Σκέτο κουκλί, σα θυμαρίσιο μέλι, ήταν αυτό το κορούλι. Ένα ψιλό μελανούρι, που μπορούσε με μια μοναχά λοξή ματιά, να βάλει σε πειρασμό ακόμη και έναν διαβατάρη Άγιο. Από το Λάϊ μέχρι τη Σίσαμο, τη γειτονιά που ξεχειμώνιαζε με τους γονείς της, εκεί κάτω στα Πηγάδια της Καρπάθου, όλοι τη γνώριζαν, μα εκείνη κρατούσε γερά τη πόζα της. Η φτώχεια τους δεν είχε λόγια για να τη περιγράψεις, και η μάνα της, η Καλλιόπη, που την εφωνάζα με το τσούκλι Καλλιάθη, μαζί με τον άντρα της, τον Μιχάλη, αφήναν τη μισή φαμίλια στο μετόχι των Μενετών, στο Λάϊ, για να ξανοίουν πως θα γεμίσουν το τσουκάλι και να ψωμοχορτάσουν.
Οι γονείς τραβούσαν με τις δύο από τις έξι κόρες, τη Ευδοξία και το Σοφιό, που ήταν ακόμα μωρό, στα μαντρωμένα πράματα, τα ζώα τους στη Σίσαμο, τα Πηγάδια.
Όσο όμορφη ήταν η Ευδοξία, άλλο τόσο ήταν μετρημένη και λιγομίλητη. Είχε να το κάμει η Καλλιάθη για το δεύτερο κορούλι της, ετούτη εδώ, η Ευδοξία, ούτε το κεφάλι δεν σήκωνε για να κοιτάξει τους Ιταλούς στρατιώτες, που δεν έχαναν την ευκαιρία, για να μη κάμουν και κεινής κόρτε, να μην τη χαλβαδιάσουν οι καραμπινιέροι.
Ακόμη κι αν έπιανε καμμιά ξαφνική μπόρα, εκείνη προτιμούσε να στέκεται για ώρες, καταμεσίς των χωραφιών, μούσκεμα μέσα στη βροχή, παρά να τρυπώσει σε σταύλους με αγνώστους, και να απαντά στις επίμονες ερωτήσεις τους.
Το χειμώνα του '45 όλο το νησί ένιωσε σα να ξεκολλά από το βάλτο, έβγαζαν, επιτέλους, τους κατακτητές από το πετσί τους και ο Μιχάλης με τα έξι θελυκά του, μπορεί να μην είχε τα γαμπρίκια, για να τις παντρέψει με ευκολία, όμως χαιρόταν που θα ανασαίναν, επιτέλους ελεύθερα και το σπουδαιότερο, για πρώτη φορά, ντυμένοι στα Ελληνικά χρώματα, έστω και μπαλώματα.
Άφηνε, όπως όλοι, λίγο λάσκα το σκοινί, να ζήσουν μωρέ σαν άνθρωποι, να πάψουν πια τα φοβιστικά χάδια του πολέμου.
Ήταν τότε που φάνηκαν οι καλεσμένοι μας Εγγλέζοι, και ξεφορτώναν ντάνες με μισομάλλινες κουβέρτες, και τις σκατολέτες με τα τρόφιμα, που τώρα άλλαξαν όνομα και τα λέγαν μπόξια. Κουβάλησαν και ένα σωρό από ταλαίπωρους πρόσφυγες στο ριμαγμένο Ιταλικό αεροδρόμιο του Αφιάρτη, που έστησαν σκηνές πάνω στη παραλία του μακρύ γιαλού.
Οι Εγγλέζοι το μισοξεκαθάριζαν, αυτοί δεν ήρθαν για να μας καβαλήσουν, ήταν σύμμαχοι που θέλαν το καλό μας, έτσι έλεγαν από τα μεγάφωνα και κλείναν με φαϊ, το πεινασμένο στόμα μας. Όμως οι κανόνες ήταν δικοί τους, τα αφεντικά του τόπου ήταν εκείνοι.
Μαζί τους έφεραν και ένα τσούρμο από παράξενους στρατιώτες, άλλο χρώμα και με τόσο διαφορετικά χαρακτηριστικά.
Οι Ινδοί φαντάροι φορούσαν ακόμα και σαρίκι στα κεφάλια τους, άσε που μιλούσαν μια γλώσσα τόσο ιδιότροπη, εντελώς ξένη για τα Καρπάθικα ακούσματα. Η πιτσιρικαρία δεν έχανε την ευκαιρία, κάθε που συναντούσε μερικούς απο δαύτους άρχιζε να τους παρασταίνει, κορόϊδευαν τους "Ίντιαν, κούλου-κούλου", έτσι τους φώναζαν τα Καρπαθάκια και έτρεχαν, έκοφταν για τα βουνά, αφού το χρώμα, κυρίως η στρατιωτική στολή, ακόμα γεννούσε φόβο. Δικαιολογημένα, αφού ήταν τόσο φρέσκες οι μνήμες από τους Ιταλογερμανούς κατακτητές.
Ο Μιχάλης και η Καλλιάθη, όπως όλοι οι άνθρωποι του μόχθου, άφηναν στους γραμματιζούμενους να κουμαντάρουν τις τύχες τους.
Ακόμη και την ελευθερία που ένιωθαν, ήθελαν λίγο χρόνο για να τη πιστέψουν , ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν είχαν νιώσει τόσο άνετα μέσα στο σπίτι τους, ωστόσο ήταν μουδιασμένοι πάνω στο νησί τους.
Άνοιξη, οι μέρες Πάσχα του 1945, ήταν ακόμη κρύες, φορτωμένες υγρασία, δίπλα στο τζάκι καθόταν ο Μιχάλης με την Ευδοξία, που προετοίμαζε το μεσημεριάνο. Η Καλλιάθη είχε πάει στα ζώα, όχι μόνη, αφού η μικρή κόρη της Σοφία, δεν έλεγε να ξεκολλήσει από την αγκαλιά και το βυζί της μάνας.
Από τις προηγούμενες ημέρες ένας Ινδός στρατιώτης όλο και γυρόφερνε το κορίτσι. Ο ίδιος μπαινόβγαινε σε ένα παραδιπλανό σπίτι, εκεί έδινε τα ρούχα του για καθάρισμα, και βρήκε ευκαιρία
να φέρνει ψιλοπράγματα, σαχλά μπιχλιμπίδια για δώρα, στην Ευδοξία, που όμως εκείνη ποτέ δεν τα άγγιξε.
Την Τρίτη 8 Μαϊου 1945, δυο μέρες μετά το Πάσχα, ο Ινδός δεν άντεξε και τράβηξε για να τη βρεί στο σπίτι.
Επικοινωνία δεν υπήρχε, λίγο με τα χέρια, κυρίως όμως με τα μάτια, έμοιαζε να της ζητά επίμονα μια δική της φωτογραφία, αυτό κατάλαβε η κόρη, που τον έδιωξε βιαστικά από το μικρό σταυλάκι, ενώ ο πατέρας της τρόμαξε και σταυροκοπιόταν, σηκώθηκε και κλείδωσε με το ξεχαρβαλωμένο και ραϊσμένο μάνταλο την ξωπορτιά.
Αναρωτιόταν μήπως θα ήταν καλύτερα να φωνάξουν κάποιον από τους Εγγλέζους πολιτσμάνους, για να μάθει τα χαϊρια του Ινδού.
Όμως η Ευδοξία τον καθυσήχασε και συνέχισε να μαγειρεύει.
Δεν πέρασε ούτε μια ώρα και νάτος πάλι ο Ινδιάνος, να χτύπα με βία τη πόρτα.
Είχε αλλάξει ρούχα και φορούσε έναν μακρύ μαύρο επενδύτη, που μάλιστα είχε φροντίσει να τον κλείσει σφιχτά με μια δερμάτινη ξεφτισμένη ζώνη.
Λίγα τα λόγια και πολλές οι νευρικές κινήσεις, φανέρωναν τη παράξενη πρόθεση του. Ήθελε να της αρπάξει το μικρό ψεύτικο δαχτυλιδάκι, αυτό που φορούσε στο δεύτερο δαχτυλάκι του δεξιού της χεριού. Έψαχνε κάποια αφορμή για να μουντάρει το κορίτσι.
Με μια κίνηση τη γράπωσε, και προσπάθησε να τη τραβήξει έξω από το σπίτι. Εκείνη του ξέφυγε, έτρεξε και κάθισε δίπλα στη φωτιά, γύρισε την πλάτη της στον Ινδό στρατιώτη, που σταμάτησε τις χειρονομίες και άρχισε να φωνάζει δυνατά στην άγνωστη γλώσσα του.
Η λάθος στιγμή της Ευδοξίας, ήταν πάνω στο τρελό, παθισμένο παραλύρημμα του άγνωστου Ινδού στρατιώτη.
Όσο εκείνη του έδειχνε το δρόμο, τόσο εκείνος αφήνιαζε και εξαγριωνόταν ακόμα περισσότερο. Ώσπου άνοιξε το πανωφόρι του και άρπαξε το πιστόλι στο χέρι του. Την σημάδευε, ενώ εκείνη γυρνώντας κατά μέτωπο, άρπαξε τη κουτάλα και ανακάτευε νευριασμένη το φαγητό. Ο πατέρας της είχε κοκκαλώσει στο σκαμνί, ενώ ο Ινδός δεν άντεξε και πυροβόλησε προειδοποιητικά μέσα στο τζάκι. Ένας σιριγμός και η σφαίρα χάθηκε, τρύπωσε μέσα στη φωτιά, καμμιά συγκίνηση, κανένας φόβος, δεν κατάφερε να τη τρομάξει.
Η Ευδοξία τον κοίταξε ευθεία, μέσα στα μάτια, σαν να του έλεγε πως δεν περνάνε αυτά, εμείς είμαστε ελεύθεροι, κράτα την αχόρταγη πείνα σου, την όρεξη σου για τα δυστυχισμένα κοριτσόπουλα του τόπο σου!
Η επόμενη σφαίρα τρύπησε το στήθος της Ευδοξίας, ήταν τέτοιο το χτύπημα που δεν τη γονάτισε αμέσως. Ο Ινδός κοκάλωσε για μια στιγμή, έπειτα αλαφιασμένος και τρομοκρατημένος, έδειχνε μόλις να έχει ξυπνήσει και το έβαλε στα πόδια σα ζαλισμένο σκυλί, ενώ εκείνη έκανε να σηκωθεί, να τον πάρει στο κατόπι. Δεν τον πρόλαβε, σωριάστηκε αιμόφυρτη στο πάτωμα.
Οι επόμενες στιγμές ήταν οι τελευταίες για το κορούλι, που στάθηκε αληθινό παληκάρι, στο πρόχειρο κρεβάτι του μικρού στρατιωτικού νοσοκομείου Πηγαδίων.
Τα κλάματα, τα μαλιοτραβήγματα και τα μοιρολόγια έξω από το δωμάτιο της Ευδοξίας δεν είχαν σταματημό, ενώ η ίδια έδινε κουράγιο σε όλους όσοι έμπαιναν να τη αποχαιρετίσουν.
"Να, για κοιτάχτε, δεν έχω πουθενά αίματα, μην κάνετε λοιπόν σαν παιδιά, σε λίγο θα φύγω από εδώ και θα μαζευτώ στο σπίτι και στις δουλειές μου". Έλεγε το κορίτσι που τελικά δεν άντεξε. Λίγες ώρες μετά η Ευδοξία έσβησε από ακατάσχετη εσωτερική αιμοραγία, και μαζί της τράβηξε το μύθο για τον τρανό Εγγλέζικο συμμαχικό στρατό, που έφερνε προστασία και ασφάλεια. Σύμμαχοι ή εχθροί, όλοι σκάλιζαν και κάτι έψαχναν κάτω από τις δικές μας πέτρες, αλλιώς ούτε που θα βλέπαν τη χώρα μας στο χάρτη.
Manolis Dimellas