Η πρόσφατη τραγωδία στη Χριστουγεννιάτικη αγορά του Μαγδεμβούργου στη Γερμανία, όπου ένας γιατρός από τη Σαουδική Αραβία οδήγησε στο θάνατο και σοβαρό τραυματισμό δεκάδες ανθρώπους με το αυτοκίνητό του σε αποστολή αυτοκτονίας, αποτελεί μια ζοφερή υπενθύμιση της καταστροφικής δύναμης του φανατισμού.
Το μίσος που γεννά ο φανατισμός τροφοδοτείται από μια στρεβλή ιδεολογία που εκμηδενίζει την ανθρώπινη ζωή, μετατρέποντας τα ίδια τα φανατισμένα άτομα σε εργαλεία θανάτου. Η ανταμοιβή τους, σύμφωνα με τις στρεβλές πεποιθήσεις που τους κατευθύνουν, υποτίθεται ότι θα είναι στην άλλη ζωή, γεμάτη υλικές απολαύσεις και πνευματικά δώρα, που παρουσιάζονται ως "θεϊκές ανταμοιβές".
Αυτού του είδους οι ιδεολογίες, όμως, είναι κατασκευασμένες. Δεν πηγάζουν από την ουσία της θρησκείας, αλλά από την παραμόρφωση και την εργαλειοποίηση των θρησκευτικών κειμένων για την προώθηση βίαιων σκοπών. Ο φανατισμός καλλιεργείται σε περιβάλλοντα φτώχειας, αδικίας και απελπισίας, όπου η ριζοσπαστικοποίηση εμφανίζεται ως η μόνη "λύση" στα αδιέξοδα που αντιμετωπίζουν άνθρωποι χωρίς προοπτική.
Η Ευρώπη, εδώ και δεκαετίες, αποτέλεσε έναν προορισμό για εκατομμύρια ανθρώπους που αναζητούσαν μια νέα αρχή. Όμως, η ανεκτικότητα χωρίς όρια συχνά συνοδεύεται από σοβαρές συνέπειες. Η έλλειψη αποτελεσματικών ελέγχων επιτρέπει σε άτομα με ακραίες πεποιθήσεις να εισχωρούν σε κοινωνίες που αδυνατούν να διαχειριστούν τις πολιτισμικές και ιδεολογικές προκλήσεις.
Τα γεγονότα του Μαγδεμβούργου αποτελούν ένα παράδειγμα αυτής της αποτυχίας. Ένας άνθρωπος με επιστημονικό υπόβαθρο, όπως ο συγκεκριμένος γιατρός, θα μπορούσε να συμβάλλει θετικά στην κοινωνία. Αντίθετα, όμως, κατέληξε να γίνει φονιάς, θύμα του ίδιου του μίσους που τροφοδοτούσε η ιδεολογία που υιοθέτησε.
Η τραγωδία αυτή πρέπει να αποτελέσει αφορμή για προβληματισμό και αναθεώρηση των πολιτικών που ακολουθούνται. Η Ευρώπη οφείλει να δράσει αποφασιστικά για να προστατεύσει τις κοινωνίες της, χωρίς όμως να εγκαταλείψει τις ανθρωπιστικές της αξίες, καθώς οι αξίες της είναι αυτές που την καθιστούν ως ένα μέρος ζυμώσεων και καλλιέργειας μιας κουλτούρας σεβασμού της διαφορετικότητας.
Είναι απαραίτητο να θεσπιστούν αυστηρότερα μέτρα ελέγχου για όσους εισέρχονται στην Ευρώπη, όχι με στόχο το κλείσιμο των συνόρων, αλλά την υιοθέτηση πιο αποτελεσματικών μηχανισμών αξιολόγησης που θα διασφαλίζουν την ασφάλεια των πολιτών. Παράλληλα, πρέπει να δοθεί έμφαση στον εντοπισμό ατόμων που δείχνουν σημάδια ριζοσπαστικοποίησης πριν φτάσουν στο σημείο να αποτελέσουν απειλή, ενώ για όσους έχουν ήδη εκφράσει ακραίες πεποιθήσεις είναι σημαντική η ένταξή τους σε προγράμματα επανένταξης, εφόσον αυτό είναι εφικτό. Τέλος, η πρόληψη είναι πιο αποτελεσματική από την καταστολή, και μέσα από την εκπαίδευση μπορούν να καταπολεμηθούν οι προκαταλήψεις, προωθώντας την ειρηνική συνύπαρξη και ενισχύοντας τις κοινωνικές δομές με τρόπο που αποτρέπει την περιθωριοποίηση.
Το ερώτημα που τίθεται είναι πώς η Ευρώπη μπορεί να παραμείνει πιστή στις αξίες της, όπως η ανεκτικότητα, η ελευθερία και ο σεβασμός στη διαφορετικότητα, ενώ παράλληλα προστατεύει τους πολίτες της από τις απειλές του φανατισμού.
Η απάντηση δεν βρίσκεται στη ρητορική του μίσους ή στην απομόνωση. Αντίθετα, απαιτείται μια στρατηγική που συνδυάζει την αυστηρότητα με την κατανόηση, την πρόληψη με την ενσωμάτωση, και την αποφασιστικότητα με την ανθρωπιά. Η Ευρώπη δεν πρέπει να γίνει φρούριο, αλλά ούτε και να επιτρέψει την αδιαφορία να γίνει η αχίλλειος πτέρνα της.
Το τίμημα του φανατισμού είναι βαρύ, αλλά η λύση όσο δύσκολη κι αν φαίνεται εκ πρώτης, είναι εφικτή. Στα δύσκολα δεν υπάρχουν απλές λύσεις. Χρειάζεται πολύπλευρη εξέταση του ζητήματος, ενιαία πολιτική σε όλη την επικράτεια, ενότητα, θέληση και πάνω απ’ όλα όραμα για μια κοινωνία όπου οι αξίες της ζωής και της ειρήνης υπερισχύουν της μισαλλοδοξίας και της βίας.