ΦΩΤΟ: Η Σύμη κατά την Ελληνική Επανάσταση - Του Νικολού Φαρμακίδη

Η ΣΥΜΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ Του Νικολού Φαρμακίδη Εισαγωγή. Η Σύμη είναι ένας ιδιαίτερος τόπος από ιστορική άποψη. Τη πεποίθηση μου αυτή, δεν την καθορίζουν συναισθηματικοί λόγοι, αλλά αντικειμενικοί. Όσο διερευνώ την ιστορία της, τόσο η πεποίθηση μου αυξάνεται. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι η Σύμη δεν ήταν ποτέ μια «πόλις», με την έννοια του όρου, αλλά μέρος ενός ευρύτερου χώρου, πλήρως εξαρτημένη από αυτόν για χιλιετίες. Κάποια στιγμή όμως ο χώρος αυτός έπεσε σε παρακμή λόγω του ότι υποτάχθηκε σε κατακτητές, ενώ η Σύμη, μαζί με ένα κομμάτι της Μικράς Ασίας, συνέχιζε να ζει απρόσκοπτα, με το πατροπαράδοτο τους τρόπο. Τη ευρύτερη αυτή περιοχή, την γνωρίζουμε στη ιστορία ως Δωρική Εξάπολις και ως Δάμος των Ροδίων, με τη Κνίδο να παίζει ρόλο δίπολου, έστω και αν ο δεύτερος πόλος δεν είναι τόσο ισχυρός. Όμως η Σύμη, η περιοχή της Κνίδου (Σταδιά) και η περιοχή των Λωρύμων (το Πέρα ή Τραχεία Χερσόνησος ή Καράμακα) συνεχίζουν να ζουν όπως παλιά, μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Δεν θα μπω στις λεπτομέρειες της ιστορίας της Σύμης, αφού ο στόχος του κειμένου αυτού είναι μια συγκεκριμένη δεκαπενταετία, ένα μικρό κομμάτι μιας ιστορίας, που κρατάει πολλές χιλιάδες χρόνια. Όμως πρέπει να δώσω στον αναγνώστη να καταλάβει, πως ζούσε η Σύμη μέχρι εκείνη τη χρονιά του 1821.

Η Σύμη μέχρι το 1821. Η Σύμη ήταν ανέκαθεν ένας συνοικισμός της Ρόδου, παίζοντας πολλαπλούς ρόλους στην οικονομία και την άμυνά της. Αυτό το ρόλο, της τον αναγνώριζαν και όλοι οι κατά καιρούς επίδοξοι κατακτητές της Ρόδου και γι’ αυτό προσπαθούσαν να δημιουργήσουν με τη Σύμη μια ιδιαίτερη σχέση, πριν επιτεθούν στη Ρόδο. Θα ξεκινήσουμε με λίγα λόγια από τους Ιππότες, παρόλο που θα μπορούσαμε να μιλήσουμε και για τη Βυζαντινή περίοδο, που οι σχέσεις όμως ήταν διαφορετικές. Οι Ιππότες, όταν ήρθαν στη Ρόδο βρήκαν ένα ναυτικό υψηλής τεχνολογίας, και μοναδικό στη Μεσόγειο. Αυτή που από τον όγδοο τουλάχιστο αιώνα, ονομάζονταν «Συμιακιά Σκάφη», ήταν ένα πλοίο φτιαγμένο για πόλεμο και για να διασχίζει ταχύτατα τη Μεσόγειο, (οι Οθωμανοί χρονογράφοι του 1522 το χαρακτηρίζουν «ιπτάμενο πλοίο»). Οι κύριοι χρήστες του, οι Συμιακοί, το χρησιμοποιούσαν σαν μέσο διαπραγμάτευσης. Τα πλοία αυτά, για τους Βυζαντινούς, τους Άραβες από τον 8ο αιώνα και για τους Ιππότες μετά, ήταν υψίστης σημασίας, αφού οι δύο τελευταίοι δεν γνώριζαν καθόλου τη θάλασσα, ενώ η θάλασσα γι’ αυτούς ήταν ζωτικός χώρος. Έτσι λοιπόν οι Συμιακοί, συνάπτουν συνθήκες με όλους όσους ήρθαν μετά τους Βυζαντινούς, όπως και με τους Ιππότες. Σε όλους αυτούς, πληρώνουν ένα ετήσιο φόρο, με αντάλλαγμα την ανεξαρτησία τους και την «προστασία» τους. Οι Ιππότες, με τα χρήματα αυτά συντηρούσαν τους ναούς τους στη Ρόδο. Ήταν ένας φόρος υποταγής, χωρίς όμως να διοικούνται από αυτούς. Το νησί ήταν τελείως ανεξάρτητο και λειτουργούσε ως κράτος. Τον φόρο αυτό οι Ιππότες τον ονόμαζαν «επιτάφιο» (le mortuaire) και το 1352 έφθανε τα 500 άσπρα. Το 1523, λοιπόν όταν καταλήφθηκε η Ρόδος των Ιπποτών, άντρο πειρατών εκείνη την εποχή, από τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή (Οθωμανική Αυτοκρατορία), η Σύμη δεν έσπευσε να παραδοθεί στον νέο κατακτητή. Δήλωσε απριόρι ουδετερότητα και διαπραγματεύτηκε με το Σουλτάνο μια «συνθήκη υποταγής», με πλήρη αυτοδιοίκηση. Με τo Χάττι Χουμαγιούν του Σουλεϊμάν του 1549 (Σ.Σ. Αυτοκρατορική Διακήρυξη) ο Σουλτάνος δέχεται ως προϋφιστάμενο καθεστώς (αντέτι = συνήθεια, προϋφιστάμενο καθεστώς), την αυτόνομη διακυβέρνηση των κατοίκων και τη κατοχυρώνει. Με αυτή οι Συμαίοι υποχρεούνταν να δίνουν ένα ετήσιο φόρο (500 γρόσια, Μαχτού), που πληρώνονταν στον εκπρόσωπο των Βακουφιών του Σουλεϊμάν, για τη διατήρηση των ναών κλπ ιδρυμάτων στη Ρόδο. Δηλαδή όπως και προγενέστερα με τους Ιππότες, ένα φόρο υποτέλειας. Ο φόρος αυτός αυξήθηκε αργότερα, με Σουλτανικά Φιρμάνια, όμως κανένας Σουλτάνος δεν τόλμησε ποτέ να καταργήσει το καθεστώς, αφού στηρίζονταν στην Σαρία (Θεϊκό Νόμο), που προστάτευε τα νησιά ως Βακούφια του Σουλεϊμάν. Οι Συμιακοί, όπως φαίνεται και από όλα τα σωζόμενα μεταγενέστερα φιρμάνια των Σουλτάνων, έπεισαν να περιληφθούν στο Χάττι Χουμαγιούν, όλα τα νησιά των Σποράδων (τα Δώδεκα νησιά των Νότιων Σποράδων, εκτός Ρόδου και Κω), με αποτέλεσμα να θεωρείται η Σύμη κατά την Οθωμανική περίοδο πρωτεύουσα των. Η Σύμη στην Οθωμανική περίοδο ήταν μεν υποτελής, αλλά δεν εντάχθηκε στο Οθωμανικό Κράτος, όπως οι άλλες περιοχές, δεν καταχτήθηκε από τους Οθωμανούς. Οι κάτοικοι προσωπικά, δεν είχαν λοιπόν υποχρέωση άμεσης καταβολής φόρων προς τους Οθωμανούς (χαράτσι), δεν ήταν ραγιάδες. Πλήρωναν στο Κοινό τέλη και δασμούς για τις συναλλαγές τους, καθώς και μια ετήσια συνεισφορά, όπως έκαναν ανέκαθεν. Η Σύμη ως εκ τούτου, ήταν ένας φορολογικός παράδεισος της εποχής, ιδίως μετά το 1750, που λόγω των πολέμων των Οθωμανών αυξήθηκαν οι φόροι στις άλλες περιοχές. Στην ουσία ήταν Κρατική οντότητα, με όλα τα νόμιμα δικαιώματα. Το «Κοινό της Σύμης», δηλαδή η διοίκηση της, μέχρι το 1821, αποτελείται από δύο πρωτόγερους και οκτώ συμβούλους, έναν από κάθε ενορία. Εκλέγονταν δια βοής για ένα χρόνο, με καθολική ψηφοφορία, από όσους πλήρωναν εισφορές, κατά τη βυζαντινή παράδοση των «Συντελεστών». Η όλη δομή της διοίκησης στηρίζονταν στα βυζαντινά και στα ελληνιστικά πρότυπα. Η ψηφοφορία γίνονταν μπροστά στη «Σιδηρά πόρτα του Φρουρίου». Εκλογικός κατάλογος ήταν η «Μάνα», ήτοι το Μητρώο της Κοινότητας. Η Μάνα ήταν και η βάση όλων των κοινωνικών σχέσεων, εισφορών, εκλογών, δικαιωμάτων κλπ. Την διαδικασία εκλογής επόπτευαν 18 «κριτάδες», δύο από κάθε ενορία και οι δύο πρωτόγεροι. Τα αποτελέσματα ανακοινώνονταν από τις πεζούλες της Παναγίας της Μεγάλης, στην ανατολή του Πλατυού, με «Διανάλυμα». Το «διανάλυμα» διατηρήθηκε μέχρι την καταστροφή του Ναού της Παναγίας το 1944. Ο ένας πρωτόγερος ήταν ο εκπρόσωπος του Κοινού και ταμίας. Ο δεύτερος ήταν ο κοινωνικός γραμματέας, διότι κατέγραφε όλες τις διοικητικές, κοινωνικές και αστικές πράξεις των κατοίκων (ομολογίες, αγοραπωλησίες, προικοσύμφωνα-διαθήκες κλπ). Οι αποφάσεις λαμβάνονταν από Γενικές Συνελεύσεις των κατοίκων. Τις προετοίμαζε ο γραμματέας για τον πρόεδρο της Συνέλευσης, που εκλέγονταν κάθε φορά. Την ίδια εποχή η Σύμη έχει συνάψει παρόμοιες συνθήκες και με τις Ιταλικές Δημοκρατίες (Βενετία κλπ – repubbliche marinare) και έχει διπλωματικές σχέσεις με όλες τις χώρες της Δύσης. Διατηρεί μάλιστα Προξένους όλων των χωρών στο έδαφός της και εκδίδει δικά της διαβατήρια. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν έχει δικαιώματα στο νησί και κανένας αξιωματούχος της δεν έχει καμιά δικαιοδοσία, όπως εξηγούν τα φιρμάνια.

Η παιδεία και οι ιδεολογίες στη Σύμη του 18ου και 19ου αιώνα. Η Σύμη με αυτό το καθεστώς, γίνεται από τα μεγαλύτερα κέντρα εμπορίου της Ανατολής. Τον 17ο αιώνα οι Ευρωπαίοι μαθαίνουν να χρησιμοποιούν το σφουγγάρι, που τους χρησιμέυει κυρίως στη βιομηχανία. Η Σύμη το μονοπωλεί από χιλιετίες και εισδύει στις αγορές της Δύσης. Αργότερα κατά τα μισά του 19ου αιώνα και άλλα νησιά θα ασχοληθούν με το σφουγγάρι, αφού οι Συμιακοί τους έμαθαν να χρησιμοποιούν το σκάφανδρο, που ήταν και η καταστροφή του σφουγγαριού. Γι’ αυτό οι Συμιακοί το απαγόρευσαν αμέσως στο νησί, με ποινή εξορίας. Όσοι το χρησιμοποιούσαν αναγκάστηκαν να μεταφέρουν τις δραστηριότητες τους σε άλλα μέρη. Η Σύμη αρχίζει να αναπτύσσεται ραγδαία από τα τέλη του 17ου αιώνα και στα μισά του 18ου το επίπεδο της είναι πολύ υψηλό. Η μόρφωση από το ελάχιστο αναγκαίο, δηλαδή ανάγνωση και μαθηματικά ανεβαίνει σε ψηλά επίπεδα. Η Σύμη έχει ανέκαθεν σχολεία. Μια μαρτυρία, του 14ου ή 15ου αιώνα είναι ένα χειρόγραφο σημείωμα σε ένα κώδικα, που ανήκε σε δάσκαλο της Σύμης. Έτσι το 1765 ιδρύεται ανώτερη Σχολή, «Ακαδημία», στο μοναστήρι της Αγ. Μαρίνας, με χρήματα του Συμιακού Σύγκελλου Γεωργαρή και κατοίκων της. Στη Σχολή διδάσκεται ελληνική γραμματεία, χημεία, φυσική, φιλοσοφία και ότι νεωτεριστικό έφεραν από τα πανεπιστήμιά της Ευρώπης, ακόμα και υγιεινή. Ουσιαστικά προετοίμαζε μαθητές για τα Ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια. Η Σχολή διευθύνονταν από τρεις Εφόρους (επιτρόπους). Οι δύο εκλέγονταν από το λαό με τριετή θητεία, ενώ προέδρευε ο εκάστοτε Πρωτόγερος. Ο πιο εγγράμματος, ήταν γραμματικός και ταμίας. Στη Σχολή δίδαξαν μεταξύ άλλων ο Μιχαήλ Φωτιάδης Μαρκονής (γεν. 1775), ο Νίκανδρος Φιλάδελφος Γεωργιάδης (1793-1873) (μαθητής στις Κυδωνίες του Θεόφ. Καΐρη), ο ιεροδιάκονος Βενέδικτος Ρώσιος (Σπιαχιός, γεννήθηκε στη Σύμη το 1760 και απεβίωσε στο Άθω, στις 28.5.1840) και ο Αρχιμανδρίτης Προκόπιος Δενδρινός από την Ιθάκη (απεβ. στις 14.8.1848 στο Αγ. Όρος). Οι δύο τελευταίοι συνυπήρξαν σε πολλά μέρη, από την εποχή που ήταν συνταξιότες στην Αθωνιάδα Σχολή, με δάσκαλο τον Ευγένιο Βούλγαρη και στις Κυδωνίες. Ο Βενέδικτος, δίδαξε και στη Θεολογική Σχολή Χάλκης, μαζί με τον ιερομόναχον Βαλθολομαίο Κουτλουμουσιανό και τον Λεόντιο, συνέγραψε το «Ευαγγέλιον του Πάσχα», τις ακολουθίες «στο Άξιον Εστίν» κατά το 1838 και στους «Αγίους Αναργύρους Πάντας», εγκώμια Αγίων κλπ. Αρκετοί από τους δασκάλους αυτούς δίδαξαν και σε άλλα μεγάλα σχολεία του ελληνικού χώρου, όπως στις Κυδωνίες, Κωνσταντινούπολη και Ιεροσόλυμα. Ανήκαν λοιπόν σε ένα κύκλο λογίων πανελλήνιου επιπέδου, με πολλές γνωριμίες και σε διπλωματικούς κύκλους της Δύσης, της Ρωσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η βιβλιοθήκη της Σχολής, καταρτίστηκε από τους Συμαίους Σιναΐτες Γεώργιο Μακρότεβιον και το Πρωτοσύγκελο Παπά – Γρηγόριο Κατσαρά, είχε 798 τόμους από τους οποίους οι 137 ήταν δωρεά των Σιναϊτών. Μαθητές της φοίτησαν αργότερα σε Ιταλικά Πανεπιστήμια, (Πάντοβας, Παβίας κλπ), όπου γνωρίστηκαν με άλλους Έλληνες λόγιους, όπως το Καποδίστρια κλπ. Τη περίοδο της επανάστασης του ‘21 το Σχολείο βρίσκονταν σε μεγάλη ακμή και ήταν εκτός των άλλων και οικονομικός παράγοντας του νησιού. Το «Κοινό», δανείζονταν από αυτό μεγάλα ποσά, (μέχρι και 6.000 γρόσια), όπως και πολλοί εμπορευόμενοι, κυρίως «εκκινητές» των σπογγαλιευτικών, προμηθεύονταν με δανειστικά ομόλογα τα χρήματα προς 12% έως 15% ετησίως (χαμηλό επιτόκιο, το κανονικό στα λεγόμενα θαλασσοδάνεια ήταν πάνω από 20%, γιατί είχαν μεγάλο ρίσκο).

Η Σύμη στην Επανάσταση. Με την ίδρυση της Φιλικής εταιρείας, στη Σύμη διορίστηκε μια τριμελής επιτροπή από τους τρεις δασκάλους της Σχολής, Νίκανδρο Φιλάδελφο Γεωργιάδη ως πρόεδρο και τους Βενέδικτο και Προκόπιο ως μέλη, για τη κατήχηση των Φιλικών των Σποράδων. Την οικονομική δύναμη της Σχολής, διοχέτευαν στον επαναστατικό μηχανισμό οι φιλικοί, με έγκριση των εφόρων, γι’ αυτό από την αρχή δημιούργησαν προστριβές με κάποιους προύχοντες, οι οποίοι και κατόρθωσαν τελικά να κλείσουν το σχολείο το 1820. Έγινε, όπως έλεγαν δικαιολογούμενοι, φυτώριο ζιζανίων μορφωμένων, δηλαδή νέων οι οποίοι αντίκριζαν τα κοινά πράγματα του νησιού με νεωτερίζουσες αντιλήψεις. Η Σχολή λοιπόν της Αγίας Μαρίνας, είναι το φυτώριο της Ελληνικής Επανάστασης και έτσι ο Σουκιούρ Μπέης, ζήτησε τη καταστροφή της. Κάποιοι προύχοντες ενέδωσαν. Στη Σύμη λοιπόν, η πλειοψηφία είναι υπέρ της ελληνικής επανάστασης και των εθνικών ιδεωδών ενός εθνικού κράτους. Μια μερίδα όμως, κυρίως προυχόντων, είναι υπέρ της παραμονής στα καθεστώτα. Άλλωστε, η απομάκρυνση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία θα σήμαινε και απώλεια των αλιευτικών πεδίων σπόγγων της βόρειας Αφρικής και της Ανατολίας, καθώς και του εμπορίου με την Μικρά Ασία, την Μέση Ανατολή και την Αίγυπτο. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ένα από τα αίτια της επανάστασης είναι τα οικονομικά προβλήματα του Ελληνικού χώρου, λόγω του τερματισμού των πολέμων στη Δύση. Έτσι οι Έλληνες είχαν χάσει τους πελάτες τους, που έγιναν ανταγωνιστές στο εμπόριο της Ανατολής, αφού συνεργάζονταν πια με το Οθωμανικό Κράτος (Γάλλοι, Γερμανοί κλπ). Έτσι η αυτοδιάθεση της Ελλάδας θεωρήθηκε μονόδρομος για την ανάπτυξη. Η αντιπαράθεση λοιπόν μεταξύ των δύο ομάδων στη Σύμη ήταν πολύ σκληρή. Πρέπει να σημειώσουμε ότι η αντιπαράθεση ήταν για τη ενεργή συμμετοχή και όχι για τη βοήθεια της επανάστασης με άλλους τρόπους. Η επέκταση της διένεξης, θα κρατήσει μέχρι το 1863. Οι Βενέδικτος Ρώσος και Προκόπιος Δενδρινός, κυνηγημένοι από τους Τούρκους, πάνε στο Άγιο Όρος το 1820 και μετά την εκεί επανάσταση (1821-22), στο Πόρο. Ο Βενέδικτος γίνεται ηγούμενος της Μονής του Αγ. Παντελεήμωνος. Ο Βενέδικτος διαμένει στη Μονή της Ζωοδόχου Πηγής του Πόρου, από το 1822 μέχρι το τέλος του 1825 τουλάχιστον. Ο Βενέδικτος και ο Προκόπιος, τοποθετήθηκαν αργότερα από τον Καποδίστρια, ως δάσκαλοι στη Μεγάλη Σχολή των Σπετσών (1828 – Ιούλιο 1830) και μετά (Οκτώβριος 1830), στην Ιερατική Σχολή του Πόρου. Ο πρώτος Έφορος της Σχολής και ο δεύτερος Διευθυντής Μαθημάτων. Ο Καποδίστριας είπε, «ουδένα εύρον εν Ελλάδι μέχρι της ημέρας ταύτης παιδείαν έχοντα αληθή, πλην του γηραιού Βενέδικτου του Συμαίου, ώ μάλιστα και την άρτι συσταθείσαν εν Πόρω δογματικήν σχολήν ενεπιστευσάμιν». Στην αρχή οι Συμιακοί, μετά τις μεγάλες καταστροφές που έπαθαν με τα Ορλοφικά και κυρίως με τους πειρατές, δεν είχαν κατ’ αρχήν εμπιστοσύνη στην ελληνική επανάσταση. Γι’ αυτό ζήτησαν συμβουλές από τον Φιλικό Πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόφιλο Παγκώστα (1764-1833), που ήταν στο νησί του, στην Πάτμο. Έστειλαν απεσταλμένο, τον Νικήτα Χατζηϊωάννου, για να πάρουν οδηγίες. Ο Θεόφιλος διεύθυνε τον θρόνο της Αλεξάνδρειας από τον Φεβρουάριο του 1806. Το 1808 το συναντούμε στη Σύμη να ιερουργεί και να εκφωνεί λόγο. Από το 1819 εγκαθίσταται στη Πάτμο και δεν ξαναγυρίζει στην Αλεξάνδρεια μέχρι το θάνατό του (1866). Το 1820 κατηχήθηκε ως φιλικός από τον Αντώνιο Πελοπίδου και τον Δημήτριον Ύπατρον και έγινε ο κήρυκας της παλιγγενεσίας σε όλα τα νησιά. Ο Πατριάρχης, χρησιμοποιώντας και υπερβολές, απαντάει στους Συμιακούς (3.5.1821) και τους ζητά να συμμετέχουν στην επανάσταση, αναφέροντας μεταξύ άλλων: «Ο κραταιότατος και υψηλότατος πρίγκιπας κύριος κύριος Αλέξανδρος Υψηλάντης προχώρησε γιγαντιαίως δια του Δουνάβεως, με τας ανίκητους δυνάμεις τριακοσίων χιλιάδων του γένους εγείρων θριάμβους εις τα μέρη της ρούμελης. Η φήμη κηρύττει ότι προ πολλού έφτασε εις Ανδριανούπολην. Η Σερβία η Βουλγαρία η Πελλοπόνησος και η Ελλάς ύψωσαν την σημαίαν της ελευθερίας». Και συνεχίζει «Οι έχοντες καράβια μικρά ή μεγάλα οπλίσατε αυτά και ενωθείτε με τον ελληνικό στόλο συγκροτώντας ναυτικάς δυνάμεις των Υδριοτών, Σπετσιωτών και Ψαριανών και υποσχόμενοι την ελευθερία όλου του Αιγαίου πελάγους μη δειλιάσετε απόγονοι του Μιλτιάδου και του Θεμιστοκλέους». Οι Συμιακοί ζήτησαν και την συμβουλή των Υδραίων στέλνοντας το Σίμωνα Χατζηκώστα (8.8.1821). Οι Υδραίοι τους απαντούν θετικά και τους στέλνουν και 10 οκάδες μπαρούτι. Μετά από αυτά, οι Συμιακοί επαναστάτησαν, στις 16.8.1821, συγκαλώντας γενική συνέλευση, που αποφάσισε να διορίσει δέκα διοικητές για ένα χρόνο. Μια επαναστατική κυβέρνηση. Την απόφαση υπογράφουν οι κάτοικοι, μεταξύ αυτών ο Αγαπητός ΧατζηΙωάννου, ο Σίμωνας ΧατζηΚώνστας και αρκετοί παπάδες, μεταξύ των οποίων και ο παπάς της Αγ. Τριάδας Μιχαήλ Τσαλίχης, όλοι μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία. Το ίδιο έκαναν το 1822 και το 1823, λόγω της άφιξης του Αιγυπτιακού στόλου στην περιοχή της Ρόδου. Η σημαία της επανάστασης, που σήκωσε στο Κάστρο, ο αδελφός του Νίκανδρου Γεωργιάδη, ο Θεμιστοκλής, είχε: «όλο το κάμπο μαβή, εις το μέσον άσπρο τίμιο Σταυρό, εις το υποπόδιον του ημισελήνιον κόκκινον κατωφερές, εις την δεξιάν κεραίαν του σταυρού μίαν άγκυρα άνωθεν έως κάτω κατά το μήκος του σταυρού, ο κορμός της άγκυρας να ενούται με την άκραν του κέρατος του σταυρού και αυτή άσπρη, επάνω ταύτης εις όφις πράσινος σταυρογυριστός του οποίου η κεφαλή κατωφερής, εκ της άλλης κεραίας μία λόγχη άσπρη, μέσον αυτής μικρή σημαία κόκκινος, έχουσα δύο άσπρους οφθαλμούς». Στις 29.11.1821, ο Σίμωνας μαζί με τον ΧατζηΙωάννου, γράφουν γράμμα στους Πατριώτες (Συμιακούς) και στους Καστελλοριζιώτες. Στο γράμμα, τους περιγράφουν τα του αγώνα, τους αναλύουν τη συμφωνία των μεγάλων δυνάμεων και την πεποίθησή τους ότι τα νησιά θα ενταχθούν, κατά τα συμφωνηθέντα, στο Ελληνικό κράτος. Στο τέλος της επιστολής δηλώνουν και οι δύο, ότι θα αναχωρούσαν με τα πλοία τους για διατεταγμένη υπηρεσία. Πολλοί Καστελλοριζιοί, με αφορμή μιας μεταξύ τους αντιπαράθεσης, μετακόμισαν για προστασία στη Σύμη. Στη Σύμη έμειναν μέχρι το 1830. Ο Σουκιούρ Μπέης το Σεπτέμβριο του 1825 γράφει στους Συμιακούς να διώξουν του Καστελλοριζιούς ενώ τον Αύγουστο του 1830 τους γράφει να μιμηθούν τους Καστελλοριζιούς που υποτάχθηκαν και επέστρεψαν στα σπίτια τους. Ο Σίμωνας Χατζηκώστας, ένας από τους Δημογέροντες της Σύμης, με την κήρυξη της Επανάστασης αρμάτωσε τρία σκάφη με δικά του έξοδα, και έκανε επιδρομές στα παράλια της Μικράς Ασίας. Στη συνέχεια, ενώθηκε με άλλα ελληνικά πλοία, και εισήλθε, υπό την κάλυψη της νύχτας, στο λιμάνι της Ρόδου, και έκαψε τρία τουρκικά πλοία. Αποσύρθηκε, αφού πληγώθηκε στο δεξί του μηρό. Στη συνέχεια πήγε στο νησί της Κρήτης, όπου ενώθηκε με τον ελληνικό στόλο που έπλεε στην εν λόγω περιοχή, υπό την διοίκηση του ναυάρχου Ιάκωβου Τομπάζη, «προκαλώντας» καταστροφές στους Τούρκους, καθώς και στην Αίγυπτο. Στη συνέχεια ήθελε να πάει στην Μακεδονία, για να προμηθευτεί πυρομαχικά και άλλα εφόδια για χρήση των Ελλήνων. Τον ακολούθησε ένα αυστριακό πολεμικό πλοίο, που τον πυροβόλησε σπάζοντας έναν από τους ιστούς του, και έτσι υποχρεώθηκε να γυρίσει στην Ύδρα για να αποφύγει νέα καταδίωξη. Τα κατάφερε, χάρη στην ταχύτητα της Συμιακιάς Σκάφης του. Ο Μπέης στη Ρόδο, ο Σουκιούρ (Γεώργιος Μαυρομιχάλης), που οι Τούρκοι τον πήραν μαζί τους όταν ήταν μικρό παιδί, ήταν σκληρός και φιλοχρήματος, η δε περίοδος ηγεμονίας του στη Ρόδο, τυραννική για τους Συμιακούς. Εκμεταλλεύτηκε την επανάσταση, εκβιάζοντας για να αποκομίζει οικονομικά οφέλη. Ενώ οι Συμιακοί ήταν υποχρεωμένοι από τα φιρμάνια να δίνουν 5.000 γρόσια, αυτός ζητά πάνω από 100.000 το χρόνο, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Στις 13 Νοεμβρίου του 1821 τους γράφει: «Ακόμη σας εφανερόνομεν οτη σας επροσμένομεν εξη ημέρες όσπου να έρτηται το γληγορότερον και έξη μέρες ήρθαν και δεν έρτητε να έβρητε να ξεύρητε οτη ηνε η αρμάδες παρβερέσον και του μεεμετ αλη πασά στη Ρόδον και έχομεν εμής όπου να έλτουμεν με λόγουτος αυτού στο νησήον σας και γήνετο το τέλος» (sic). Η Σύμη εντάχθηκε από το 1822 στο υπό δημιουργία ελληνικό κράτος, αποτελώντας την «αντεπαρχία Σύμης», αρχικά ανήκε στην επαρχία Καρπάθου, μετά έγινε επαρχία Κάσου (έπαρχος Ι. Κοντουμάς) και ύστερα ξανά, από τον Ιούνιο του 1823, πάλι Καρπάθου. Στις Εθνοσυνελεύσεις οι Συμιακοί συμμετέχουν άτυπα, φοβούμενοι τον Μπέη της Ρόδου, ο οποίος ενημερώνονταν συνεχώς από τους αντιφρονούντες. Μόνο για τη πρώτη εθνοσυνέλευση εκλέχθηκε επίσημα ο Βενέδικτος, αυτός όμως ζήτησε την αντικατάστασή του γιατί δεν έπρεπε οι εκπρόσωποι να είναι κληρικοί και οι Συμιακοί, στη συνέχεια, δεν πρόλαβαν να στείλουν αντικαταστάτη. Ο κ. Ιωάννης Ψαράκης διορίζεται αντέπαρχος Σύμης, Επισκοπίας (Τήλου) και Νισύρου στις 4 Μαΐου 1822, αλλά μόλις έρχεται στη Σύμη αρχίζουν και τα προβλήματα. Σε επιστολή τους οι Συμιακοί το 1823 προς την Βουλή γράφουν: «Εις τον ίδιον καιρόν έφθασε και ο ης έπαρχος, όστις εζήτη αμέσως τον έρανον χωρίς αναβολήν καιρού. Επαρακαλέσαμεν αυτόν δια να σταθή καν έως την αύριον. Ίσως δυνηθώμεν συνάξη το κατά δύναμιν, αυτός δε μη θέλων ευθύς έφυγε και ήρπασε και εν καΐκι εδικόν μας από τον λιμένα νεόφερτον με φόρτον και ηγάζων έξω τους ναύτας με ραυδισμούς επήρε το καΐκι ως ηυρίσκετο. Έκτοτε δε μέχρι της σήμερον καθ’ εκάστην οι κάσιοι μας αρπάζουσιν και απογυμνούσιν πλοκάροντας μας παντόθεν». Οι Αρμοστές των Νήσων, μαθαίνοντας τα καθέκαστα, στέλνουν επιστολή στον έπαρχο της Κάσου στις 6 Ιανουαρίου 1823: «Αν ο κύριος Ψαράκης εξηπάτησε την Διοίκησιν και εδιορίσθη πάλιν αντέπαρχος της Σύμης, αντιπαραστήσας τα πράγματα αντιστρόφως, τούτο ήθελεν είναι υποφερτόν... Η διακήρυξης του πολέμου παρά των Συμαίων κατά των Οθωμανών της Ασίας είναι σφαγή των Συμαίων και ίσως και των εν Ρόδω χριστιανών. Έπρεπε άραγε να το αγνοήτε; Ει δε και το γιγνώσκετε, διατί δεν ειδοποιήσατε την Διοίκησιν; Είπατε λοιπόν εις τον κ. Ψαράκην να υπάγη όθεν ήλθε, αλλέως στέλλομεν και τον συλλαμβάνομεν ημείς. …». Εν τω μεταξύ το Αιγαίο έχει γίνει μια επικίνδυνη θάλασσα, ο Δημήτριος Υψηλάντης από τον Ιούλιο του 1821, καθόρισε διατάξεις για το κούρσος: «όποιος θέλει να αρματώσει και να εκβή εις κούρσος, πρέπει να πάρει από τους εφόρους του τόπου του αποδεικτικόν της τιμιότητος και αξιότητος του και με το αποδεικτικόν τούτο, να έρχεται εις μίαν των τριών νήσων, Ύδρα, Σπέτζιες και Ψαρά προκειμένου να πάρουν την άδειαν». Στο τέλος του 1823, έχει φτάσει ο κόμπος στο κτένι και οι Συμιακοί, τα αναφέρουν στην Υπέρτατην Βουλήν των Ελλήνων: «κατά τον παρελθόντα Ιανουάριον εστέλλοντο παρ’ υμών δύο πλοία προς την υπέρτατην διοίκησιν, οίτινες κατακρατηθέντες υπό κλεπτών κατεγυμνώθησαν μόλις του ζην φυλαχθέντες». Και παρακάτω: «κατά τον παρελθόντα μάϊον ο Κ. Γιάννης Καλαγιαζής καστελλοριζιώτης ήρπαξε δύο πλοία εδικά μας τα οποία και απεγύμνωσε δι όλου, έως και αυτά τα υποδήματα και μη αρκεσθείς εις τούτο ο ασυνείδητος κατεξύλησε και αυτούς». Το τι γίνονταν αυτή τη περίοδο το περιγράφει ο Δεριγνύ, τον Απρίλιο του 1826: «είναι αδύνατον στο Αιγαίο να πλεύσει σκάφος έστω και 10 λεύγες χωρίς να προσβληθεί από πειρατές. Σε καμιά άλλη θάλασσα δεν έχει εμφανισθεί τέτοια θρασεία πειρατεία της οποίας οι δράστες να μένουν ατιμώρητοι αλλά και προστατευόμενοι». Και πρόσθετε ότι: «ένας Υδραίος ληστεύει Ποριώτη, ποτέ όμως συμπατριώτη του και δεν παραλείπει να ανάψει καντήλι στην εικόνα της Παναγίας για την επιτυχία της επόμενης ληστείας του». Η πειρατεία ελέγχθηκε κατά τα τέλη του 1828, έτσι σταμάτησαν και οι Καστελλοριζιοί και οι Κασιώτες να λυμαίνονται το Νότιο Ανατολικό Αιγαίο. Η Σύμη λοιπόν, από το 1823 δεν μπορούσε πια να συμμετέχει ενεργά στην επανάσταση και αναγκάζεται να κατεβάσει την επαναστατική σημαία, από το νησί. Τότε, ο Βενέδικτος τους συμβουλεύει να υψώσουν αυτή του Παναγίου Τάφου της Ιερουσαλήμ ως επαναστατική σημαία. Την σημαία αυτή την βλέπαμε στις εκκλησίες της Σύμης μέχρι τη δεκαετία του 1950, αφού οι Συμιακοί θεωρούσαν το νησί τους αλύτρωτο. Βέβαια οι τελευταίες γενιές, δεν γνώριζαν γιατί τη σήκωναν. Παρόλο τη τυπική αποχώρηση, οι Συμιακοί συνεχίζουν να δίνουν μεγάλα ποσά για την Επανάσταση. Επίσης πολλοί νέοι κατατάσσονται στον επαναστατικό στρατό. Η οικονομική κατάσταση στη Σύμη όμως ήταν δύσκολη. Αναγκάζονται λοιπόν να ζητήσουν φύλαξη, υπογράφουν ένα συμφωνητικό με τους πειρατές: «…καπετάν νικόλα γιούλλιου και καπετάν γιάννη μανωλακάκη κασιωτών δια να περιφέρονται ομού και τα δύο καράβια εις το μπουγάζι της Ρόδου εις διαφέντευσιν και φύλαξιν των νησιών μας Σύμης Χάλκης Τήλου και Νισύρου, προς τετρακόσια γρόσια την καθ’ εκάστην ημέραν». Ο Σουκιούρ Μπέης εν τω μεταξύ, τους εκβιάζει, απαγορεύοντας να αλιεύουν σφουγγάρια στη Οθωμανική επικράτεια και να πηγαίνουν στα λιμάνια της Ανατολίας. Τέλος, φυλακίζει μερικούς Συμιακούς που βρήκε στο λιμάνι της Ρόδου. Οι καταστάσεις αυτές δημιουργούν βαθιές διχόνοιες, στις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις του νησιού. Στις 9.6.1823 ο Έπαρχος της Καρπάθου Μάρκος Μαλιαράκης ζητά, στα πλαίσια της οργάνωσης του Ελληνικού κράτους, να εκλέξουν «Δημογέροντες», ανάλογα με τις οικογένειες που ζουν στο νησί (μέχρι 100 οικογένειες έναν, μέχρι 200 δύο, μέχρι 300 τρεις και μέχρι 400 τέσσερις, το ανώτατο). Καταργούνται λοιπόν οι δύο «Πρωτόγεροι» και η «επαναστατική κυβέρνηση» και εκλέγονται τέσσερις Δημογέροντες. Οι διαδικασίες παραμένουν περίπου οι ίδιες, μόνο που τώρα αντί να συνεδριάζουν στη Παναγιά τη Μεγάλη, συνεδριάζουν στο προαύλιο του Ναού του Αγ. Ιωάννη ή στον Άγιο Αθανάσιο. Η διαφορά είναι ότι στο εξής επικρατεί η ονομασία «Δημογεροντία», παρόλο που παραμένει και η προγενέστερη «Κοινό». Το όνομα Δημογεροντία λοιπόν έχει επιβληθεί από το νέο Ελληνικό Κράτος, δεν υπήρχε πριν το 1821. Οι συναντήσεις για το δέον γενέσθαι και για τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα και στη Σύμη, πραγματοποιούνται στη σάλα του Χατζηγαπητού, καθώς και στη σάλα του Χατζηκώστα, που έμεινα ιστορικές για το λόγο αυτό. Κυρίως η πρώτη.

Η ΣΥΜΗ ΑΠΟ ΤΟ 1827 ΜΕΧΡΙ ΤΟ 1835 Με τη κατάληψη της Ανδριανούπολης από τους Ρώσους, οι Τούρκοι δέχτηκαν τους όρους της Συνθήκης του Λονδίνου (24/6 Ιουλίου 1827). Συνυπογράφηκε από την Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία αναγνωρίζοντας αυτόνομη διοίκηση στους Έλληνες, υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου. Οι Τούρκοι όμως δεν κράτησαν το λόγο τους κι’ ακολούθησε η ναυμαχία του Ναβαρίνου (8.10.1827), όπου καταστρέφεται ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος. Στις 12 Ιανουαρίου 1828 αναλαμβάνει τη διοίκηση της νέας χώρας ο Ιωάννης Καποδίστριας. Οι Τούρκοι κηρύσσουν ξανά ιερό πόλεμο κατά των «απίστων» και η Ρωσία κηρύσσει τον πόλεμο κατά της Τουρκίας (14.4.1828), τέλος υπογράφεται το πρωτόκολλο του Λονδίνου (3 Φεβρουαρίου 1830) με το οποίο, όμως, η Σύμη και τα άλλα νησιά των Σποράδων έμειναν έξω από τα όρια του ελληνικού κράτους, με αντάλλαγμα την Εύβοια. Το ίδιο συνέβη και με την Κρήτη γιατί οι Άγγλο-Γάλλοι είχαν διάφορα σχέδια στο νου τους. Οι Συμιακοί παρακολουθώντας τη κατάσταση, αντέδρασαν άμεσα, πιέζοντας την κυβέρνηση και στέλνοντας αντιπροσώπους για να αναπτύξουν τις θέσεις τους, υπολόγιζαν ότι όλα ακόμα ήταν ρευστά και ότι θα μπορούσαν να ανατρέψουν τις αποφάσεις. Απευθύνονται στον Κυβερνήτη (26.9.28), και αυτός τους απαντά τον Οκτώβριο του 1828, ότι η Κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει κάτι για τη Σύμη και πως πρέπει να μην τσακώνονται. Βλέποντας πως ο Καποδίστριας δεν έδωσε την πρέπουσα προσοχή, καταφεύγουν στον συμπατριώτη τους Βενέδικτο ως ενδιάμεσο και του γράφουν (11.8.29): «Οσιοσοφοντολογιώτατε, Και ημέτερε φίλτατε πατριώτα Κύριε Βενέδικτε. ..Η ζητούμενη σωτηρία και η εκ των τυράννων ελευθερία παρακαλούμεν ίνα ως τάχιστα γένηται, παντοτινή και όχι προσωρινή. Τα υπέρ της πατρίδος μας γνωστοποιείσθε παρά του κομίζοντος κυρίου Σίμωνος Χατζηκώστα. Μένομεν εις απάντησιν και καλήν εκτέλεσιν. Οι εν τη Νήσω Σύμη κατοικούντες άπαντες συν Γυναιξί και τέκνοις φίλτατοι πατριώτες Χατζηγαπητός Χατζηιωάννου, Σίμων Χατζηκώνστας, Διάκος Χατζηδιάκου. Ο Γραμματέας Μ. Μανουήλ». Ο Βενέδικτος εξιστορεί την κατάσταση στον Καποδίστρια (Σεπτ. 1829) και τον παρακαλεί: «..περί των οποίων παρακαλώ ικετικώτατα να δώση ακρόασιν εις την συνήθη της μακροθυμίαν τω επίτηδες εσταλθέν απεσταλμένω κυρ Σίμωνι, και γνώσετε τα πάντα ακριβέστατα.». Ο Σουκιούρ Μπέης, γνωρίζοντας κάθε κίνησή τους, γράφει στις 22.1.1830: «Εις τας αρχάς οπού έγεινεν αυτή η επανάστασις αν εγώ δεν ήθελα σταθή με όλα μου τα δυνατά ήθελεν είναι χαμένη σχεδόν όλη η Σύμη. Πλην αυτό επέρασε. Εγύρισαν εκατόν φορές τα μυαλά τους όταν ήταν το πόλεμος του Μοσχόβου. Έγεινεν η αγάπη ετελείωσε και αυτή τους η ελπίδα. Έστειλαν δύο και τρεις φορές εις τον Μωρέαν και εις την Αίγιναν και τους αποκριθησαν ότι αυτά τα νησιά είναι καθώς και ήτον εις την Ρόδον»(sic). Στις 16 Μαρτίου 1830, ξαναστέλνουν το Σίμωνα και το Χατζηγαπητό, στον Καποδίστρια και του γράφουν: «Εξοχώτατε και Σεβαστέ Κυβερνήτα, Επειδή παρά Θεού ηξιώθης της χάριτος και του ονόματος ανορθείν τους κατεραγμένους επαγρυπνών αείποτε και παρέχων τοις χρήζουσι βοήθειαν την αφθοναπάροχον χείρα σου. Δι ό και ημείς οι ταπεινοί και ανάξιοι μη υποφέροντες του λοιπού εξοικονομείσθαι μετά της κατακρατούσης ημών τυραννικής εξουσίας και υπό του πατριωτισμού παρωθούμενοι δεόμεθα και ικετεύομεν ίνα άρη και εις ημάς το φιλεύσπλαχνον όμμα της και συγκαταριθμήση τοις λοιποίς. Φιλελεύθερους εκ πρώτης της επαναστάσεως υπάρχοντα ως εφάνη επί του ερχομού του Υψηλάντου ότε διεγερθέντες ελάβομεν άρματα και ήλθομεν άνδρες τε και γυναίκες εναντίων το προς το αντίκρυ μέρος το ανατολικόν ευρισκομένων Οθωμανών….Ήδη ουν και αύθις αποστέλλομεν πρέσβεις τον κύριον Χατζηαγαπητόν Χατζηϊωάννου, ημέτερον πατριώτην συνοδευόμενον μετά του κυρίου Σίμωνος εξ ων Σεβαστή ημίν Κυβέρνησις θέλει βεβαιωθή τα μέλλοντα εις ημάς συμβήναι μύρια δεινά αν και ήδη εσχάτως αποτύχομεν του αιτήματος. Όθεν παρακαλούμεν όλοι ομοφώνως συν γυναιξί και τέκνοις ίνα συγκατανεύση εις το αιτούμενον και ίνα δώση τοις πάσιν ανακούφησιν και ελάφρυνσιν των επικειμένων και μελλόντων συμφορών και κακώσεων. Τη 28/16 Μαρτίου 1830 εν Σύμη». Ο Σουκιούρ Μπέης παρακολουθεί και γράφει στις 30.3.1830: «έμαθον ότι ο χατζί αγαπητός και ο σύμος εκίνησαν εις τον μορέαν διά να φέρουν ζαπήτην». Οι πληροφοριοδότες του, τον καλύπτουν πλήρως και άμεσα. Οι Συμιακοί όμως δεν αποκαρδιώνονται και αναγκάζονται να χρησιμοποιήσουν όλα τα μέσα, απευθύνονται και στον αδελφό του Κυβερνήτη: «Προς κόμην κ Βιαρινό Αυγουστίνο Καποδίστρια. Εξωχόταται, Η κομιστέ ταύτης μου είναι απεστελμένη από τας κοινότητας σίμης και νισίρου, προστρέχονταις εις την σεβαστήν κιβέρνησην, όπου δια τον σοφών συμβουλόν ειμπορεί να τους μήνη καμία Ελπίς απαλάξεως και όντες γνωριμοί μου μοι εζήτησαν αν ημπορούσα να τους σιστείσω και ιδιαιτέρως όπου να τους δώσεται καιρόν ακροάσεως και τας σωφάς συμβουλάς και φιλανθρόπους παρηγωρίας σας και πεπισμένος εις αυτά ετόλμισα να σας ενοχλήσω. Και μένω με όλον το βαθήτατον σέβας. Ο ευπιθέστατος δούλος. Εν Ύδρα τη 20 Απριλίου 1830. Φ. Παπαμανόλη» (sic). Εκπρόσωποι είναι ο Χατζηγαπητός και ο Σίμωνας. Ο Βενέδικτος τον Μάιο του 1830, εφοδιάζει και αυτός τους ίδιους εκπροσώπους με γράμμα, για τον Αυγουστίνο Καποδίστρια, και του ζητά να τους καθοδηγήσει, για το που να απευθυνθούν στη Κωνσταντινούπολη, για να πετύχουν τα δίκαια του νησιού τους. Θέλουν την ελευθερία τους ή τουλάχιστον να επαναφέρουν το πρότερο καθεστώς. Παρόλα αυτά δεν γίνονται κατανοητές οι θέσεις του νησιού, αφού στις 9 Μαΐου του 1830, ο Κυβερνήτης γράφει: «Προς τον Αρχιερέα και Προκρίτους της νήσου Σύμης. Ελάβομεν το από 16/28 Μαρτίου γράμμα σας, και απεδέχθημεν με άκρα συμπάθειαν τας ευχάς τας οποίας μας εξέφρασαν εκ μέρους σας οι κύριοι ΧατζηΑγαπητός ΧατζηΙωάννης και Σίμων επί τούτου αποσταλέντες…. Η πατρίς σας καταριθμείται μεταξύ των Νήσων, αίτινας επανέρχονται οριστικώς υπό το Οθωμανικόν Κράτος». Προφανώς δεν θεωρεί σκόπιμο να ασχοληθεί τη στιγμή αυτή με τη Σύμη. Οι Συμιακοί λοιπόν προσπαθούν να «υπεισέρθουν» στις συζητήσεις, μεταξύ Ελλάδας, Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και Μεγάλων Δυνάμεων: η Σύμη πρέπει να πείσει ότι δεν ήταν ποτέ μέρος του Οθωμανικού Κράτους. Στις 17 Οκτωβρίου 1830, μετά από συναντήσεις στο Ναύπλιο, ο Καποδίστριας απαντά στους Συμιακούς: «Φθάσας ενταύθα ο παρ’ υμών απεσταλμένος κύριος Νίκανδρος μας ενεχείρισε την εκ Σύμης κατά την 10 του παρελθόντος Σεπτεμβρίου αναφοράν σας και παρέστησε προφορικώς τα δίκαια σας και τας ευχάς της πατρίδος σας».…«Μολονότι καιρίως αλγούμεν όχι μόνον δια την αφαίρεσιν της νήσου σας από την ολομέλειαν της Ελληνικής Επικρατείας αλλά και δια τας ιδιαιτέρας δεινάς περιστάσεις εις τας οποίας ευρίσκεσθε, δεν λείπομεν μολοντούτο να σας παρηγορήσωμεν συμβουλεύοντες σας να έχετε τας ελπίδας σας προσηλωμένας εις την Θείαν πρόνοιαν». Τελικά, το Νοέμβριο του 1830, καταφέρνουν να πείσουν τον Καποδίστρια για την ιδιαιτερότητα του καθεστώτος τους. Η Ελλάδα τότε είχε οικονομικά χάλια. Ο Λιδωρίκης λέει στο Καποδίστρια «Εξοχώτατε, όχι μόνον χρήματα δεν υπάρχουσιν εν τω ταμείω, αλλ' ούτε ταμείον υπάρχει διότι δεν υπήρξε ποτέ» και συνεχίζει «...Το λέγω με εντροπήν, δεν ήμην εις θέσιν να πληρώσω εις τους κτίστας και τους ξυλουργούς τα έξοδα των επισκευών, αίτινες έγιναν εις το οίκημα το οποίον κατέχει η Υψηλότης σας και παρακαλώ αυτήν να λάβη οίκτον των ανθρώπων τούτων, οίτινες απαιτούσι τα ημερομίσθια των...». Οι Συμιακοί έλεγαν στο Καποδίστρια πως τα νησιά των Νότιων Σποράδων, έδιναν στο Οθωμανικό κράτος, κατ’ αποκοπή φόρο 285.000 γρόσια το χρόνο και σε κάθε περίπτωση, οι νησιώτες θα δεχόντουσαν να δώσουν περισσότερα στο Ελληνικό Κράτος, αφού Ο Σουκιούρ μόνο από τη Σύμη έπαιρνε πάνω από 100.000. Έτσι λοιπόν καταλαβαίνοντας ο Καποδίστριας ότι οι Σποράδες υπόκεινται σε ένα διαφορετικό καθεστώς ανεξαρτησίας, δέχεται να τους βοηθήσει, για να απευθυνθούν στους πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων ως ανεξάρτητο κράτος και να πετύχουν αυτά που ζητούν: «Προς τους Κατοίκους της Νήσου Σύμης. Ελάβομεν δια του επίτηδες παρ’ υμών απεσταλμένου κυρίου Μιχαήλ Ιωαννίδου την κατά την 10 του τρέχοντος αναφοράν σας, και θεωρήσαντες την έκθεσιν των περιστοιχούντων την νήσον σας δεινών, καιρίως ηλγήσαμεν. Ευέλπιδες είμεθα, ότι θέλετε πράξει σωτήριον έργον εις την πατρίδαν σας, εάν διορίσετε όσον τάχιον αποσταλμένους της νήσου σας, επιφορτίζοντες αυτούς όπως απερχόμενοι εις Κωνσταντινούπολη και παρησιαζόμενοι εις τους εξοχοτάτους Πρέσβεις των τριών Συμμάχων Αυλών εκθέσωσι και δια ζώσης φωνής τας παρούσας και τας μελλούσας συμφοράς σας, εξαιτούμενοι την δια της ισχυράς των μεσολαβήσεως, θεραπείαν και κατάπαυσίν των, ώστε όχι μόνον να απολάβητε τα αρπαχθέντα ήδη πλοία σας και τα εν αυτοίς φορτία, δια της προστασίας των εξοχοτάτων Ναυάρχων των Συμμάχων Δυνάμεων, αλλά και να παύσωσιν εις το εξής οι καταχρήσεις και καταδυναστεύσεις, αι οποίαι μαστίζουσιν ήδη δεινώς την πατρίδα σας. Εν Ναυπλίω τη 12 Νοεμβρίου 1830, Ο ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ, Ι.Α. Καποδίστριας» Οι Συμιακοί, διορίζουν επιτροπή, για να πάει στη Κωνσταντινούπολη, με συστατικές επιστολές του Καποδίστρια και των Πρέσβεων των Μεγάλων Δυνάμεων στο Ναύπλιο, για να μιλήσουν με τους εκεί Πρέσβεις και τον Πατριάρχη: «Έκλεξαν εξ ημών οι κάτοικοι της Νήσου Σύμης τους Κυρίους Σίμωνα και Νίκανδρον Ιωαννίδην (και μετ’ αυτών τον κ. Διάκο Γιαννεσκή, ειδήμονας ούτος δια μίαν ανάγκη για τους λογαριασμούς των μεταξύ Ρόδου υποθέσεων Κοινών) δια να υπάγουν πρεσβευτές εις την Κωνσταντινούπολη, δίδοντάς τους την πληρεξουσιότητα, και αν δεν φτάσουν τα έξοδά των, ή αν χρειασθούν χρήματα προς απαίτησιν της κοινής μας υποθέσεως να λαμβάνουν όθεν…..το παρόν ενσφράγιστον. Τη 15 Δεκεμβρίου 1830_ Σύμη». Την εκλογή συνόδευε και δεσμευτικό ψήφισμα, λόγω των ερίδων που υπήρχαν στο νησί. Τους εφοδίασαν επίσης με νέο γράμμα προς τον Καποδίστρια (15 Δεκεμβρίου 1830) γνωστοποιώντας την απόφασή τους να ενωθούν με την ελληνική ολομέλεια, κάτι που τους αμφισβήτησε, επειδή κάποιοι στο νησί αντιδρούσαν. Πριν πάνε στην Αίγινα για να συναντήσουν τον Καποδίστρια περνούν από την Τήλο και Νίσυρο, ζητώντας συμπαράσταση. Η Τήλος αρνήθηκε, ενώ η Νίσυρος έστειλε εκπρόσωπο. Στο Ναύπλιο συνάντησαν και Ρόδιους, που και αυτοί αρνήθηκαν να συμμετέχουν στην αποστολή. Από τους τρεις αντιπροσώπους της Σύμης, ο Διάκος Γιαννεσκής γύρισε πίσω με τις συμβουλές του Καποδίστρια (επιστολή 24 Ιαν. 1831, ΓΑΚ Δωδ/σου), έτσι στην Κωνσταντινούπολη πήγαν οι Νίκανδρος (Μιχαήλ Καλαφατάς-Ιωαννίδης) και Σίμωνας Χατζηκώστας με τον εκπρόσωπο της Νισύρου. Η εντολή που είχαν ήταν: ή ένωση με την Ελλάδα ή ανεξαρτησία με το καθεστώς πριν την επανάσταση. Ο αγώνας ήταν δύσκολος, αφού οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν άλλα σχέδια για τα νησιά, μαζί τους έχουν όλα τα Σουλτανικά φιρμάνια με βασικό το Χάττι Χουμαγιούν (Ηatt-i Ηumayun) του Σουλεϊμάν. Το πρώτο γράμμα τους, πριν πάνε στη Κωνσταντινούπολη, ήταν αισιόδοξο και κατατοπιστικό. Εξηγούσαν όλες τις ενέργειες που είχαν κάνει στο Ναύπλιο και τι θα έκαναν στη Κωνσταντινούπολη. Μετά από συνεχείς διαβουλεύσεις, στη Κωνσταντινούπολη έπεισαν τους Πρεσβευτές των τριών Μεγάλων Δυνάμεων, καθώς και τον Πατριάρχη Κωνστάντιο Α΄, ότι η πατρίδα τους και οι άλλες νότιες Σποράδες δεν ήταν ποτέ ενταγμένες στο Οθωμανικό Κράτος, αλλά ότι βρισκόταν υπό ειδικό καθεστώς, βασισμένο στη Συνθήκη του Σουλεϊμάν. Ως αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων ήταν, να δεχτούν προσωρινά οι Μεγάλες Δυνάμεις, ένα ειδικό καθεστώς για τα νησιά, το καθεστώς ονομάστηκε «Έκτακτος Ελληνική Πολιτεία Ανατολικών Σποράδων», άλλωστε ακόμα δεν είχαν καθορισθεί τελεσίδικα τα σύνορα Τουρκίας-Ελλάδας. Στα πλαίσια αυτών των «μαχών», το Μάιο του 1831, οι Συμιακοί με την βοήθεια υψηλόβαθμων Ελλήνων της Πύλης και του Πατριάρχη Κωνστάντιου Α΄, καταφέρνουν να εκδιώξουν τον Σουκιούρ Μπέη από τη Ρόδο. Οι Σποράδες έτυχαν μεγάλης υποστήριξης από τον Πατριάρχη Κωνστάντιο Α΄. Είχε σπουδάσει στην Ακαδημία του Κιέβου και το 1795 εξελέγη αρχιεπίσκοπος Σινά. Είχε επαφές με τους Φαναριώτες και με τους εμπόρους και κατατάσσονταν στην προοδευτική και μετριοπαθή μερίδα του πατριαρχικού περιβάλλοντος. Κατά το διάστημα αυτό (1831 – 1835) η Σύμη αυτοδιοικείται πλήρως, έναντι ενός ετήσιου φόρου, υπό την εποπτεία των προξενικών αρχών των Μεγάλων Δυνάμεων (επίτροποι στη Σύμη ήταν ο Ιωάννης Μιλιοράτης, προξενικός πράκτορας της Αγγλίας, Γαλλίας, Ισπανίας και Τοσκάνης και ο Σαμιωτάκης της Ρωσίας). Οι τέσσερις Δημογέροντες και οι οκτώ σύμβουλοι συνεδριάζουν με την παρουσία των δύο προξενικών πρακτόρων. Ο νέος διοικητής Ρόδου, ο Χασάν Μπέη (Μουτασερίφης του Σαντζακιού της Ρόδου, ύπατος και εξουσιαστής της Ρόδου και του Αρχιπελάγους), δέχεται τον Ιούλιο του 1831 τους εκπροσώπους του Κοινού: Χατζηγαπητό Χατζηϊωάννου, Σίμωνα Χατζηκώστα, Διάκο Χατζηδιάκο, Νικόλαο Μαγκαφά, Διάκο Μπογιατζή και Διάκο Γιαννεσκή. Αυτοί εντέλλονται από την Γεν. Συνέλευση για, «να ενεργήσουν με πάσα ειλικρίνεια ότι θεωρούν σωστό για την διοργάνωση και την ησυχία του νησιού» και να διευθετήσουν τις διαφορές που δημιουργήθηκαν με το Σουκιούρ Μπέη και τα διαδικαστικά για την πληρωμή του ετήσιου φόρου υποτέλειας. Η τελική υπογραφή, για την αλλαγή της γραμμής των συνόρων της Ελλάδας και του οριστικού πρωτοκόλλου τέθηκε στις 27.6/ 9.7.1832 (νέο και παλιό ημερολόγιο), με αποτέλεσμα οι Νότιες Σποράδες, τελικά να υποταχθούν στο Οθωμανικό Κράτος. Δεν υπάρχει πια ο Καποδίστριας για να τους βοηθήσει και βρίσκονται στο έλεος των Μεγάλων Δυνάμεων. Οι νότιες Σποράδες δόθηκαν δώρο στους Οθωμανούς. Εν τω μεταξύ, στις αρχές του 1833, ήρθε ο Όθωνας στην Ελλάδα και οι Συμιακοί δεν έχουν άμεση πρόσβαση στην Ελληνική Κυβέρνηση και στον Βασιλέα. Οι άνθρωποι τους, ο Βενέδικτος και ο Δενδρινός αποσύρθηκαν στο Άγιο Όρος. Οι Συμιακοί σκέπτονται να εγκαταλείψουν το νησί τους, δεν μπορούν να αντέξουν τη σκλαβιά. Η Δημογεροντία, στέλνει εκπροσώπους για να διαπραγματευτούν την μετανάστευση: «Η κατά την 11 και 17 Ιανουαρίου του 1834 συγκροτηθείσα τοπική συνέλευσις περί της εν Ναυπλίω αποστολής πληρεξουσίων προς την αυτού Μεγαλειότητα ενέκρινε προς τούτο τον εξοχώτατον Κωνσταντίνον Κλαδάκην και Κύριον Σίμωνα Χατζηκώστα με τας συμφωνίας ως έπεται: Αον) Οφείλει αύτη η διμελής επιτροπή αφ’ ου λάβη την κάθαρσιν της εις οποιονδήποτε μέρος ευκολυνθή να διευθύνη εις Ναύπλιον και να διαπραγματευθή περί αποζημιώσεως των ακινήτων κτημάτων της νήσου μας καθώς και περί των αφορόντων εις την εκλογήν του καταλληλοτέρου μέρους όπου θέλουμεν μεταναστευθή και ότι άλλο τείνει εις τα συμφέροντα της πατρίδος περιοριζόμενη κατά τα προς αυτήν δοθέντα ψηφίσματα και βαδίζουσα όσον ένεστι τα ίχνη των ομοτύχων μας Σαμίων. Κλπ. Οι κάτοικοι της νήσου Σύμης Ο Γραμματεύς: Μ. Καλαφατάς –Ιωαννίδης». Ο Σουλτάνος Μαχμούτ ο Β΄, εξέδωσε Φιρμάνι το 1835, εντάσσοντας τα νησιά στο Οθωμανικό Κράτος, έτσι η Σύμη, μετά από αιώνες, για πρώτη φορά, υπάγεται σε ένα κράτος και χάνει την αυτοδιοίκηση της. Ο Σουλτάνος, βρήκε την ευκαιρία και κατάργησε το Χαττι Χουμαγιούν του Σουλεϊμάν. Η Σύμη χάνει όλες τις ελευθερίες της και οι Οθωμανοί διορίζουν Τούρκους Μουχτάρηδες (Δημάρχους) στο νησί. Απαγορεύουν να κτίζονται εκκλησίες και να φτιάχνονται οι Συμιακές Σκάφες, που ήταν πολεμικά πλοία. Η Σύμη δεν μπορεί να εκδίδει πια διαβατήρια και να σηκώνει στα πλοία της, τη δική της και ξένες σημαίες. Οι Συμιακοί πληρώνουν χαράτσι, γίνονται ραγιάδες και η Σύμη μέρος του Οθωμανικού Κράτους χάνοντας την ανεξαρτησία της. Το Κοινό της Σύμης χάνει τη περιουσία του, που είναι και τα νησιά μέχρι την ακτή της Ανατολίας. Του τα παίρνει ο Σουλτάνος, ως διάδοχο Κράτος, όχι ως κατακτητής αλλά από τη νέα συνθήκη. Η Σύμη με τα άλλα νησιά αρχίζουν ένα νέο αγώνα, που θα κρατήσει μέχρι τον ερχομό των Ιταλών, που περιορίζεται στη απόκτηση προνομίων. Στον αγώνα αυτό μπήκαν και τα άλλα μικρά νησιά, ήταν «Δώδεκα», έτσι επικράτησε ο όρος Δωδεκάνησος. Η Σύμη λοιπόν, από την συμμετοχή της στης Ελληνική Επανάσταση, έχασε την μακραίωνη αυτονομία της, και την ανάγκασαν, παρακάμπτοντας τα δικαιώματά της, σε υποταγή. Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης, η εσωτερική διένεξη των δύο ομάδων συνέχισε μέχρι το 1863. Τότε ανέλαβαν τα Κοινά του νησιού φωτισμένοι άνδρες, που οδήγησαν τη Σύμη σε πολύ υψηλά επίπεδα, ανάπτυξης και ευημερίας. Κατάφεραν με τη νέα κατάσταση να πάρουν προνόμια και να μεγαλουργήσουν. Όμως θεωρούσαν το νησί τους αλύτρωτο και γι’ αυτό σήκωναν την επαναστατική τους σημαία στις εκκλησίες, τη σημαία του Παναγίου Τάφου. Αυτή θα είναι μια άλλη ιστορία.

Φωτογραφικό υλικό

Προτάσεις Verena

Σε αυστηρό ύφος ο πρώην δήμαρχος Ρόδου Στάθης Κουσουρνάς απάντησε στον νυν Αλέξη Κολιάδη για τα όσα...
  Ψευδείς χαρακτηρίζει τις δηλώσεις του Αλεξάνδρου Κολιαδη, ο  πρόεδρος του Γ´...
Την έλλειψη νεφρολόγου και κέντρου αιμοκάθαρσης στο νοσοκομείο της Καρπάθου επισημαίνει σε επιστολή...
Αρχισαν τα...γαλλικά στο νέο δημοτικό συμβούλιο Ρόδου πολύ νωρίτερα απ ότι αναμενόταν!....Σε μια...