Ο φωτογράφος Νίκος Κασσέρης, στην εποχή των selfie - Του Μανώλη Δημελλά

"Μπροστά στον Παρθενώνα ένα παράξενο μαγνητικό πεδίο τίναζε σαν ηλεκτρικό ρεύμα, τα μαλλιά των περιηγητών στον αέρα. Ήμουν σίγουρος, είχα τραβήξει μια σειρά από τις πιο ιδιαίτερες φωτογραφίες μου.

Δυστυχώς το φιλμ ήταν ήδη χρησιμοποιημένο,οι διπλοτυπίες ήταν άχρηστες!

Τελικά ξέρεις τι απομένουν στη μνήμη; Μόνο οι στιγμές που δεν τα κατάφεραν, δεν πάγωσαν στο χαρτί, δεν χάραξαν καμμιά ψηφιακή πλάκα".

Νίκος Κασσέρης.

Εικόνες, όλο και περισσότερες φωτογραφίες και μάτια μιλιούνια, χιλιάδες αχόρταγες κόρες και ολάσπροι βολβοί, όλα κρυμμένα πίσω από φωτεινές ψηφιακές οθόνες, καταπίνουν αμάσητα, μικρές ή μεγάλες, γωνιές της ιστορίας.

Από τη μια οι ερασιτέχνες, οι παθιασμένοι εραστές της πιο διάσημης τέχνης, και από την άλλη οι επαγγελματίες, όλοι εκείνοι που έβγαλαν μεροκάματα τρυπωμένοι μέσα στα κλείστρα των φωτογραφικών τους μηχανών.

Συνήθως παρατηρούμε και θωπεύουμε τις εικόνες που άφησαν κληρονομιά κάποιοι διάσημοι φωτογράφοι, δεν ψάχνουμε ψεγάδια, έχουμε πια αποδεχθεί, πολλές φορές δίχως να πολυκαταλαβαίνουμε την καλλιτεχνική αξία τους.

Στους πιο σύγχρονους δημιουργούς τα πράματα δυσκολεύουν. Από την Kodak του 1880, και την πρώτη φωτογραφική μηχανή μιας χρήσεως, δίχως οφθαλμοσκόπιο και με φίλμ 100 στάσεων, φτάσαμε στη μαγεία της ψηφιακής καταγραφής. Όλοι μπορούμε, όλοι έχουμε το δικαίωμα, να ξεχωρίσουμε σε αυτή τη τέχνη.

Είναι ο ερασιτέχνης λοιπόν, μάλιστα, αυτός είναι ο Εραστής της Τέχνης και σε όποιον αρέσει!

Κι ο επαγγελματίας;

Πάμε λοιπόν από την ανάποδη, τι θα πει επαγγελματίας φωτογράφος;

Πρόκειται για ξερό βιοπορισμός ή μια εσωτερική ανάγκη που πιο παλιά γινόταν διέξοδος, περνούσε μέσα από φωτοφράκτες μαχαίρια, και βουτούσε σε ανήλιαγα, σκοτεινά υπόγεια, που μύριζαν υποσουλφίτ και κάπως έτσι μπορούσαν να γεννηθούν θαύματα;

Ένας καφές στην Παλιά πόλη της Ρόδου, με οδηγό τον Νίκο Κασσέρη, πατάει πάνω σε στοίβες φωτογραφικά χαρτιά, Α/Μ αρνητικά και slides 10Χ12,15, ακουμπά πάνω σε σώματα από ξεχασμένες linhof και hasselblad, ξεδιπλώνει όλες τις αγωνίες του φωτογράφου που πονάει κάθε καρέ, παγωμένο και ξεχασμένο ή ένα ατράβηχτο φευγαλαίο όνειρο!

Περιγράφει την διαδρομή του, ενώ τα μάτια του κάθε τόσο στέκονται σε ανύποπτες γωνιές, βλέπει εικόνες, γράφει σε ένα μαγικό φίλμ τις στιγμές του, είναι ο ίδιος μια μηχανή μεγάλου φορμά, έτοιμη να μπλέξει γραμμές και φόρμες με φοντάρισμα προς το μέλλον.

"Χαίρομαι που η φωτογραφία είναι το πιο δημοκρατικό μέσο έκφρασης και σήμερα οι φωτογραφικές μηχανές φωτογραφίζουν μόνες τους, έτσι ο καθένας μπορεί να γίνει φωτογράφος και εν δυνάμει καλλιτέχνης. Όμως την ίδια στιγμή στεναχωριέμαι σαν επαγγελματίας, για να επιβιώσεις πλέον και να μπορείς να κάνεις πράγματα ακόμη πιο παραγωγικά, πρέπει να το κάνει όπως ο ζωγράφος, μόνο από αγάπη και να λέει: εγώ δεν προσδοκώ να επιβιώσω από αυτή τη δουλειά...". Ν.Κ.

Ο Κασσέρης δεν δείχνει σημάδια απογοητεύσεων, στην εποχή μας συνήθως οι δημιουργοί πνίγονται μέσα σε έναν ωκεανό απωθημένων. Ο ίδιος είναι χορτάτος, γεμάτος από ενσταντανέ που ευτύχησε να τα δει και να τα μοιράσει εκτυπωμένα.

Η φωτογραφία τον διαλέγει, και ίσως το κάρμα να είναι ένα ψέμα, όμως σε τέτοιες περιπτώσεις είναι το πιο τρυφερό άγγιγμα της ζωής.

Τρυπώνει στη ζωή του από σύμπτωση, το καλοκαίρι του '69, τρεις φίλοι πραγματοποιούν μια εκδρομή με ποδήλατα σε όλη τη Ρόδο. Ο Νίκος Κασσέρης χρήζεται από την ομάδα φωτογράφος! Αυτό ήταν!

Η δεκαετία του ΄70 τον βρίσκει να σπουδάσει Οικονομικά στην Αθήνα, ο νεαρός Ροδίτης ρουφά σα σφουγγάρι εμπειρίες και γνώσεις και πολιτικές θεωρείες στη μεγαλούπολη. Δουλεύει τους χειμώνες σε πρακτορείο φωτορεπορτάζ, ενώ τα καλοκαίρια επιστρέφει στο νησί και εργάζεται σε εστιατόρια.

Το μαγαζί του Ρετζέπ ήταν αληθινό σχολείο για κείνον. Ο ιδιοκτήτης του, που πέθανε πάμφτωχος, ήταν από τους πρώτους που έμαθαν στον Νίκο πως είναι να πονάς την επιχείρηση σου και να σέβεσαι τον κόσμο. Να είσαι "καθαρός, τίμιος επαγγελματίας".

Το '73 χάνει, με αφορμή ένα ατύχημα, τον πατέρα του. Στέκεται στην κουβέντα και περιγράφει τις τραγικές στιγμές, που ακόμη σήμερα μοιάζουν γεμάτες από αγκάθια. Την ίδια εποχή είναι η θητεία του στον στρατό, που του δίνει ακόμη περισσότερα φωτογραφικά εφόδια, αφού όλη τη περίοδο εξακολουθεί να μπαινοβγαίνει σε σκοτεινούς θαλάμους και να γεμίζει με φιλμ μηχανές μεγάλου φορμά.

Ο Νίκος θα απολυθεί το 1974, και για τα επόμενα χρόνια ολοκληρώνει τις σπουδές του και θα δουλέψει στην εφημερίδα της ΚΝΕ, τον "Οδηγητή". Τα περίφημα φεστιβάλ της ΚΝΕ, αφίσες και μεγάλες εκτυπώσεις, θα περάσουν από τα χέρια του, και θα του δώσουν ένα δυνατό πολιτικοκοινωνικό κριτήριο που το συναντάμε στις κατοπινές εικόνες του. Έτσι φτάνει προς το τέλος της δεκαετίας, και αποφασίζει να πετάξει για σπουδές στην Ευρώπη. Περίπου ένα χρόνο ζει στη Κολωνία της Γερμανίας και μαθαίνει τη τεχνική για φωτογραφήσεως Μουσείων. Αν και υπάρχει ανοιχτή πρόταση για να συνεχίσει στο Λονδίνο σπουδές φωτογραφίας, επιστρέφει στην Ελλάδα και στο νησί του. Αυτή τη φορά δεν επιστρέφει μόνος, είναι με την σύζυγο του και έχει φτάσει η στιγμή των μεγάλων αποφάσεων.

Ο γάμος ολοκληρώνει τη σχέση τους, και στα επαγγελματικά η πορεία εξακολουθεί να έχει έναν σταθερό προσανατολισμό.

"Ξεκίνησα με ένα εργαστήριο στην Ιαλυσό. Εκεί όμως θα έπρεπε να τα κάνω όλα μόνος μου. Δεν αρκούσαν δύο χέρια, έτσι διαλέγω, για πρώτη φορά, να κάνω studio σε όροφο. Στο κέντρο της Ρόδου, στα εκατό μαγαζιά, Αγοράζω με δάνειο δύο Hasseblad και μια Sinar, έπρεπε να ανταγωνιστώ με σοβαρότητα όλους τους ξένους φωτογράφους. Όμως το πιο σημαντικό ήταν να μπω στο χώρο αλλά να μην σπάσω τις τιμές και να διαλύσω ότι είχα παλέψει οι προηγούμενοι.

Είχα και το τραπεζικό επιτόκιο των μηχανών, που έφτασε στο 30%! Δεν υπήρχαν περιθώρια, έπρεπε να δουλέψω". Ν.Κ.

Όλη τη δεκαετία του '80, ο Κασσέρης αποδίδει εικόνες, μετά από προτάσεις τουριστικών πρακτόρων, γυρνά όλη την Ελλάδα και με τρεις κάμερες μεσαίου και μεγάλου φορμά, πραγματοποιεί, δίχως και ο ίδιος να το έχει κατά νου, ακριβώς εκείνο που είχε για όνειρο. Και από τις αρχές του 1990 ξεκινά τις εκδόσεις φωτογραφικών λευκωμάτων.

Η πρώτη καμπάνια του ΕΟΤ περνά πρώτα από το μάτι και έπειτα από τον σκοτεινό του θάλαμο, και πάνω που αρχίσει να στρώνει, και να γίνεται κομμάτι της Ελληνικής φωτογραφίας, μια μάλλον τυχαία αίτηση της συζύγου του, τον φέρνει να συμπληρώνει τα μόρια και ως πτυχιούχος, με δύο παιδιά, να γίνεται δημόσιος υπάλληλος.

Τώρα έπρεπε να διαλέξει, την μονιμότητα της Τράπεζας ή την αγωνία του επιχειρηματία φωτογράφου;

Από τη πρώτη στιγμή στον καινούριο εργασιακό του χώρο, και ο διπλανός υπάλληλος μετρούσε οκτάωρα, μέρες, μήνες και χρόνια μέχρι την τελική έξοδο, τη σύνταξη. Του πρότεινε να κάνει και ο ίδιος τον υπολογισμό!

Δύο χρόνια και κάτι, κράτησε τον τίτλο του Τραπεζικού υπαλλήλου, κι αυτό γιατί περίμενε μια μετάταξη στο αρχαιολογικό της Ρόδου, εκεί μόλις είχε ξεκινήσει και δούλευε ένα πρόγραμμα με τον αρχαιολόγο Ηλία Κόλλια και τον φωτογράφο Στουρνάρα, για τη διάσωσης 9000 γυάλινων φωτογραφικών πλακών, από της εποχή της Ιταλοκρατίας.

Παραιτήθηκε αφού μετάταξη δεν έγινε ποτέ, ενώ οι περισσότερες από τις παλιές Ιταλικές φωτογραφικές πλάκες, τα αρνητικά, ακόμη περιμένουν.

Δείχνει της φωτογραφίες του με συστολή, μιλάει για τις μηχανές, αγγίζει τους φακούς του σαν να πρόκειται για ολοζώντανους οργανισμούς.

Οι φωτογραφίες του Κασσέρη έχουν μια παράξενη κίνηση, αποτυπώνουν τη στιγμή και διατηρούν αναλοίωτη τη φρεσκάδα της, διατηρούν το άρωμα και την αυθεντικότητα τους. Τα λουλούδια του δεν είναι ψεύτικα, η άγρια θάλασσα του κρατά την αρμύρα της, όσο για τους ανθρώπους, αν ήταν ζωγράφος σίγουρα θα θύμιζε τον Pieter Brugel (τον πατέρα).

Τα καλοκαίρια του Κασσέρη κλείνουν, σφραγίζουν μέσα τους όλη την Ελλάδα, ωστόσο η ξεκάθαρη σουρεαλιστική του διάθεση αποκαλύπτει και ένα ισχυρό πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι.

Θαυμάζω τη γωνιά, το κάδρο, την υπομονή στο φως. Κυρίως το φανερό πάθος, τον ανίκητο έρωτα, για το εργασιακό του αντικείμενο.

Ζηλεύω το χάρισμα, όχι το ταλέντο για τα κλικ, όσο τη ατέρμονη διάθεση για την καταγραφή ενσταντανέ. Μοιάζει να τον φωνάζει, να το προστάζει η μηχανή, κάπως έτσι είναι η σχέση, που έχει με τα εργαλεία της δουλειάς του. Οξυδερκής και ταπεινός ετούτος ο φωτογράφος αναγνωρίζει στις τυπωμένες εικόνες την ξεχωριστή ψυχή τους. Είναι τα παιδιά του, όσο μεγαλώνουν θα αποκτούν δική τους ταυτότητα, ενώ πάντοτε θα φέρνουν το πατρικό τους επώνυμο.

Το 1984 γνωρίζεται στην Κάρπαθο με τον διάσημο Τσέχο φωτογράφο J. Kοudelka, γίνονται φίλοι, μοιράζονται άλλωστε και οι δυό ένα κοινό πάθος. Ο Κασσέρης εντυπωσιάζεται με τον φωτογράφο, που στο ζενίθ, όταν το θέμα είναι σε έξαρση, ο Koudelka καταφέρνει να το καταγράφει διαφορετικά, πολλές φορές είναι πίσω από το ίδιο το γεγονός και μακριά από το σύνολο των άλλων φωτογράφων.

Ο Κασσέρης είναι από τη καθαρή πάστα δημιουργών, εκείνων που καμαρώνουν και χειροκροτούν τον διπλανό αυτόφωτο καλλιτέχνη στην επιτυχία του, έτσι κρατά φιλίες, κάνει ακόμη και με δική του πρωτοβουλία δυνατές συνεργασίες (Το βιβλίο της Θράκης και Ο F. Scianna, P. Marlow στους φωτογράφους που μιλούν για τη Ρόδο). Ένας από τους φίλους του Κασσέρη και ο Νίκος Οικονομόπουλος, ακόμη ένας φωτογράφος που δεν ακολουθεί το ρεύμα του ποταμού, αλλά επιλέγει να χαράσσει εκείνος τη ροή του και να γράφει ιστορία.

Ονειρεύτηκε ένα Δωδεκανησιακό μουσείο φωτογραφίας, μέσα στη καρδιά της παλιάς πόλης της Ρόδου. Ακόμη δεν έγινε προτεραιότητα η σπουδαία ιδέα του. Θα ήταν απίθανη τύχη για το παρόν, και ένα Θεϊκό δώρο, για τις επόμενες γενιές, αν αυτό το όνειρο αποκτούσε στέγη και αληθινά θεμέλια.

Σημερινός σταθμός στη ζωή του Νίκου η δημιουργία ενός συγκροτήματος ενοικιαζομένων δωματίων στην καρδιά της Μεσαιωνικής πόλης της Ρόδου. Κάθε χώρος, κάθε σουϊτα του incamera και ένα στολίδι, γεμάτο σπάνια φωτογραφικά σώματα, εικόνες και φωτεινές μνήμες.

Και λίγο πριν συναντηθούμε με τον φωτογράφο Κασσέρη, πέσαμε αναπάντεχα πάνω σε έναν ξεχασμένο φίλο. Τον ρωτήσαμε για τον Νίκο, τη γνώμη του για τον Ροδίτη φωτογράφο, και εκείνος απάντησε αυτόματα: "Καλός αλλά...εμπορικός".

Μετά το καφέ και τη κουβέντα με τον Κασσέρη είχα τις απαντήσεις. "Καλός", γιατί αγγίζει και μεταφέρει τη στιγμή, έχει το χάρισμα να αναλύει και να συνθέτει την πραγματικότητα, πάνω τις φωτογραφικές πλάκες μέσα σε μια στιγμή. Και "εμπορικός" γιατί δεν χαρίστηκε, δεν έμεινε στη χαμηλή αυτοεκτίμηση και την αμφιβολία, ήξερε τι χρειάζεται, μάτωσε και μπήκε στον επαγγελματικό στίβο της τέχνης με αξιοσύνη, αξιοπρέπεια και σεβασμό στον πελάτη, μα κυρίως για το ίδιο, το εργασιακό αντικείμενο.

Αν τύχει να βρεθείτε στη Ρόδο, περάστε από τη Παλιά πόλη και το incamera hotel, για έναν καφέ και ένα φρέσκο κρουασάν. Ίσως σταθείτε τυχεροί, ξεναγηθείτε από τον ίδιο, τον καλλιτέχνη πάνω στους schneider φακούς μιας hasselblad, ή μιας sinar.

Ξοδέψτε λίγο χρόνο, χωθείτε στις εκατοντάδες φωτογραφίες των βιβλίων του, ξεναγηθείτε στην Ελλάδα μέσα από τα μάτια του.

Οι εικόνες του αναπνέουν, μιλάνε, σιγοκουβεντιάζουν και αγγίζουν την καρδιά, επιμένουν να φορτώνουν έμπνευση τον αέρα της στείρας εποχής μας.


 

Φωτογραφικό υλικό

Προτάσεις Verena

Από την Νέμεσις – Πανελλήνια Ομοσπονδία για το περιβάλλον, τα ζώα, το κυνήγι, εκδόθηκε η ακόλουθη...
Μπορεί να κάνει σήμερα τον ανήξερο ο δήμαρχος Ρόδου Αλέξης Κολιάδης όμως στην συνεδρίαση του...
Χθες ομόφωνα το περιφερειακό συμβούλιο Νοτίου Αιγαίου αποφάσισε και ζητά την μείωση των ελαφιών στη...
Αρχισαν τα...γαλλικά στο νέο δημοτικό συμβούλιο Ρόδου πολύ νωρίτερα απ ότι αναμενόταν!....Σε μια...