16 χρόνια από το θάνατο του Δημάρχου
Καστελλορίζου Μιχάλη Χονδρού
Ο Μιχάλης Χονδρός, αφιέρωσε όλη του τη ζωή με αγάπη και πάθος για τη μικρή ακριτική του πατρίδα, το Καστελλόριζο. Με ό,τι καταπιάστηκε είχε το άρωμα, τη γεύση και τη μελωδία του Καστελλορίζου. Αγωνιστής Εθνικής Ανστίστασης, εκλεγμένος Δήμαρχος Καστελλορίζου και αρθρογράφος σε Δωδεκανησιακές εφημερίδες.
Αυτές τις ημέρες συμπληρώνονται δεκαέξι χρόνια από τότε που έφυγε από τη ζωή.
Εξαρχής πρέπει να γίνει μια απολογία: πως είναι εντελώς δύσκολο και παρακινδυνευμένο να γράψει κανείς αντικειμενικά για ένα συγγενικό του πρόσωπο.
Όμως δεν μπορεί κανείς να μην μνημονεύσει ένα ευγενικό άνθρωπο, σεμνό που ο μόνος του στόχος ήταν να δει να προοδεύει ο τόπος και να προκόψει το πολύπαθο και ακριτικό νησί.
Γεννημένος στο Καστελλόριζο το 1920, κατά τη Γαλλική Κατοχή, με πατέρα ναυτικό, άλλοτε πλοιοκτήτη, τον Κυριάκο και μητέρα την Κωνσταντινιά δασκάλα σπουδασμένη στην Αίγυπτο, είχε δυο αδέρφια τη Μαριγώ που μετανάστευσε στην Αυστραλία και το Βασίλη που παρέμεινε στο νησί.
Από μικρή ηλικία αγαπούσε τη δημιουργία και την πρόοδο. Συγχρόνως αντιδρούσε στην κατοχή των Ιταλών, οι οποίοι αγόρασαν (!) τον ιερό αυτόν βράχο, από τους Γάλλους το 1921.
Το 1938, πήγε στον Πειραιά για να σπουδάσει μαζί με τον εξάδελφό του Βλάση Ζαναίλη. Στο σπίτι όπου διέμεναν φυγάδευσαν αξιωματικούς προσκείμενους στον Ελευθέριο Βενιζέλο. Από θαύμα γλύτωσαν ξυλοδαρμό και φυλακή.
Επιστρέφοντας στο Καστελλόριζο το 1940, η Κατοχή των Ιταλών έγινε πιο σκληρή. Στο μεταξύ ο Ελληνικός Στρατός αρχίζει να γράφει σελίδες δόξας στο Μέτωπο. Ο Μιχάλης Χονδρός μαζί με άλλους συνομηλίκους του εκδηλώνουν τη χαρά τους για τις νίκες σε κεντρικό σημείο του νησιού. Σχεδιάζουν να διαφύγουν και να ενταχθούν στον Ελληνικό Στρατό. Κάποιοι πρόδωσαν τις συνομιλίες τους και συνελήφθησαν αμέσως και υπέστησαν βασανισμούς.
Αρχές του 1941, οι Βρετανοί κομάντος αποβιβάστηκαν νύχτα στο Καστελλόριζο, έδωσαν μάχη και απελευθέρωσαν το νησί. Επειδή η επιχείρησή τους δεν ήταν καλά σχεδιασμένη, απέτυχαν με αποτέλεσμα να το εγκαταλείψουν. Οι Ιταλοί από τη Ρόδο, κάνουν ανακατάληψη του νησιού και με τη βοήθεια ορισμένων ντόπιων προδοτών, τον συλλαμβάνουν μαζί με άλλους αντιστασιακούς.
Τους μεταφέρουν στις φυλακές της Ρόδου, στις φυλακές της Κω και ξανά στη Ρόδο, όπου έγινε το Στρατοδικείο. Φυλακίζεται στις φοβερές φυλακές της Τοσκάνης (Σαν Τζιμινιάνο). Σε κάθε φυλακή κακοποιήθηκε, ξυλοκοπήθηκε και βασανίστηκε. Ο αριθμός του πολιτικού κατάδικου ήταν 4587.
Μετά από χρόνια, μια νύχτα Έλληνες και Ιταλοί παρτιζάνοι, κατάφεραν να ανοίξουν τα κελιά της φυλακής και να απελευθερώσουν τους φυλακισμένους, για να τους εντάξουν στη δύναμη τους, εναντίον των Ναζί Γερμανών πολεμώντας στα Απέννινα Όρη. Εκεί πολέμησε τους Γερμανούς. Κατατάχθηκε στην 3η Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία. Τραυματίστηκε ελαφρά.
Μετά τη λήξη του πολέμου επιστρέφει στον Πειραιά και στην Αθήνα, χωρίς να έχει κάποιο έγγραφο που να πιστοποιεί ποιος είναι. Τελικά κατατάχθηκε στον Ελληνικό Στρατό, και υπηρέτησε σε Στρατόπεδο του Βόλου.
Επιστρέφει στο Καστελλόριζο, όπως και οι γονείς του από τη Γάζα της Παλαιστίνης όπου διέμεναν ως πρόσφυγες σε σκηνές.
Αντικρίζει ένα νησί εντελώς κατεστραμμένο, από τον βομβαρδισμό των Γερμανών.
Αναλαμβάνει εργασία στο Δήμο Καστελλορίζου, ως γεν. γραμματέας, ληξίαρχος και ταμίας, κοντά στους Δημάρχους Ευάγγελο Μαύρο και Ευάγγελο Κονδυλιό.
Σ’ ένα κατεστραμμένο τόπο η «διακυβέρνηση» του νησιού έθετε διάφορες και διαφορετικές προκλήσεις και απαιτήσεις σε σύγκριση με άλλους νησιωτικούς δήμους ή ακόμα με δήμους της ηπειρωτικής χώρας. Μαζί με τον εκάστοτε δήμαρχο, αγωνίστηκε για να τους προσέξει η Πολιτεία και να χαραχτεί μια ολοκληρωμένη στρατηγική. Μάταια.
Το 1987 – 1990 ως εκλεγμένος Δήμαρχος αντιμετώπισε πολλές προκλήσεις και πολλά προβλήματα. Τότε χρειαζόταν μια νέα αντίληψη και πρακτική που θα ερχόταν με κεντρικούς φορείς και επιτελικές υπηρεσίες.
Το Καστελλόριζο, ενώ θα έπρεπε να είχε αυτόνομη λειτουργική οντότητα δεν είχε ούτε διοικητική, ούτε οικονομική δυνατότητα για να επιτύχει μια σειρά έργων του προγράμματός του χάραξε.
Από την Απελευθέρωση της Δωδεκανήσου μέχρι το 1976 δημοσιογραφούσε σε καθημερινές εφημερίδες Αθήνας και Ρόδου, όπου πρόβαλλε τα προβλήματα του νησιού ενώ ταυτόχρονα πρότεινε και λύσεις.
Έγραψε ένα βιβλίο το 1957 με τίτλο «Για να γνωρίσουμε το θρυλικό Καστελλόριζο» με δικές του δαπάνες.
Ίδρυσε τον Αθλητικό και ναυτικό Όμιλο Μεγίστης, με τμήματα κλασικού αθλητισμού, ποδοσφαίρου, κολύμβησης, κωπηλασίας, ιστιοπλοΐας, θεατρικό όμιλο και δανειστική βιβλιοθήκη.
Εργάσθηκε εκ μέρους του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Ερεύνησε και κατέγραψε ιστορικά και λαογραφικά κεφάλαια του ακριτικού νησιού.
Προέβλεψε πως το Καστελλόριζο θα έχει τουριστική ανάπτυξη, αλλά χρειάζονται συγκεκριμένα έργα υποδομής.
Άφησε την τελευταία του πνοή στη Ρόδο ( 04/01/2009).
Τιμήθηκε για τη προσφορά του στο Καστελλόριζο και τη εθνική του δράση από το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης, και της Αλεξάνδρειας, από την Ακαδημία Αθηνών, από τον Ελληνικό Ερυθρό Σταυρό, από την 3η Ελληνική Ταξιαρχία Ρίμινι και από διάφορους άλλους φορείς.
Ο Μιχάλης Κυρ. Χονδρός
(1920 – 2009)
Κυριάκος Μ. Χονδρός, Ναβαρίου 25, Ρόδος, τηλ. 6982472113 – e-mail: chondros.kyr@gmail.com