Από παιδιά ξεχωρίζουμε τα πεθαμένα, τα ψόφια από τα ζωντανά, μαθαίνουμε τι πονά, όταν το δαγκώνουμε ή το κλωτσάμε, και τι μπορούμε να το κοπανάμε ελεύθερα, να το κόβουμε και να ξεσπάμε πάνω του, δίχως ντροπές και φόβους.
Κάνουμε την αμφιβολία σιγουριά και μεγαλώνουμε με τη ψυχή να αλυχτά σαν αρσενικός γάτης, πάνω σε σπασμένα κεραμίδια, αλλά το σώμα όλο και πιο αδύναμο, είναι το σακί, που ξεφυλλίζει μπακαλοτέφτερα, φορτωμένα κώδικες και νόμους, μήπως και τρυπώσει πουθενά τις ιδιότροπες ανάσες του.
Ώσπου μια περαστική στιγμή, εμφανίζονται κάποιοι παράξενοι συνταξιδιώτες μας, κάποιοι που δεν έχουν φαρδιές περγαμηνές, ούτε σπουδαίους τίτλους και μας μαθαίνουν ξανά την αλφαβήτα.
Έτσι κάπως γράφεται η πορεία του Μενετιάτη μετανάστη Γιώργη Κατωγυρίτη.
Αμερική, κουζίνες, σερβιρίσματα και λάτζες. Ατελείωτες ώρες δουλειάς, που όμως δεν τα έβγαλαν πέρα μαζί του, έτσι που να δεσμεύσουν το μυαλό και να στενέψουν τη καρδιά του.
Ενώ ο πλανήτης μοιάζει πια με μεγάλο χωρίο, και τα ήθη, τα έθιμα οι παραδόσεις, καίγονται με προσανάμματα ολόκληρες στρατιές, από τωρινές γενιές, όλο και πετάγονται μερικά μικρά κούτσουρα, ξεφεύγουν τέτοιοι τύποι, που κουβαλούν και πελεκούν όλο το κόσμο, πάνω σε μια μικρή στιγμή τους.
Ο Γιώργης ζει τους έξι μήνες στην Αμερική, ένα εστιατόριο με 25 εργαζόμενους δεν του αφήνει λεπτό, για να σηκώσει κεφάλι από τη προγραμματισμένη δουλειά. Κάποτε θα τον κοροϊδεύαμε, σήμερα κουνάμε το κεφάλι από ζήλια, ξεροβήχουμε και ψάχνουμε την άκρη να πάμε για σερβιτόροι.
Κάθε Σεπτέμβρη επιστρέφει στο νησί, στη φαμίλια και στις ρίζες του. Και εκεί στην αρχή αθόρυβα και μοναχικά, έπιασε σκαρπέλα και σφυριά, εργαλεία που τα γνωρίζουν καλά οι μαραγκοί και οι ξυλοκόποι. Εκείνος βάλθηκε να τσακώσει και να φυλακίσει μέσα σε μια λύρα όλη τη παράδοση της Καρπάθου.
Πέρασαν είκοσι χρόνια από τότε, μπορεί και παραπάνω, στην αρχή δεν ένιωθε άξιος, απέφευγε να ξομολογηθεί τη τρέλα, το μεράκι του. Μα όσο περνούσε ο καιρός, τα πήγαινε-έλα από την Αμερική, τόσο και φούντωνε το πάθος, για την αναζήτηση του αυθεντικού Καρπάθικου ήχου. Με τις αποσκευές να φτάνουν φορτωμένες διάσημα ξενικά κούτσουρα, δεν σταματούσε να σχεδιάζει λύρες, όμως έπιανε τον εαυτό του να απορεί, να μην μπορεί να ησυχάσει και κάθε τόσο, να κόβει στη κορδέλα ένα σωρό από τα δημιουργήματα του, να τα πετά στο τζάκι, να ανάβει τσιγάρο με τα κάρβουνα τους και να ξεκινά από την αρχή τα πελεκήματα.
Το μυστικό είναι στο ξύλο, τώρα πια είναι σίγουρος, έχει βεβαιωθεί. Είναι εκείνα τα παλιά Καρπάθικα ξύλα, εκείνα που άκουσαν τόσα μυστικά και χώνεψαν τις ανθρώπινες συνήθειες, βαθιά μέσα στους πόρους τους, αυτά είναι που νίκησαν τον ίδιο το θάνατο. Περιμένουν καρτερικά, σε απάτητα χώματα, στέκονται μέσα στη λάσπη, σκεπάστηκαν από πέτρες, σκίνους ή τα κατάπιε ο ορισμός της ομορφιάς και της ασχήμια μας.
Γυρνάει τα βουνά ο Γιώργος, ψάχνει, ξετρυπά τη γη και κάθε τόσο βγάζει μέσα από τα σπλάχνα της ένα ξεχασμένο απομεινάρι. Αν του μιλήσει, αν νιώσει τη ψυχή του να πάλλεται, το τραβά στο εργαστήρι του. Και εκεί, στη Βαθά, το μεταμορφώνει. Για όλους εμάς, πριν πέσει στα χέρια του, ήταν σκέτο κάρβουνο, ένα πεθαμένο τίποτα, για κείνον ήταν ένας αετός, μέσα σε στενό και σκοτεινό κλουβί, που θέλει, διψά να ανοίξει φτερά να ξαμοληθεί, και να πλανάρει μέσα στις ψυχές μας.
Ο Γιώργης Κατωγυρίτης, ευτυχώς για όλους μας, δεν έχει βρει τον τέλειο ήχο, το μάρς που ακούει μέσα στα όνειρα του.
Συνεχίζει, ψάχνει και φτιάχνει λύρες με μανία, έπειτα μαζεύονται γύρω από τις μούσες του, ετούτα τα λαχταριστά κορούλια του, όλοι οι μουσικοί του τόπου, σπουδαίοι μα και αιώνιοι εραστές, εκεί ντύνουν τη καθημερινότητα στα χρώματα της αιώνια Καρπάθικης παράδοσης.
Δίχως να το πολυκαταλαβαίνουν ακόμη και μέσα από το διαδίκτυο, μας κάνουν όλους κοινωνούς, μας αποδεικνύουν πως τίποτε δεν πεθαίνει, αν πρώτα δεν γίνουμε σύντροφοι με τη λησμονιά.
Όπως το κομμένο, το πεταμένο ξύλο, έτσι κι εμείς αναζητούμε τον καραβομαραγκό να μας πλανέψει, να δουλέψει πάνω στο άυλο κορμί μας, να βγάλουμε, να στύψουμε το δάκρυ και να απομείνει μια μουσική, μια μελωδία, που δεν είναι άλλη από ετούτη τη μικρή, τόσο μεγάλη, τεράστια πατρίδα μας.
Manolis Dimellas





