Η ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΛΕΜΟΝΗΤΙΣ-ΣΑ ΤΗΣ ΣΥΜΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΚΤΗΤΟΡΕΣ ΤΗΣ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΚΟΛΟ ΦΑΡΜΑΚΙΔΗ
Ενόψει του Αγίου Πάσχα, που ελπίζουμε ότι πολλοί συμπολίτες μας θα βρεθούν στη Σύμη για να το γιορτάσουν, σας προσκαλούμε σε ένα από τους ομορφότερους ναούς του νησιού. Δεσπόζει του λιμανιού της Σύμης, του ωραιότερου λιμανιού της Μεσογείου, όπως το ψήφισαν χιλιάδες επισκέπτες. Ο κάθε ναός έχει την ιστορία του και εγώ θα σας διηγηθώ αυτή της Λεμονήτισ-σας.
Ο πρωτοπρεσβύτερος Σωτήριος Αλ. Καρανικόλας, περιγράφει την εκκλησία των ΕΙΣΟΔΙΩΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ, (Παναγιά Λεμονήτισ-σα) και σκιαγραφεί τη ιστορία της, καθώς και εκείνη των κτητόρων της. «Ο ιερός αυτός ναός, εις τον οποίον ο γράφων χρημάτισε τακτικός εφημέριος επί συνεχή τριετία και στον οποίον τιμήθηκε με την εντολή του ξομολόγου, κείται στην βόρεια πλευρά του Κάστρου, ακροπόλεως της Σύμης, και στις θέσεις Λελ-λενικός (Ελληνικός) και Εκεί πίσω. Αρχικά ήταν μακρόστενο αλλ' αρκετά μεγάλο ξωκκλήσι με μικρό κελί, στο οποίο στεγάζονταν κατά καιρούς διάφοροι πτωχοί γέροντες. Το κελί αυτό χρημάτισε, όπως διηγείται η ζώσα παράδοσις, και ως κατοικία κάποιου διελθόντα από τη Σύμη Αγιορείτη μοναχού, ο οποίος ονομάζονταν Χριστόφορος και γνώριζε την ιατρική. Παραπλεύρως του ξωκλησιού υπήρχε ένα αρκετά μεγάλο πιρνάρι, το οποίο, όπως θα θυμούνται πολλοί συνομήλικοι μας, ξεριζώθηκε, πριν να οικοδομηθεί επί των θεμελίων του εξωκλησιού ο σημερινός ναός, από μεγάλην καταιγίδα και βροχο - ανεμοθύελλα που ανέκυψε. Ο νέος ναός οικοδομήθηκε από τα θεμέλια του πριν από ογδόντα χρόνια περίπου (σ.σ. 1880) από τον μακαρίτη συμπολίτη μας Κωνσταντίνο Φαρμακίδη (το Κωστή του Βαρελ-λετζή) και της συζύγου του Άννας, στην μνήμη της αποθανούσης άγαμης μοναχοκόρης των Μαριγακιού, διαθέτοντας τα αναγκαία χρήματα από τη μεγάλη της προίκα, την οποία προόριζαν γι' αυτήν την θυγατέρα τους.
Υπήρξε δε, ο ανακαινιστής Κωνσταντίνος Φαρμακίδης ο πλουσιότερος και πλέον ικανός από τους συμπολίτες μας εμπόρους, τους χρηματοδοτούντες πλοιάρχους που ασχολούνταν με την αλιεία των σπόγγων. Ειδικότερα δε αυτός, παρά τη περιορισμένη μόρφωσή του, κατώρθωσε να δημιουργήσει με την δραστηριότητα του και τις άλλες ικανότητές του κολοσσιαία περιουσία. Σχετικά με αυτή θρυλείται, ότι τα εικοσόφραγκα, τις λίρες Αγγλίας, Τουρκίας και τα μετζίτια τα είχε αποθηκευμένα σε γκαζοτενεκέδες.
Μετά τον θάνατόν των ανακαινιστών του ναού, περιήλθε στην κυριότητα των υιών Φαρμακίδων, οι οποίοι εξακολουθούσαν να τον συντηρούν ως ιδιόκτητο. Κατά το 1917 παραχωρήθηκε από αυτούς στο Κοινό της νήσου μας και αναγνωρίστηκε από την εκκλησιαστική αρχή ως ενοριακός με πρώτον εφημέριο τον γράφοντα αυτές τις γραμμές και με ενορίτες τους κατοικούντες στη γύρω περιοχή.
Πριν κάποια χρόνια ορισμένοι ενορίτες, συνέδεσαν με σχοινί το κωδωνοστάσιο του ναού με τον απέναντι λόφο του Μαυροβουνίου. Δια του σχοινιού αυτού πήγαινε και ερχόταν την νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου και συγκεκριμένα την ώρα της Ανάστασης του Κυρίου φωταγωγημένο χάρτινο καραβάκι, το οποίο εκπυρσοκροτούσε και διάγραφε στον αέρα με φωτεινά γράμματα το Χριστός Ανέστη».
Η Άννα Διακίδη – Βενιαμίν Φαρμακίδη, ήταν κόρη του Νικόλα Διακίδη –Βενιαμίν. Ο Νικόλας ήταν ένας από τους προβεβλημένους προύχοντες του νησιού, διετέλεσε πολλές φορές Σύμβουλος του Κοινού και Δημογέροντας. Εκπροσώπησε το Κοινό της Σύμης, σε πολλές περιπτώσεις. Η Άννα ήταν δυναμικός άνθρωπος και διαχειρίζονταν τα οικονομικά της οικογένειας μαζί με τον σύζυγο της. Ο Κώστας Αλ. Φαρμακίδης, αναφέρει ένα δίστιχο που δείχνει την δυναμικότητά της, διότι ως ξεκινητής καγκάβων ήταν πρώτη στο νησί: «Η πιο μεγάλη μάκενα, η Άννα η Φαρμάκενα».
Κωνσταντίνος Βασιλείου Φαρμακίδης–Βαρελετζής, (Κωστή του Βαρελετζή). Το Κωστή γεννήθηκε το 1820, πατέρας του ήταν ο Βασίλειος Κωνστ. Φαρμακίδης και μητέρα του η Μαρία Ιωαν. Βαρελετζή. Είχε δύο αδέλφια τον Φώτη και την Ελεημονήτρια. Παντρεύτηκε την Άννα Νικολάου Διακίδη- Βενιαμίν και απέκτησε 11 παιδιά, εκ των οποίων δύο κόρες που πέθαναν πολύ νωρίς. Η Μαριγώ-Δούκενα, πέθανε το 1879 στα 17 της και προς τιμήν της φτιάχτηκε η εκκλησία της Ελεημονήτριας.
Το Κωστή ήταν ένας διαφορετικός άνθρωπος, εξαιρετικός επαγγελματίας, που η προσφορά του στα κοινά ήταν μοναδική. Ως επαγγελματίας ευδοκίμησε και απέκτησε αμύθητη περιουσία την οποία όμως διέθεσε και για το κοινό καλό του νησιού του. Ο Δημοσθένης Χαβιαράς στο βιβλίο του «Περί σπόγγων και σπογγαλιείας» γράφει: «ο Γεώργιος Έκελ, εις των αδελφών του εν Τεργέστη οίκου των αδελφών Έκελ (fratelli Eckhel), διενεργούντος σπουδαιότατον εμπόριον των σπόγγων, και έχοντος προμηθευτήν εν Σύμη τον Κωνσταντίνον Β. Φαρμακίδην, ήρχετο επι πολλά κατά συνέχειαν έτη και διεχείμαζεν εν Σύμη, εκ τούτου έλαβεν αφορμήν και κατέγινεν επιμελώς, ώστε αφ' ενός μεν κατήρτησεν την σπουδαιοτέραν των μέχρι τότε συλλογών σπόγγων δια την εν Βιένη παγκόσμιον έκθεσιν του 1873, αφ' ετέρου δε συνέγραψεν ειδικήν σύντομον μελέτην περί σπόγγων, ήτις εχρησίμευσεν άμα και ως αξιόλογον επεξηγηματικόν βοήθημα της συλλογής, αφιερωμένη εις τον διευθυντήν της εκθέσεως». Ο Κωνσταντίνος λοιπόν σε συνεργασία με τους αδελφούς Έκελ, κατέκτησαν ένα μεγάλο μέρος της Ευρωπαϊκής αγοράς, η οποία μάλιστα παρέκαμπτε την παραδοσιακή της Βενετίας. Μέσω των Έκελ, σχετίστηκαν και με την Αυτοκρατορική οικογένεια της Αυστρίας, της οποίας ο διάδοχος φιλοξενήθηκε από την οικογένεια μερικά καλοκαίρια. Λέγεται επίσης ότι φιλοξένησαν και την περίφημη Αυτοκράτειρα Σίσι. Για πολλά χρόνια, Δημοτικός Σύμβουλος και Σφραγιδοφύλακας, έφορος της Μονής Πανορμίτη, των σχολείων, πάρεδρος του δικαστηρίου κλπ ασχολείται ακαταπόνητα με τα κοινά μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Κωνσταντίνος δεν είναι ο μοναδικός, αλλά είναι ένα φωτεινό παράδειγμα, όπως ο Ιωαννίδης, ο Κοντογιάννης, ο Κυριάκος Τσαλαχούρης, ο Φακλής, ο Βασ. Βενιαμίν, ο Νικ. Βενιαμίν-Διακίδης, ο Ζάγουρας, κλπ. Όλοι τους έδωσαν, όσο τους αναλογούσε στο Κοινό. Είναι η εποχή που δημιουργούνται όλοι οι θεσμοί που γνωρίζουμε, όπως το Φαρμακείο, ο Δημοτικός ιατρός, τα σχολεία και με αποκορύφωμα το 1871 να αποφασίζουν για την κατασκευή νοσοκομείου κλπ. Για τον Κωνσταντίνο που χάρισε το ποσό των 72.000 γροσιών για την κατασκευή ναυτικού σχολείου, παρόλο που η Δημογεροντία δεν πραγματοποίησε τις δεσμεύσεις της, διαβάζουμε στην απόφαση της, μεταξύ άλλων: «Ουχ ήττον όμως η Κοινότης αναγράφουσα υμάς εν τοις μεγίστοις των αυτής ευεργετών, και ανακηρύττουσα μέγαν αυτής πολίτην, εψηφίσατο όπως το ανεγερθησόμενον σχολείον ονομασθεί φερονύμως φαρμακίδειον μικρά δ' ούτως ανταποδιδούσα αντί της μεγάλης υμών δωρεάς, εύχεται υμίν αμετάπτωτον μεν τον υπέρ των καλών ζήλον, ευδαίμονα δε και μακρόν βίον επ' αγαθώ της φίλης πατρίδος». Εν Σύμη τη 22 Μαρτίου 1882. η Αεί Ευγνωμονούσα Κοινότης.
Όταν ο Γενικός Διοικητής των νήσων του Οθωμανικού Αρχιπελάγους, Αχμέτ Πασάς, το 1869 συνιστά στο Κοινό της Σύμης, να δώσουν σε κάποιον ιδιώτη την νήσο Νήμο, δια να μην καταγραφεί στην ιδιοκτησία του Οθωμανικού Κράτους, το Κοινό αποφασίζει να κάνει εικονικό πωλητήριο προς την Κωνσταντίνο Φαρμακίδη και τον Βασίλειο Βενιαμίν, ως αξιόπιστα άτομα.
Ο Κωνσταντίνος πέθανε το 1887 μετά από ασθένεια, όπως φαίνεται στο έγγραφο που στέλλει προς τον υιό του Νικόλαο, ο πρόεδρος της επιτροπής για τον σχηματισμό εθνικού στόλου της Ελλάδος. Από το ίδιο έγγραφο φαίνεται η μεγάλη δωρεά που έκανε προς το Ελληνικό κράτος, για την οποία αργότερα ο πρωτότοκος υιός του θα πάρει τον Αργυρούν Σταυρόν των Ιπποτών του Βασιλικού Τάγματος του Σωτήρος (1890). Το μνήμα του βρίσκεται δίπλα στο ναό της Λεμονήτισσας και είναι αφιερωμένο στη μνήμη του το εξής επίγραμμα:
Φαρμακίδης πολλά μογήσας Κωνσταντῑνος/ οἳκον μέν θῆκεν ὂλβιον ἠδέ μέγαν
υἷας δ' υἱῶν οἱς τε λῖπε μνήμην ἂληστον /ἡ τε θυγατρί θανών κουριδίη τ' ἀλόχῳ
πάτρῃ δ' ἠδέ φίλοις πολιήταις πολλά γε χραῑσμε/ τοὒνεχ' ὁ πᾱς αἰών οὔνομα οὔποτ' ολεῑ.
Ο Κωνσταντίνος Φαρμακίδης μόχθησε πάρα πολύ/ κι έκαμε οικογένεια ευτυχισμένη και μεγάλη. Πεθαίνοντας άφησε αξέχαστη τη μνήμη του στους γιους των γιων του/ και στη θυγατέρα του και στη νόμιμη σύζυγό του. Και την πατρίδα του και τους αγαπημένους του συμπολίτες ωφέλησε πολύ/ γι' αυτό και όλος ο καιρός δεν θα σβήσει ποτέ το όνομά του.
Από τα παιδιά του, τα 6 πέθαναν νωρίς ή χωρίς να έχουν οικογένεια. Ο Νικόλας, ήταν οικονομολόγος και πρόξενος της Αυστρίας, αφού χάρισε στη πόλη της Τεργέστης ένα πτωχοκομείο. Κυνηγήθηκε από τους Τούρκους λόγω της βοήθειας που προσέφερε στο Ελληνικό κράτος. Το 1892 οι τούρκοι εισέβαλαν στο προξενείο και τον συνέλαβαν φυλακίζοντάς τον. Την επομένη εισέβαλαν και στην εκκλησία των Εισοδείων και όπως γράφουν σε αναφορά τους οι προεστοί: «ο Αρχιγραμματικός, ο Υποδιοικητής και έξι αστυνόμοι εισόρμησαν βιαίως εις το Άγιον Βήμα, ανεκάτωσαν και έρριψαν χαμαί αυθαδώς τα Άγια Σκέυη και άμφια». Το σπίτι του είναι το Μουσείο της Σύμη, που χαρίστηκε από την οικογένεια στο Υπουργείο Πολιτισμού. Ο Βασίλειος ήταν παντρεμένος με την κόρη του Νικήτα Φακλή, ο οποίος ήταν και αυτός Σύμβουλος του Κοινού για αρκετά χρόνια. Ο Ιωάννης παντρεύτηκε την Μαρία Κατσουράκη και ανέπτυξε γεωργικές δραστηριότητες στην περιοχή της Σταδιάς και της Τάτσας. Χρημάτισε και αυτός Σύμβουλος του Κοινού. Ο Φώτιος ήταν νομικός με διδακτορικό δίπλωμα. Παντρεύτηκε την Μάρη Σαλβάκωφ, που ο πατέρας τη ήταν σεφ του Μπάκιγχαμ. Διετέλεσε Δικαστής, Σύμβουλος και Δημογέροντας. Ο Μιχάλης σπούδασε στο Γράτς και στην Τεργέστη οικονομικά. Έμεινε στη Τεργέστη και παντρεύτηκε την Καλλιόπη Μέγαρη από μεγάλη οικογένεια της Πάτρας.