Πειρατές ή κουρσάροι; Μια κουβέντα με τον Μανώλη Περσελή.
(Οι ζωγραφικοί πίνακες που συνοδεύουν το κείμενο, είναι μια δουλειά του Μενεδιάτη, Δήμου Χατζηγεωργίου).
Όταν οι Καρπάθιοι μελετούν τη Κάσο ζηλεύουν λίγο, δεν είναι μόνο τα καλά διατηρημένα έθιμα, αλλά και οι άνθρωποι, που εξακολούθουν να παλεύουν αξιόμαχα, πάνω σε ενά τόπο περισσότερο ταλαιπωρημένο και βασανισμένο από την αδελφή της, τη Κάρπαθο.
Η συνάντηση λοιπόν με έναν Κασιώτη γίνεται πάντα αφορμή, για να λύσω ή να δέσω, εξαρτάται από που κοιτάς την ιστορία, απορίες που γεννιούνται μόνο με ένα κοίταγμα από το νότο, από τον Αφιάρτη προς τα πέρα, την περήφανη Κάσο.
Αυτή τη φορά είμαστε παρέα με τον καθηγητή Μανώλη Περσελή, Kαθηγητής της Θεωρίας και Πράξης της Xριστιανικής Aγωγής στον Tομέα Xριστιανικής Λατρείας, Aγωγής και Διαποιμάνσεως του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας, στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι τίτλοι και οι ταμπέλες δεν είναι τίποτε, μπροστά στο καθαρό πρόσωπο του ανθρώπου, τέτοιο είναι του Μανώλη, δεν αφήνει αμφιβολίες, για την άπειρη αγάπη και το πάθος για τη καταγωγή του.
Τον βρήκα φορτωμένο συγκίνηση, αφού λίγο πριν είχε βρεθεί με το δάσκαλο, τον μαθηματικό, που στάθηκε και στο δικό του πλαϊ, τον βοήθησε, στα δικά του, μαθητικά χρόνια και στις εξετάσεις της εποχής. Πρωτοδιόριστος καθηγητής, ο Καρπάθιος Μανώλης Νιωτής, βρέθηκε στη Κάσο και πέρασαν από τα χέρια και το μυαλό του, ένα σωρό, από τους σημερινούς επιστήμονες, όπως ο Μανώλης Περσελής, αλλά και οι σημερινοί επιστήμονες, γιατροί, ο Μανώλης Λοϊζος και ο Μάνος Παναγιώτου.
Δεν ξεχνά τα ιδιαίτερα μαθήματα, που τους έκανε στην Κάρπαθο ο καθηγητής, μαθήματα που δεν έγιναν με σκοπό τα χρήματα, μοναδικό κίνητρο η αγάπη και το νοιάξιμο του Νιωτή, για τους μαθητές του.
Αφορμή για όλα και πάλι το λαογραφικό συνέδριο στην Κάρπαθο,
ο κασιώτης καθηγητής με την παρότρυνση ένος ξεχωριστού φίλου, του καθηγητή Μηνά Αλεξιάδη, παρουσίασε μια εργασία που γαργαλάει τη φαντασία, αφού πραγματεύεται ατέλειωτα ταξίδια και αγριεμένες θάλασσες, ενώ οι ανέμοι του Καρπάθιου πελάγους, σέρνουν μύθους, φορτωμένους τι άλλο, από πειρατές και κουρσάρους.
Στραβά όμως αρχινήσαμε τη κουβέντα, τι είναι πειρατές και τι κουρσάροι; εσείς αλήθεια το γνωρίζεται;
«Το τάγμα των ιπποτών του Αγίου Ιωάννου, εκείνοι που έφυγαν από τη Ρόδο, διωγμένοι από τους Τούρκους, και ίδρυσαν το μικρό κράτος της Μάλτας, αυτοί, όπως φαίνεται, ήταν οι πρώτοι, που ξεκίνησαν το πλιάτσικο και τις επιθέσεις στα πλοία, με βουλοκέρι και επίσημα χαρτιά.
Ο κούρσος το 1700 γίνεται με σφραγίδες και υπογραφές από τον Δούκα της Μάλτας και ο σκοπός είναι να πολεμήσουν κατά των «απίστων μουσουλμάνων», αυτή είναι η επίσημη δικαιολογία, αλλά παράλληλα προσπαθούν να ελέγξουν όλο το εμπόριο, μέσα από τα θαλάσσια περάσματα».
Η έρευνα του Μανώλη Περσελή, φωτίζει το θολό τοπίο και διαχωρίζει τη σχέση του επίσημου Κούρσου, που έχει τις περγαμηνές του κράτους, από την ελεύθερη πειρατεία. Αιώνιες άρρηκτα δεμένες σχέσεις, ανάμεσα σε νόμιμες και παράνομες κλοπές.
Η μια απορία όμως, φέρνει την άλλη, αλήθεια γιατί οι Κασιώτες γίνονται πειρατές, ενώ οι Καρπάθιοι, μένουν πίσω και πιάνουν τα βουνά;
Σε ετούτη την απορία ο Μανώλης είναι περισσότερο ξεκάθαρος και σίγουρος:
« Η Κάρπαθος παράγει προϊόντα για να ταΐσει, να χορτάσει τους κατοίκους της, πρώτα από όλα έχει νερά, πανίδα και χλωρίδα, λίγο να τη δουλέψεις, γίνεται καρποφόρα και αποδοτική. Αντίθετα η μικρή Κάσος πάντα ζοριζόταν, υπέφερε και έκανε τους Κασιώτες να ψάχνονται, να γίνονται θέλοντας και μη, πολυμήχανοι, να αναζητούν τους τρόπους για την επιβίωση».
Ένα Μαλτέζικο, ναυτικό δικαστήριο και τα αρχεία που ανέσυρε η Αμερικανίδα καθηγήτρια, από το πανεπιστημίου Princeton, Linda Colley, φέρνουν στο φως την εμπλοκή των νησιών μας, στην ιστορία πειρατών και κουρσάρων.
Οι επιστολές του Δεσπότη Καρπάθου και Κάσου Ιερόθεου, το 1632, φανερώνουν τη ξεχωριστή σπουδαιότητα, του περάσματος των εμπορικών πλοίων, εκείνων που πάνε κι έρχονται, σε Κύπρο και Αίγυπτο, φορτωμένα εμπορεύματα, περνούν και ανεφοδιάζονται από εδώ, αλλά δεν ξεφεύγουν από τις ανελέητες επιθέσεις, τα πειρατικά πλοία καραδοκούν, θέλουν να αρπάξουν πραμάτειες, αλλά και ζωντανούς ανθρώπους. Στα γράμματα, ο Δεσπότης Ιερόθεος, περιγράφει την άδικη πειρατεία σε βάρος δύο Μυτιληνιών εμπόρων και του καϊκιού τους, που ήταν φορτωμένο με λινάρι, ξεκίνησαν από την Αλεξάνδρεια και είχαν προορισμό τη Σμύρνη. Στο λιμάνι των Πηγαδίων, πάνω στον ανεφοδιασμό, έγινε το γιουρούσι και το πλιάτσικο.
Μετά τη ναυμαχία στο Ναυαρίνο, τον Οκτώβρη του 1827, ελευθερώνονται, ανοίγουν οι ναυτικοί δρόμοι για τα Ευρωπαϊκά και τα Ρώσικα καράβια. Σε αυτά τα πλοία συναντάμε και τα πρώτα Κασιώτικα πληρώματα.
Αντίθετα, οι Καρπάθιοι τραβιούνται στην ενδοχώρα, φτιάχνοντας χωριά προφυλαγμένα από τις επιδρομές, ενώ οι Κασιώτες φαίνεται να μετατρέπονται σιγά-σιγά, οι ίδιοι σε πειρατές και να σαρώνουν στο αιγαίο.
Η κα Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, στην μελέτη της, «Ναυτικά Πειρατικά της Καρπάθου», περιγράφει με γλαφυρότητα τις δράσεις ανά τους αιώνες. Σε μια επίθεση περίπου στις αρχές του 1500, 130 Καρπάθοι χριστιανοί αιχμάλωτοι πουλιούνται από τους Τούρκους στην Αττάλεια. Όλο τον 16ο αιώνα Μαλτέζοι και Γάλλοι κουρσάροι, επιχειρούν στο Καρπάθιο, για λογαριασμό των Ιωαννιτών Ιπποτών της Μάλτας ή των Φλωρεντίνων, που παρουσιάζονται στην περιοχή ως Τάγμα του Αγίου Στεφάνου, από τις αρχές του 17ου αιώνα.
Η Ε. Αρβελέρ, στέκεται ακόμη και στην Ελληνική πειρατική δράση, που είναι κυρίως οι Μανιάτες αλλά και οι κάτοικοι της Ίου, που οι Τούρκοι την είχαν ονομάσει «Κουτσούκ Μάλτα», δηλαδή μικρή Μάλτα.
Για τον τελευταίο Έλληνα πειρατή, που έδρασε αλλά και έζησε στην Κάρπαθο στις αρχές του 20ου αιώνα, τον θρύλο Γιώργο Φανάρη ή Γιώργη της Μαμμής, έχει ερευνήσει αλλά και γράψει ένα σπουδαίο αφιέρωμα ένας άλλος Καρπάθιος καθηγητής, ο Μιχάλης Π. Χιώτης.
Ο γεροδεμένος, μαυρομάτης με το τσιγκελωτό μουστάκι, πειρατής που ταϊζε λουκούμια τη φοράδα του, όπως φαίνεται ήταν κι αυτός, Κασιωτο-κρητικός, αλλά ζούσε χρόνο-καιρό στη Κάρπαθο.
Ένα σωρό ιστορίες φαίνονται πια αχνές, τριγύρω από τη φοβερή σκιά του.
Στις εξαιρετικές μαρτυρίες του Μ. Χιώτη, τον βρίσκουμε να καθαρίζει, να σφάζει με ευκολία, όποιον και ό,τι τον μποϊζει.
Γεμίζει το δίκανο και σκοτώνει. Η Αθηναϊκές εφημερίδες της εποχής, Σκρίπτ και Εμπρός, τον έχουν για τρομερό και αδίστακτο, σχεδόν πάντα επικηρυγμένο.
Πιάστηκε, και σιδηροδέσμιος πέρασε από την Κρήτη και από εκεί δικάστηκε και καταδικάστηκε στην Αθήνα.
Ξαναγύρισε το 1929 στην Κάρπαθο, όπου και έζησε σε όλη την περίοδο της ιταλικής κατοχής.
Αντιγράφω αυτολεξεί, τη προσωπική μαρτυρία, της μητέρας του Μιχάλη Χιώτη, Μαριγώς Π. Χιώτη:
«Δεν ήταν κακός (ο πειρατής Μαμμής ή Φανάρης), τον καπνό του ήθελε μόνο να πουλήσει. Λέουν πως τον τρέμανε όλοι. Στο σπίτι μας ερχόταν τακτικά. Δεν μας επείραξε ποτέ. Καπνό άφηνε και δεν τολμούσε κανένας να πεί πως δεν τον θέλει..φευγούν οι άνθρωποι. Και ο πατέρας μας έφυγε και ο Μαμμής έφυγε... Οι ιστορίες μένουν μόνο παιδί μου...»
Από το Απέρι και τα βαφτιστήρια του ξακουστού Γιώργη της Μαμμής ή Φανάρη, που έκαμε μπόλικα, πετάμε λίγο παραδίπλα, στο χωριό Όθος, που αν τύχει και χασομερήσεις, θα ακούσεις για τους άγριους πειρατές με το τρίτο μάτι, εκείνο το ζωγραφιστό στο μέτωπο, οι τριμάτιες έκαναν πλιάτσικο στο χωριό, όταν ακόμη ήταν κάτω στον Αφιάρτη.
Μάλιστα ο μύθος θέλει τον παπά κατά τη διάρκεια λειτουργίας, να βάζει παρατηρητές έξω από την εκκλησία, να κοιτούν και να μην χάνουν από τα μάτια τους, τους χαμηλούς θάμνους στα παράλια,
αν τους έβλεπαν να μετακινούνται, έπιαναν όλοι τα μάτια τους, έτρεχαν για τα βουνά, αφού οι μεταμφιεσμένοι πειρατές, σκαρφίζονταν διάφορα κόλπα για να πιάσουν στον ύπνο τους Καρπάθιους.
Με τον Κασιώτη καθηγητή Μανώλη Περσελή, μοιραία η κουβέντα ξαναγυρνά στην Κάσο και στην ναυτική της ιστορία και παράδοση. Έπειτα από την καταστροφή του νησιού, το Μάη του 1824, οι περισσότερες οικογένειες έφυγαν από τον καμένο τόπο. Βρέθηκαν στη Αμοργό, στη Νάξο, στην Πάρο και στη Σύρα. Οι τοπικές μάλιστα εφημερίδες, γράφουν τις διαμαρτυρίες των μονίμων κατοίκων, για αυτούς τους καινούριους άγριους, που εγκαταστάθηκαν στους τόπους τους.
Οι κοσμογυρισμένοι αυτοί ναυτικοί, οι Κασιώτες, όχι μόνο δεν ξέχασαν το νησί τους, αλλά είκοσι χρόνια μετά, σχεδόν όλοι, επιστρέφουν και ξεκινούν την ανοικοδόμηση. Ιδρύουν σχολεία, χτίζουν εκκλησίες, μάλιστα ο Μανώλης Περσελής, κάνει μια μικρή παύση, αφού το μυαλό του πέφτει πάνω στις αρπαγμένες, από την Αρκάσα Καρπάθου, αρχαίες κολώνες, αυτές που μεταφέρθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν στο χτίσιμο της Παναγίας του Νιμποριού.
Πολύ σύντομα τίποτε δεν θύμιζε το ολοκαύτωμα και την καταστροφή από τους Τούρκους και όλα αυτά εξαιτίας της ναυτιλίας, που ήταν η κύρια δύναμη των Κασιωτών.
Σήμερα τα πράγματα δείχνουν περισσότερο δύσκολα, οι σύγχρονοι πειρατές, μάλλον κουρσάροι, δεν κάνουν πλιάτσικο από τις ακτές των νησιών, πέφτουν μιλιούνια, στα κρυφά, κυρίως μέσα από το διαδίκτυο και την ανοικτή τηλεόραση.
Προσγειώνονται μέσα στις καρδιές και τις ψυχές των ανθρώπων, αρπάζουν κάθε διαφορετικό, ξεχωριστό πολιτισμό και κάνουν δικό τους ό,τι θελήσουν, με οδηγό τη παγκοσμιοποίηση, που δεν θέλει ξεχωριστές φωνούλες.
Ο Μανώλης Περσελής δεν κρύβει την απογοήτευση του, από τη μια η κρατική λησμονιά και η εγκατάλειψη, όπως περιγράφει γλαφυρά, κάνουν τον τόπο, που έχει έναν βαρύ πολιτισμό, να είναι σφαλισμένος, γερά κρυμμένος, «σε μια ιδιότροπη, λανθάνουσα φάση», από την άλλη οι πρωταγωνιστές νησιώτες, οι σίγουρα ήρωες, κάτοικοι, προσπαθούν να διαχειριστούν τα «διαμάντια» μας, πολλές φορές με βιασύνη κάνοντας νευρικές «ξεπέτες».
Έδω κάπου φαίνεται ο ρόλος του δασκάλου, εκείνου του σοφού, συνετού συντοπίτη, που θα βάλει πλάτη, θα βοηθήσει να διαβούμε το φουσκωμένο ποτάμι της εποχής, να παλέψουμε με τους μοντέρνους κουρσάρους ή αν προτιμάτε πειρατές, με όσο δυνατόν λιγότερες απώλειες, και όπως φαίνεται ο Κασιώτης δάσκαλος, Μανώλης Περσελής, προσπαθεί με το παραπάνω, να μας εμπνεύσει λίγο από το ήθος, αλλά και το δυνατό πάθος, που είχε εκείνη η πραγματικά δύσκολη εποχή.
Manolis Dimellas