Ο Κύκλωπας Βρόντης και η γύψος της Καρπάθου.
Ανέβαινε και κατέβαινε τα βουνά, είχε λιώσει τα παπούτσια του, τον είχε ριμάξει το ατέλειωτο περπάτημα, αλλά ήταν πια σίγουρος, είχε πιάσει την καλή, τη τραβολογούσε μάλιστα από τα μαλλιά, αφού ήταν ο πρώτος, ο Δημοσθένης Μουζάκης, πασίγνωστος μαρμαράς από την Πεντέλη, που ξεκινούσε τέτοια μπίζνα στα Δωδεκάνησα και οι αγορές έδειχναν ορθάνοιχτες, σε όλο το κόσμο.
Η γύψος δεν είναι εύκολο πέτρωμα, τριτογενείς αποθέσεις από το ορυκτό του ασβεστίου, έχουν βρεθεί στον Άνω Βιάνο της Κρήτης, στην Κατούνα Αιτωλοακαρνανίας και στο νησάκι Γουβάλια, μέσα στον Αμβρακικό κόλπο.
Του σφύριξαν για το πλούσιο κοίτασμα στη Κάρπαθο, για το ακρωτήρι, που είναι κοντά στο λιμάνι των Πηγαδίων, το Βρόντη, και δεν έχασε καθόλου καιρό.
Κατέβηκε και έστησε στα γρήγορα τη φάμπρικα, γνωστό πεδίο για τον επιχειρηματία, βρήκε και τον Ιορδάνη Καραξή, που είχε, από χρόνια, το μοναδικό καμίνι, παραγωγής τούβλων, πάνω στο νησί και ξεκίνησαν να δουλεύουν παρέα.
Πήρε δείγματα και γρήγορα αποδείχθηκαν αρίστης ποιότητας. Ξεκίνησε να ψάχνει για πελάτες, να κατεβάζει στο νησί μηχανήματα, μα και ένα τσούρμο, από ειδικευμένους εργάτες.
Ήταν στο ξεκίνημα του 1951, όταν το εργοστάσιο δεν ήταν όνειρο, αλλά είχε οργάνωση και δομή. Τέσσερα χιλιόμετρα από το λιμάνι τα κατσάβραχα αποκτούσαν δρόμους και ξύλινα σπιτάκια. Σουλουπώθηκε και ο μώλος, του Αγίου Νικολάου και όλοι περίμεναν τη τυχερή παραγγελία.
Δεν άργησε να κλείσει η πρώτη δουλειά, δύο ανώτεροι υπάλληλοι της Ολλανδικής κυβερνήσεως, έκαναν αυτοψία και βρήκαν τη γύψο αλλά και την επιχείρηση του Μουζάκη γεγονός που θα άξιζε να επενδύσουν. Ήταν και η Καρπάθικη φιλοξενία, με τα λαχταριστά ψάρια να στριφογυρίζουν στα στομάχια τους και δεν άργησαν, έπεσαν οι πρώτες υπογραφές, 30.000 τόνοι κονιοποιημένου γύψου. Η πρώτη παραγγελία, προόριζαν το υλικό για την αφαλμύρωση των δικών τους εδαφών και η περίπτωση της Καρπάθου, ταίριαζε γάντι για εκείνους. Με το καϊκι, φόρτωναν κοντά στους 700 τόνους γύψο και από εκεί στο φορτηγό καράβι, που περίμενε μέσα στο λιμάνι.
Αν η συμφωνία κυλούσε ομαλά, οι παραδοταίοι τόνοι από το πέτρωμα θα άγγιζαν τις 600.000 και με το βαπόρι να φισκάρει μέχρι τα μπούνια στις 5.000, μιλούσαν τουλάχιστον για 120 με 150 καραβιές από αλάβαστρο.
Οι εργάτες έφταναν τους 50, αλλά ο Καραξής, ο ψηλός και ευθυτενής εργολάβος, μιλούσε για άλλες τόσες, τουλάχιστον, προσλήψεις, ήθελαν μπόλικα χέρια σε μια εποχή που η ανεργία κοιμόταν αγκαλιά με τους Καρπάθιους, με όλους τους Έλληνες.
Στην Αθήνα μοίραζαν υποσχέσεις για ένα ψευτοεπίδομα, με στόχο την καταπολέμηση της δραματικής φτώχειας και θερμοπαρακαλούσαν Αμερικάνους και Αυστραλούς, να ανοίξουν τα σύνορα στους μετανάστες και να πάρουν όσους περισσότερους από τους Έλληνες στα μέρη τους.
Δύσκολη δουλειά, αλλά είχαν τάξει του βιομήχανου, να κάμουν μερικά έργα στο νησί, όχι μόνο στη Κάρπαθο, σε όλη τη Δωδεκάνησο, μιλούσαν για επενδύσεις που ξεπερνούσαν τα 400 εκατομμύρια δραχμές. Οι πολιτικοί και οι βουλευτές έφερναν βόλτα τα νησιά, ενώ οι γραμματικοί τους κατέγραφαν σεντόνια, από αιτήματα των κατοίκων. Έπεσε και πάνω στην μεγάλη αλλαγή, από τα σπαρματσέτα και τα λυχνάρια, τα Πηγάδια απέκτησαν πριν λίγους μήνες ηλεκτρογεννήτρια, που έδινε ρεύμα σε όλο το λιμάνι.
Ο δήμαρχος Λειβαδιώτης το είχε στόχο-όνειρο και το πέτυχε, είχε στείλει τον πολυμήχανο Γκατούλη στην Αθήνα, την παράγγειλε με κόστος 200.000.000 δραχμές και όχι μόνο την εγκατέστησε, αλλά ήταν και ο άνθρωπος που έκανε το μηχάνημα να δουλεύει δίχως να παίρνει ανάσα, μάλιστα στο ξεφόρτωμα η γεννήτρια έπεσε, φούνταρε, μέσα στο λιμάνι, αλλά και πάλι η αλμύρα και η θάλασσα δεν σταμάτησαν τη μηχανή του Σέρτζιο, γεννούσε και σκορπούσε ρεύμα σε όλα τα Πηγάδια.
Εκείνη την εποχή το βαπόρι “Έρση” ξεκινούσε τη Παρασκευή το μεσημέρι από τον Πειραιά για να φτάσει, το ταλαίπωρο, τη Κυριακή το απόγεμα στο λιμάνι των Πηγαδίων. Όσο για τη Κάσο, το καλοκαίρι του 1953, δεν άντεξε άλλο και άνοιξε το πορτοφόλι,
ο εφοπλιστής Παπαδάκης έδωσε 10.000 λίρες, για να τελειώσουν επιτέλους, τα έργα στην είσοδο του νησιού και να μπορούν να ανεβοκατεβαίνουν οι Κασιώτες στον τόπο τους.
Μέσα σε αυτό το κλίμα η Κάρπαθος υποδεχόταν και το παιδί θαύμα, το δωδεκάχρονο μουσικό φαινόμενο, Άγγελο Καβαλάρο και τη Μενεδιάτισσα μάνα του, την Σοφία Κουμούτσου-Καβαλάρο που είχε παντρευτεί πριν από χρόνια, τον αστυνομικό διευθυντή Καρπάθου Αλέξανδρο Καβαλάρο, επέστρεφε από την Ιταλία, στα πατρογονικά της, στις Μενετές Καρπάθου, για τις καλοκαιρινές διακοπές.
Η Κάρπαθος ζούσε απίθανες αλλαγές, μετανάστες τραβούσαν για τα ξένα, ενώ το ίδιο το νησί άλλαζε πρόσωπο και γινόταν σιγά και σταθερά Ελληνικό. Ευτυχώς τα καταγράφει με αστείρευτο μεράκι,
ο Ολυμπίτης Νικόλαος Γ.Τσαμπανάκης που ενώ προετοιμαζόταν να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο καλών τεχνών της Φλωρεντίας, παρέμεινε στον τόπο του λογιστής και σε αυτόν χρωστάμε ένα μέρος, από τη σπουδαία αρθρογραφία στις εφημερίδες τις εποχής.
Όσο για το βιομήχανο Μουζάκη, όλες οι ελπίδες ήταν να τα καταφέρει, να ξεριζώσει το πέτρωμα, τη γύψο. Αλλά δεν υπολόγισε τους παλιούς Θεούς που συνωμότησαν, δούλεψαν και άλλαξαν όλα τα σχέδια του ξένου επιχειρηματία.
Πρώτος από όλους φόρτωσε ο παλιός Θεός, ο Κύκλωπας Βρόντης, που από αυτόν πήρε και το όνομα του το ακρωτήριο και ακριβώς σε εκείνο το μέρος, στην βουνοπλαγιά, στήθηκε το εργοστάσιο του Μουζάκη που έσπαγε τις πέτρες και έκαμαν άσπρη σκόνη τη γύψο.
Οι τρείς πρώτοι, πανάρχαιοι Κύκλωπες, ο Βρόντης, ο Στερόπης και ο Άργης φυλακίστηκαν από τον πατέρα τους, τον Ουρανό, αμέσως μόλις γεννήθηκαν. Τελικά οι πιο καινούργοι θεοί, τους απελευθέρωσαν και αυτοί σε αντάλλαγμα χάρισαν στο Δία τον Κεραυνό, στον Ποσειδώνα την τρίαινα και στον Πλούτωνα το κράνος που όποιος το φορούσε γινόταν αόρατος, αυτό που φορά σήμερα ο Χάρος όταν μας θερίζει. Όλοι οι Θεοί χρωστούσαν, στο αιμοβόρο Βρόντη και ήρθε η στιγμή να το ξεπληρώσουν.
Αφού τόλμησε ένας θνητός να πάρει κάτι από τα σπλάχνα του ανθρωποφάγου Θεού, δεν θα άφηνε την υπόθεση να ξεφύγει από τα τεράστια χέρια του, μέχρι που θα τον έκανε να φύγει.
Αν και δεν είχε φιλικές σχέσεις με το νερό και τη θάλασσα και προτιμούσε την απλυσιά και τη βαρβατίλα, τα είχε καλά με τον Ποσειδώνα. Μια από τις χειρότερες θαλασσινές χρονιές, καταγράφεται ο χειμώνας του 1953. Μάλιστα λίγες ημέρες πριν από τις γιορτές των Χριστουγέννων, μια δυνατή, τριήμερη τρικυμία, έσπασε δυό μεγάλα σκάφη μέσα στο λιμάνι των Πηγαδίων.
Ο “Απόλλωνας” και η “Αγία Φωτεινή”, έγινα κομμάτια, αυτό ήταν η χαριστική βολή στον Μουζάκη και στα σχέδια του.
Από τη μια δεν πήρε φράγκο, από τις κρατικές υποσχέσεις, ούτε είχε οικονομικές ελαφρύνσεις, όπως του είχε υποσχεθεί η Αθήνα, από την άλλη δεν μπορούσε να στείλει ούτε καϊκια στη μικρή προβλήτα, του Αγίου Νικολάου, για να πάρει τη γύψο.
Ο άμοιρος βιομήχανος δεν έμαθε, ούτε διάβασε πως η γύψος, το αλάβαστρο όπως συνηθίζεται, ανήκει στα Θεϊκα ορυκτά και από την αρχαιότητα έδιναν σε αυτήν μαγικές ιδιότητες. Δεν ήταν μόνο η χρήση της στα οικοδομικά και στις κατασκευές, αλλά χρησιμοποιήθηκε ακόμη και σαν ίαμα, φάρμακο για στομαχικούς πόνους, ενώ η επαφή με το πέτρωμα, ηρεμεί το νευρικό και το μυϊκό σύστημα και έχει αντικαταθλιπτική δράση.
Λένε πως χαρίζει προστασία από τον ίδιο μας τον εαυτό και η τύχη που προσφέρει είναι ουράνια, αφού κάνει πιο γρήγορη τη συνάντηση μας με το πεπρωμένο. Δεν θα τα πίστευα όλα ετούτα, άλλωστε ανήκουν σε άλλους παλιότερους, ξεχασμένους και ξεπερασμένους Θεούς, όμως ο Μουζάκης, που επένδυσε στο ξεκοίλιασμα του Βρόντη, απέτυχε παταγωδώς, να αρπάξει το πέτρωμα του νησιού.
Μπορεί να χάθηκαν αρκετά μεροκάματα και χρήμα, για το νησί της Καρπάθου, όμως έμεινε η κληρονομιά, εκείνη που κουβαλά από αιώνες το νησί στα σπλάχνα του, και περιμένει καρτερικά τους επόμενους, να την περπατήσουν, να ιδρώσουν και να τη χαρούν.
Manolis Dimellas