιοπιθανή περιοχή, αλλά οι πιθανότητες έως τώρα εκτιμώνται σε ένα ποσοστό της τάξεως έως 10%. Στην ίδια περιοχή υπάρχουν τεράστια τεχνικά προβλήματα άντλησης των υδρογονανθράκων – εφόσον βρεθούν – και απαιτούνται τεράστιες επενδύσεις.
Το τέταρτο ερώτημα είναι αν η άντληση επηρεάζει το σεισμοτεκτονικό καθεστώς του χώρου, με συνέπειες στην έκλυσης σεισμικής ενέργειας. Η απάντηση είναι πως όχι. Οι γεωδυναμικές διεργασίες απαιτούν τεράστιες ενδογενείς «οχλήσεις» προκειμένου να ενεργοποιηθούν και να δώσουν κάποιους «αξιόλογους» σεισμούς. Μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις έχει παρατηρηθεί κάποια ελάχιστη επαγόμενη σεισμικότητα χωρίς κάποιες επιπτώσεις.
Το πέμπτο ερώτημα είναι αν υπάρχουν υδρογονάνθρακες σε πόσο χρονικό διάστημα μπορεί να γίνει η εκμετάλλευση. Η απάντηση είναι ότι η πορεία είναι δύσκολη και μακριά. Εφόσον ευοδωθούν οι έρευνες, εφόσον ξεπεραστούν οι τεχνικές δυσκολίες, εφόσον βρεθούν αξιόπιστοι επενδυτές, υπολογίζεται ότι η εκμετάλλευση μπορεί να αρχίσει το νωρίτερο σε δέκα έτη.
Τέλος, το έκτο ερώτημα είναι ποιο θα είναι το όφελος στο «δημόσιο ταμείο» από την όλη διαδικασία. Δυστυχώς, και αυτό βέβαια δεν αποτελεί Ελληνική ανικανότητα αλλά διεθνή πρακτική, οι τεράστιες επενδύσεις αλλά και η επικινδυνότητά των τους δεν αφήνουν περιθώρια για να εισρεύσουν στα δημόσια ταμεία ποσά πάνω από 10 έως 15% επί της αξίας του προϊόντος.
Εν κατακλείδι, η Ελλάδα της κρίσης μπορεί να έχει κάποιο όφελος από τα πιθανά κοιτάσματα υδρογονανθράκων, βελτιώνοντας ταυτόχρονα και τη γεωπολιτική της θέση, αλλά σε καμία περίπτωση αυτά δεν αποτελούν σωσίβιο για άμεση ανάκαμψη και διάσωση.
Δρ. Ευθύμης Λέκκας Καθηγητής Δυναμικής Τεκτονικής Εφαρμοσμένης Γεωλογίας & Διαχείρισης Φυσικών Καταστροφών Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Πρόεδρος Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρίας Αντιπρόεδρος Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού & Προστασίας