“Την πατρίδα μ’ έχασα, έκλαψα και πόνεσα.
Λύουμαι κι αροθυμώ, όι όι ν’ ανασπάλω κι επορώ.”
Δανείζομαι τους στίχους αυτού του εμβληματικού ποντιακού τραγουδιού που μιλάει για τον ξεριζωμό των Ποντίων από τη γη που γεννήθηκαν και την σφαγή που υπέστησαν από τον Τούρκο κατακτητή έναν αιώνα πριν, αλληγορικά για όλα αυτά τα τραγικά που συμβαίνουν στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια.
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η πατρίδα μας έπαψε να είναι πλέον φιλόξενη, όχι όμως για τους ξένους αλλά για εμάς τους ίδιους. Μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα χάθηκαν άνθρωποι διότι το υποστελεχωμένο σύστημα υγείας της χώρας δεν αρκούσε για να φτάσουν τα ασθενοφόρα έγκαιρα. Μια γυναίκα στο νησί του Ιπποκράτη πέθανε σε καρότσα αγροτικού στην προσπάθεια να την πάρουν έγκαιρα οι δικοί της στο νοσοκομείο ενώ έπαθε καρδιακό επεισόδιο. Ένας καθηγητής ιατρικής και υποψήφιος βουλευτής του κυβερνητικού κόμματος διαγράφηκε από τα ψηφοδέλτια μετά την απαράδεκτη δήλωση του να αφήνουμε τους καρκινοπαθείς στο τελευταίο στάδιο να πεθαίνουν διότι επιβαρύνουν το σύστημα υγείας.
Η παιδεία μας σε έναν μόνιμο πειραματισμό. Κάθε φορά που αλλάζει υπουργός αλλάζει το σύστημα, τάχα για να εκσυγχρονιστεί. Σε άλλες προηγμένες χώρες το σύστημα είναι ίδιο εδώ και δεκαετίες αλλά μια χαρά τα καταφέρνουν με τον εκσυγχρονισμό και την τεχνολογία. Εδώ ακόμα κάνουμε μαθήματα σε κοντέινερ, παλιούς στρατώνες, κτίρια που έχουν να συντηρηθούν δεκαετίες. Χώρια το πρόβλημα με τη στέγαση των εκπαιδευτικών στα νησιά που τους έχουμε μετατρέψει σε νομάδες, αφού οι ιδιοκτήτες τους πετάνε έξω από τα σπίτια που νοικιάζουν για να τα ενοικιάσουν με περισσότερα χρήματα στους τουρίστες.
Μετά από τόσα χρόνια και εξαιτίας της πανδημίας, κατορθώσαμε να ψηφιοποιήσουμε μέρος της δημόσιας διοίκησης και καμαρώνουμε σαν να ανακαλύψαμε τον τροχό. Δεν ακυρώνουμε την προσπάθεια που έγινε αλλά αυτά στην υπόλοιπη Ευρώπη λειτουργούν πάνω από δέκα χρόνια. Ας είναι κι έτσι. Όμως το πρόβλημα της πραγματικής γραφειοκρατίας δεν το έχουμε λύσει. Ο πολίτης ακόμα ταλαιπωρείται όταν έρχεται αντιμέτωπο με το κράτος. Είτε από απαρχαιωμένους νόμους είτε από συντεχνίες που λυμαίνονται το δημόσιο.
Στις παραλίες μας, αφού τις καταπάτησαν μέρα μεσημέρι οι κάθε λογής “τσαμπουκάδες”, τώρα δεν επιτρέπουν ούτε στα παιδιά μας να απλώσουν την πετσέτα τους και να κάνουν μπάνιο στη θάλασσα. Πρέπει σώνει και ντε να πληρώσουν ξαπλώστρα και ποτά για να απολαύσουν τις παραλίες μας. Μόνο όποιος πληρώνει έχει δικαίωμα. Οι άλλοι να πάνε στις ερημιές.
Η ασυδοσία και η ατιμωρησία καλά κρατούν στη χώρα. Όποιος έχει τις απαραίτητες γνωριμίες προκόβει. Οι υπόλοιποι αγωνιούμε για το πως θα περάσουμε το μήνα, προσπαθώντας να πληρώσουμε τις υποχρεώσεις μας και να επιβιώσουμε σε ένα περιβάλλον που η ακρίβεια και οι φόροι κατατρώνε το εισόδημά μας.
Προφανώς το κράτος δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς έσοδα. Δεν είπε κανείς να μην πληρώνουμε φόρους. Το θέμα όμως είναι αυτοί οι φόροι να πιάνουν τόπο. Αν δεν έχουμε υγεία, παιδεία και υποδομές ποιός ο λόγος να ματώνουμε κάθε μήνα; Για να λέμε ότι ανήκουμε σε ευρωπαϊκή χώρα μόνο κατ’ όνομα;
Δεν ήταν έτσι αυτή η χώρα. Κάποτε ήταν φιλόξενη και επέτρεπε στους πολίτες της να προκόψουν. Τώρα έχει ένα πρόσωπο σκληρό και άτεγκτο. Αντιμετωπίζει με κυνισμό το ανθρώπινο δυναμικό της και δείχνει την πόρτα της εξόδου σε όποιον δεν αντέχει την πραγματικότητά της. Όχι άλλα δάκρυα για τα παιδιά που έφυγαν. Αυτά βρήκαν το κουράγιο να ανοίξουν τα φτερά τους. Τα δάκρυα πλέον είναι για μας που γίναμε ξένοι στην πατρίδα μας. Ξένοι στη χώρα που γέννησε τη φιλοξενία.
Από τη στήλη "ΨΙΛΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ" στη ΡΟΔΙΑΚΗ της Κυριακής