Σημεία ομιλίας του Προέδρου της Δημοκρατίας κ.Προκοπίου Παυλοπούλου στη Ρόδο κατά την κήρυξη των εργασιών της Διεθνούς Διάσκεψης του Συλλόγου Ελληνοαυστραλών Νομικών με θέμα: «Σύγχρονα νομικά θέματα και η επίδραση του Ελληνισμού Το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα και η συμβολή του στον σύγχρονο Δυτικό Νομικό Πολιτισμό -Πρόλογος
Ο σύγχρονος Νομικός Πολιτισμός της Δύσης και, ιδίως, της Ευρώπης φέρει ανεξίτηλα τα -ευεργετικά όπως θα φανεί στην συνέχεια- σημάδια της επιρροής του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος. Και την επιρροή αυτή διαμορφώνουν, ταυτοχρόνως και κατά βάση, οι δύο θεμελιώδεις -και, φυσικά, συμπληρωματικές μεταξύ τους- συνιστώσες του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος, ήτοι η Ελευθερία του Πνεύματος και η προσήλωση στις αρχές της Δημοκρατικής Διακυβέρνησης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η συμβολή του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος στον σύγχρονο Νομικό μας Πολιτισμό εντάσσεται στην ευρύτερη συμβολή του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος στην εξέλιξη και διαμόρφωση του σύγχρονου Δυτικού και, ιδίως, του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού.
Α. Η συμβολή του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος ως προς την εξέλιξη και διαμόρφωση του σύγχρονου Ευρωπαϊκού Πολιτισμού είναι, τουλάχιστον, διπλή: Από την μια πλευρά το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα -ξεκινώντας από την Ιωνία, όπου γεννήθηκε ο «φιλοσοφικός στοχασμός» και γνωρίζοντας την ακμή του ιδίως στην Αθήνα και σε αρκετές αποικίες της εποχής- διέπλασε τον Πολιτισμό αυτόν θέτοντας, μέσω της απελευθέρωσης του Πνεύματος από τον μύθο και τις συνακόλουθες δοξασίες και εμμονές, τις βάσεις της ολοκληρωμένης Επιστήμης και της δυτικής Φιλοσοφικής Σκέψης με συστηματική δομή. Θάλεγε κανείς πως ο Πολιτισμός μας γεννήθηκε από το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα όπως, κατά την μυθολογία, η Αθηνά βγήκε από το κεφάλι του Δία, πάνοπλη, φορώντας περικεφαλαία και κρατώντας ασπίδα. Και, από την άλλη πλευρά, μας δείχνει σήμερα τον δρόμο υπεράσπισης του Πολιτισμού μας, κυρίως δια της αποτροπής της μετάπτωσης της Επιστήμης σε άγονο εμπειρικό πεδίο σώρευσης απλής γνώσης και συλλογής άπειρης, πλην όμως ανώφελης, πληροφορίας.
Β. Μέσα από αυτή την διπλή συμβολή του, το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα μένει αενάως ζωντανό και επίκαιρο, τόσον ως γενάρχης όσο και ως αμετακίνητος πυλώνας του Πολιτισμού μας. Και τον προτρέπει, στην σύγχρονη ζοφερή συγκυρία, με τα λόγια που βάζει ο Οδυσσέας Ελύτης στο στόμα του Αντιφωνητή προς την «Μαρία Νεφέλη»: «Κάνε άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά».
Το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα και το «ξεμάγεμα» του κόσμου. Ο Ευρωπαϊκός Πολιτισμός οφείλει, μεταξύ άλλων φυσικά, στο Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα και την απελευθέρωση της σκέψης από τα δεσμά του μύθου και των επέκεινα δοξασιών και εμμονών και, συνακόλουθα, το άνοιγμα του δρόμου προς την κατεύθυνση της σύγχρονης επιστημονικής δημιουργίας. Σε αυτό συνέβαλε τα μέγιστα το πολιτειακό πλαίσιο της εποχής –και, κατ’ εξοχήν, της Αθήνας, δίχως βεβαίως να παραγνωρίζει κανείς την αντίστοιχη δομή πόλεων-κρατών της Ιωνίας –ήτοι το πλαίσιο της άμεσης δημοκρατίας. Και τούτο διότι οι θεσμοί της άμεσης δημοκρατίας καλλιέργησαν μια πρωτόγνωρη ατμόσφαιρα ελευθερίας –έστω και στο περιορισμένο πεδίο του «πολίτη» της εποχής εκείνης- συνυφασμένη αρμονικά με την συμμετοχή ακόμη και στα πολιτισμικά δρώμενα, όπως καταδεικνύει εναργώς το παράδειγμα της αρχαίας τραγωδίας αλλά και της αρχαίας κωμωδίας, μέσω του τρόπου οργάνωσης των παραστάσεών τους. Ειδικότερα:
Α. Η πορεία του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος.
Η πορεία του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος προς την θεμελίωση της ολοκληρωμένης Επιστήμης και της Φιλοσοφίας με συστηματική δομή παραπέμπει, εν πολλοίς, στον μύθο του Προμηθέα, κατά την Αισχύλεια εκδοχή του. Ήτοι παραπέμπει στον ημίθεο, ο οποίος τίθεται στην υπηρεσία του Ανθρώπου -προκειμένου να του διδάξει τις τέχνες, μέσω της χρήσης της φωτιάς που έχει κλέψει από τους θεούς- με σκοπό να καταστήσει την ανθρώπινη Δημιουργία, την παραγωγή Πολιτισμού, την δύναμη εκείνη η οποία θα απελευθερώσει τον Άνθρωπο από τον αρχέγονο φόβο του θανάτου. Σκοπό, που αποκαλύπτει στον Χορό ο Προμηθέας, με τον συγκλονιστικό στίχο του Αισχύλου (260): «Θνητούς γ’ έπαυσα μη προδέρκεσθαι μόρον» («Έσβησα από τους θνητούς τον φόβο του θανάτου»). Και τούτο στοίχισε στον Προμηθέα την σύγκρουση ως και με τον Δία, σύγκρουση που «σφραγίσθηκε» με την τιμωρία της αλυσόδεσής του στον καυκασιανό βράχο.
Μεσ’ από αυτήν την, οιονεί προμηθεϊκή, πορεία του το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα γέννησε, σχεδόν ταυτοχρόνως, την Επιστήμη και την Φιλοσοφία, υπό τις διευκρινίσεις που δόθηκαν αμέσως πιο πάνω. Την τελευταία δε με την μορφή της κορύφωσης αλλά και του επικέντρου της επιστημονικής μεθόδου, ως θεμελιώδους «εργαλείου» αναζήτησης και επεξεργασίας της γνώσης, που έχει ως τελικό στόχο την διεπιστημονική της προσέγγιση ως την, κατά το δυνατόν, ολιστική θεώρησή της. Η «δοξαστική» σύλληψη και κυοφορία της Επιστήμης –που συνιστά το ισοδύναμο του «big-bang» στο πεδίο μορφοποίησης του «σύμπαντος» της ανθρώπινης δημιουργίας, καθώς ο Άνθρωπος πλάθει το δικό του Σύμπαν για να κατανοήσει εκείνο του Δημιουργού του- είναι, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, έργο των Προσωκρατικών φιλοσόφων καθώς και των Σοφιστών, οι οποίοι επηρεάσθηκαν από αυτούς, με κυριότερους τους Πρωταγόρα και Ιππία, φυσικά με βάση τα υπάρχοντα, δυστυχώς άκρως ελλιπή, ιστορικά τεκμήρια. Και τούτο διότι ήταν εκείνοι που πρώτοι επιχείρησαν –και ουσιαστικώς πέτυχαν- ν’ απαλλάξουν την ανθρώπινη διανόηση από τα «προπατορικά» δεσμά του μύθου και να την οδηγήσουν, σταδιακώς, προς την κατανόηση και εξήγηση του κόσμου στις πραγματικές του, φυσικές, διαστάσεις. Ταυτοχρόνως, αυτή η ριζοσπαστική δημιουργική παρακαταθήκη των Προσωκρατικών υπήρξε, στην μετέπειτα πορεία του Πνεύματος, το σπουδαιότερο όπλο για την αντιμετώπιση των εμποδίων του κάθε είδους δογματισμού που έκανε, κατά καιρούς, την εμφάνισή του. Πόσο αργότερα, άραγε, ο Μαξ Βέμπερ, στην μελέτη του «Η επιστήμη ως επάγγελμα», «ανακάλυψε» ότι η Επιστήμη σημαίνει το «ξεμάγεμα του κόσμου», την «απομάγευση του κόσμου» («die Entzauberung der Welt»), ήτοι την απαλλαγή της σκέψης κατά την έρευνα του κόσμου τούτου από τα «μάγια» του κάθε είδους μύθου! Βεβαίως, και για ν’ αποδοθούν «τα του καίσαρος τω καίσαρι και του Θεού τω Θεώ», είχε προηγηθεί η σκέψη του Ντεκάρτ και του Μπέικον, που εξέφρασαν την πλήρη αντίθεσή τους στην αυθεντία της παράδοσης, στην εξωλογική πίστη, στο δόγμα σε κάθε πεδίο γνώσης, αλλά και η σκέψη του Λάιμπνιτς μέσω της «αρχής του αποχρώντος λόγου», σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχουν «θαύματα», τίποτα στον κόσμο μας δεν συμβαίνει χωρίς λόγο. Όλως αντιθέτως, κάθε φαινόμενο έχει την αιτία του, άρα η πρόοδος της επιστήμης μπορεί να εξηγηθεί μόνο με όρους αιτίου και αποτελέσματος. Όπου ως αίτιο εμφανίζεται αυτό το οποίο επιτρέπει στο αιτιατό να προκύψει υπό συνθήκες δυνατότητας επιστημονικής απόδειξης, που φυσικά και υπόκειται στην διαρκή δοκιμασία της επιλάθευσης. Και με τον τρόπο αυτό, όπως υποστήριξε ο θεμελιωτής της νεότερης επαγωγικής μεθόδου Φράνσις Μπέικον: «Scientia nihil aliud est quam veritatis imago» («η Επιστήμη δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια εικόνα της Αλήθειας»). Β. «Εξήγηση», «κατανόηση», «διαύγαση».
Ίωνες και Προσωκρατικοί λοιπόν, παρατηρώντας τον κόσμο που απλωνόταν γύρω τους, πήραν την εμπειρία και την πληροφορία, η οποία εκπορεύεται από αυτήν, και οργανώνοντας τον φιλοσοφικό στοχασμό στα πεδία της λογικής, της μεταφυσικής και της επιστημολογίας, την μετέτρεψαν σε ουσιαστική, εξελικτικώς αναπαραγόμενη, γνώση και, βασιζόμενοι πρωτίστως στην μεθοδική αποδεικτική διαδικασία -την οποία εφάρμοσαν π.χ. ο Ιπποκράτης και ο Αριστοτέλης- παρήγαγαν Σοφία. Δηλαδή, σε τελική ανάλυση, την Επιστήμη. Βασικό τους όπλο υπήρξε η «πραγματική σκέψη», όπως την «κωδικοποίησε» ο Κορνήλιος Καστοριάδης ως μέθοδο που επιτρέπει, διαδοχικώς:
Αρχικώς την «εξήγηση», που σημαίνει την αναγωγή ενός φαινομένου στις αιτίες του. Έπειτα την «κατανόηση», που σημαίνει την δημιουργία νοημάτων για την σύλληψη της σημασίας της εξήγησης. Και, τελικώς, την «διαύγαση», που σημαίνει την μέσω της εξήγησης και της κατανόησης ολιστική σύλληψη της γνώσης. Κάπως έτσι το Πνεύμα φθάνει στον τελευταίο σταθμό του ταξιδιού της επιστημονικής δημιουργίας, που είναι η Φιλοσοφία. Γ. Η συμβολή των Προσωκρατικών στην ανακάλυψη της Επιστημονικής Μεθόδου.
Τέλος, δεν πρέπει να προσπεράσει κανείς αβασάνιστα το γεγονός ότι οι Προσωκρατικοί, ακριβώς επειδή υπήρξαν συνεπείς πολέμιοι της πνευματικής «αιχμαλωσίας» του μύθου και του δόγματος κατά τα προαναφερόμενα, ουδέποτε επιφύλαξαν στο έργο τους ένα είδος επιστημονικού «σολιψισμού».
Όλως αντιθέτως, και με αφετηρία π.χ. τις ρήσεις του Ηράκλειτου «πάντα χωρεί και ουδέν μένει» και του Πρωταγόρα «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος», έβαλαν πρώτοι στον χώρο της επιστήμης τον «θεμέλιο λίθο» της σχετικότητας, φυσικά υπό την ευρεία του όρου έννοια. Άρα, έστω και εμμέσως, της επιλάθευσης, που, επειδή δεν θεωρεί τίποτε δεδομένο και γι’ αυτό ανοίγει τον δρόμο αναγνώρισης του σφάλματος, προκειμένου η επιστημονική έρευνα να εξελιχθεί ως την τελική, οριακή, αποστολή της, συνιστά τον θεμέλιο λίθο της Επιστημονικής Μεθόδου. Είναι, λοιπόν, οι Ίωνες και οι Προσωκρατικοί που, κατ’ αποτέλεσμα, υπήρξαν οι εμπνευστές του Καρλ Πόπερ, όταν έγραφε για την «ανοιχτή κοινωνία και τους εχθρούς της» -ο ίδιος, άλλωστε, το ομολογεί, ουσιαστικώς ευθέως, στο έργο του «Ο κόσμος του Παρμενίδη, Δοκίμια για τον προσωκρατικό διαφωτισμό» (εκδ. Καρδαμίτσα, 2002)- και του Τόμας Κουν, όταν θεμελίωνε την θεωρία του για την «δομή των επιστημονικών επαναστάσεων». Δεν ήταν, άραγε, αυτοί που –για ν’ αναχθούμε στο κατά Κουν πρότυπο της «επιστημονικής επανάστασης»- συνέθεσαν ένα είδος «επιστημονικής κοινότητας», η οποία διαμόρφωσε και το αντίστοιχο πρώτο «επιστημονικό παράδειγμα», αφήνοντας μάλιστα ανοιχτό τον δρόμο της μελλοντικής αμφισβήτησής του και αντικατάστασής του από ένα νέο «επιστημονικό παράδειγμα» με το ανάλογο περιβάλλον μιας εξίσου νέας «επιστημονικής κοινότητας»; Οι πολιτειακές επιπτώσεις. Αυτό το, ταυτοχρόνως και αθροιστικώς, ελεύθερο, ατίθασο και δημιουργικό Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα είχε καταλυτικές επιπτώσεις στον τομέα της πολιτειακής οργάνωσης και των έννομων τάξεων κυρίως της Αρχαίας Αθήνας και των πόλεων-κρατών, που η ακτινοβολία της κάλυπτε τον ευρύτερο χώρο της τότε ελληνικής επικράτειας, η οποία συμπεριλάμβανε φυσικά και τον χώρο των αποικιών της.
Α. Προς την άμεση δημοκρατία.
Για λόγους σαφήνειας ήταν, αναμφιβόλως, η επιρροή του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος που οδήγησε, αυτή κυρίως, στην γέννηση του προτύπου της άμεσης δημοκρατίας ή, όπου η άμεση δημοκρατία δεν εφαρμόσθηκε στο σύνολό της, του προτύπου της lato sensu δημοκρατικής οργάνωσης και της αντίστοιχης έννομης τάξης -τα «αρχαία ελληνικά δίκαια» μαρτυρούν αψευδώς- ενός συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου με χαρακτηριστικά πόλης-κράτους. Μια τέτοια, lato sensu, δημοκρατική οργάνωση μπορεί να συμπεριλάβει, φυσικά με τα πολιτικοκοινωνικά δεδομένα της εποχής εκείνης, και την αριστοκρατική διακυβέρνηση, όταν βεβαίως η τελευταία δεν συγκάλυπτε την ολιγαρχία αλλά είχε την τάση ν’ αποτελέσει ένα είδος «βασιλικής οδού» προς μια, έστω και περιορισμένης έκτασης, άμεση δημοκρατία.
Β. Το βάρος του δεσποτισμού.
Την επιρροή αυτή του ελεύθερου, ατίθασου και δημιουργικού Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος τεκμηριώνει επαρκώς το γεγονός ότι αυτή η πολυπρισματική φιλελεύθερη ιδιοσυστασία του δεν θα μπορούσε, υφ’ οιανδήποτε ιστορική και πολιτική εκδοχή, να συμβιβασθεί με ανελεύθερες μορφές πολιτειακής οργάνωσης, ήτοι πολιτειακής οργάνωσης με βασικά στοιχεία δεσποτισμού, ατομικού ή συλλογικού.
Ειδικότερα δε δεσποτισμού υπό τον μανδύα π.χ. της βασιλείας, της τυραννίας ή και της ολιγαρχίας. Η ως άνω διαπίστωση ενδυναμώνεται, από ιστορική και πολιτική σκοπιά, αν ανατρέξει κανείς στον τρόπο οργάνωσης και εξέλιξης των μεγάλων Βασιλείων της τότε Ανατολής, με πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα το Περσικό Βασίλειο: Το ανθρώπινο πνεύμα δεν είναι σε θέση να εξελιχθεί και να δημιουργήσει ελεύθερα υπό καθεστώς δεσποτισμού που, μοιραίως, του θέτει όρια σύμφυτα με τις ανάγκες της δεσποτικής επιβίωσης. Με άλλες λέξεις ο δεσποτισμός είναι, από την φύση του, μήτρα οιονεί αμάχητων δογμάτων ή δοξαστικών, που ουδόλως συμβαδίζουν με την ελευθερία του Πνεύματος. Ο δεσποτισμός έχει την τάση να «μαγεύει» το Πνεύμα. Όλως αντιθέτως, το ελεύθερο Πνεύμα -όπως ήταν κατεξοχήν το Αρχαίο Ελληνικό- έχει ως βασική αποστολή, καθώς προεκτέθηκε, το «ξεμάγεμα» του κόσμου. Γ. Ο δρόμος για την Σοφία και την Φιλοσοφία.
Μέγιστη απόδειξη αυτής της αμιγώς φιλελεύθερης ιδιοσυστασίας του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος συνιστά κυρίως η σύγκριση των εκατέρωθεν επιδόσεων ως προς τα αποτελέσματα της πνευματικής δημιουργίας: Το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα, μέσα σ’ ένα πεδίο πραγματικής ελευθερίας, κατάφερε να μετατρέψει την εμπειρία, την πληροφορία και την γνώση σ’ επιστήμη, επέκεινα δε σε φιλοσοφία. Κανένα όμως από τα Βασίλεια της τότε Ανατολής, όση εμπειρία, πληροφορία και γνώση κι αν συσσώρευσαν οι πνευματικοί του άνθρωποι κάθε είδους, δεν μπόρεσαν ν’ ανέβουν ως τον «Όλυμπο της σοφίας» που όρθωσε το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα.
Δ. Η διάσταση των Μηδικών Πολέμων.
Υπ’ αυτό το πρίσμα είναι, καθώς πιστεύω, απολύτως θεμιτό ιστορικώς να ερμηνεύουμε τους Μηδικούς Πολέμους και την τελική περηφανή επικράτηση των Ελλήνων, υπό την Αθηναϊκή καθοδήγηση, και ως εξίσου περιφανή επικράτηση του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος. Που έτσι νομιμοποιείται ιστορικώς, και μάλιστα στο ακέραιο, να διεκδικεί, ως κοιτίδα και λίκνο του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, την «παλαίφατη» όχι μόνο γεωγραφική αλλά και πνευματική οριοθέτηση των συνόρων μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Επίλογος
Μια προσέγγιση σε βάθος των βασικών xαρακτηριστικών του σύγχρονου Νομικού μας Πολιτισμού, στο πλαίσιο των έννομων τάξεων της Δύσης γενικότερα και της Ευρώπης ειδικότερα, αρκεί για να καταδείξει τα εμβληματικά σημάδια που τους έχει κληροδοτήσει το Αρχαίο Ελληνικό Πνεύμα.
Α. Πρόκειται, κατ’ εξοχήν, για τα σημάδια από την μια πλευρά της Ελευθερίας του Πνεύματος, ως αντηρίδας, πάνω στην οποία εξακολουθεί να στηρίζεται το θεσμικό και πολιτικό «αέτωμα» των κάθε είδους σύγχρονων Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, κυρίως δε των ατομικών. Και, από την άλλη πλευρά, της Δημοκρατίας, ως θεσμικού και πολιτικού θεμελίου της οργάνωσης του κοινωνικού συνόλου κατά τρόπο σύμφωνο με την αξία του Ανθρώπου και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Μιας Δημοκρατίας η οποία ξεκίνησε στην Αρχαία Ελλάδα ως άμεση, πλην όμως τα «πυρηνικά» συστατικά της ήταν εκείνα, τα οποία οδήγησαν, μέσω Ρώμης όπως εκτίθεται στην συνέχεια, στην διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της σύγχρονης Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, με «κολοφώνα» τα πολιτικά δικαιώματα, ως μέσα ενεργού συμμετοχής στην πολιτική ζωή, πρωτίστως δια της άσκησης των δικαιωμάτων του εκλέγειν και εκλέγεσθαι.
Β. Βεβαίως, αποτελεί κοινό ιστορικό τόπο το γεγονός ότι δίχως το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο, το οποίο και προσδιόρισε τις συντεταγμένες των κρατικών οντοτήτων εντός των οποίων οργανώθηκαν κανονιστικώς οι Λαοί της Ευρώπης μετά την κατάρρευση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της συνέχειάς της στην Ανατολή, ήτοι της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το αναντικατάστατο πολιτισμικό κληροδότημα του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος δεν θα μπορούσε να οδηγήσει στην γέννηση του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, τουλάχιστον υπό την σύγχρονη μορφή του. Γι’ αυτό η θεσμική κληρονομιά της Αρχαίας Ρώμης συνιστά τον δεύτερο βασικό πυλώνα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, ως δίδυμο και συμπληρωματικό του πρωταρχικού πυλώνα του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος. Η σύνθεση της θεσμικής κληρονομιάς της Αρχαίας Ρώμης, ιδίως ως αμάλγαμα του Νόμου και της «Res Publica», είναι άκρως ενδεικτική αυτής της ιστορικής αλήθειας. Πλην όμως και στο πεδίο της Ρωμαϊκής θεσμικής κληρονομιάς, οι «ψηφίδες» της νομικής παρακαταθήκης της Αρχαίας Ελλάδας θα είναι για πάντα ορατές και, άρα, ευχερώς ανιχνεύσιμες ακόμη και στο περιεχόμενο του σύγχρονου Νομικού μας Πολιτισμού κατά τ’ ανωτέρω. Έτσι π.χ.:
Η ιστορική αλήθεια επιβάλλει ν’ αναγνωρίσουμε ότι ο Δωδεκάδελτος Νόμος, δηλαδή η αρχετυπική εστία της αρχαίας ρωμαϊκής νομοθεσίας, έλκει την καταγωγή της, ως προς την ουσία ρύθμισης των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων, από τα Αρχαία Ελληνικά Δίκαια. Η ίδια ιστορική αλήθεια επιβάλλει ν’ αναγνωρίσουμε επίσης ότι ναι μεν το «δημόσιο συμφέρον», το οποίο συνιστά σήμερα την νομιμοποιητική βάση της οργάνωσης και λειτουργίας του δημοκρατικώς οργανωμένου Κράτους κατάγεται από την «Res Publica» της Αρχαίας Ρώμης. Όμως, οι θεσμικές και πολτικές ρίζες της «Res Publica» ανάγονται -καίτοι με σημαντικές διαφορές ως προς την τελική μορφή τους- στο «κοινό συμφέρον» της αριστοτελικής σκέψης. Τέλος, η ιστορία του δικαίου αποδεικνύει με ενάργεια ότι η δικονομική πρακτική της «Cognitio Extra Ordinem» άφησε στην ιστορία του δικαίου μια σειρά από πολύτιμες γενικές ρήτρες, οι οποίες διαμορφώθηκαν μέσ’ από τα διαδοχικά «rescripta» των Ρωμαίων Ηγεμόνων. Κυρίως δε εκείνων, οι οποίοι είχαν βαθειά επηρεασθεί από την στωική φιλοσοφία. Εμβληματικά υπήρξαν τα σχετικά «rescripta» ιδίως του Τραϊανού, του Αδριανού, του Αντωνίνου, του Μάρκου Αυριλίου, του Σεπτιμίου Σεβήρου -τα «Apokrimata» του οποίου αποτελούν πάντα πολύτιμη οργανωμένη συλλογή- και του Διοκλητιανού. Στις γενικές αυτές ρήτρες, που προέκυψαν μεσ’ από την διαδικασία της «Cognitio Extra Ordinem», έχουν τις ρίζες τους, όπως ήδη τονίσθηκε, αρκετές από τις ρήτρες ευθυδικίας, τις οποίες γνωρίζει και εφαρμόζει πάντα το σύγχρονο δίκαιο, κατ’ εξοχήν στις δυτικού τύπου Δημοκρατίες.