Κάποτε ο Χάρρυ Κλυνν, κατά κόσμον Βασίλης Τριανταφυλλίδης, είπε ότι αν οι μισοί Έλληνες ήξεραν τι κάνουν οι άλλοι μισοί, θα ήταν όλοι απατεώνες. Με τη φράση αυτή, ο μεγάλος σατιρικός καλλιτέχνης αποτύπωσε μια σκληρή αλήθεια για τη διαχρονική σχέση των Ελλήνων με τη διαφθορά, η οποία αντανακλάται ακόμα και σήμερα στην καθημερινότητα του πολίτη.
Το φαινόμενο της διαφθοράς δεν προέκυψε τυχαία. Μας συνοδεύει από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους και είναι το αποτέλεσμα συγκεκριμένων πρακτικών και δομών που πηγάζουν από την πολιτική εξουσία. Το κράτος μας δεν θεμελιώθηκε σε αρχές αξιοκρατίας, διαφάνειας και λογοδοσίας. Συνειδητά οι κυβερνήτες του επέλεξαν από νωρίς το δρόμο των πελατειακών σχέσεων και των προσωπικών συμφερόντων. Έτσι δημιουργήθηκε ένα κράτος που αντιμετωπίζει τους πολίτες του ως ψηφοφόρους-πελάτες, διαμορφώνοντας μια κοινωνία που αποδέχεται τη διαφθορά ως φυσιολογικό στοιχείο της καθημερινής ζωής.
Το επόμενο επίπεδο, ως συνέχεια του φαινομένου, είναι οι δομές της δημόσιας διοίκησης. Οι πολύπλοκες και αδιαφανείς διαδικασίες, η γραφειοκρατία και η αυθαιρεσία, δεν καταμαρτυρούν απλά ένα κράτος με αδυναμίες αλλά ένα σύστημα που τρέφεται από τη διαφθορά. Στο πλαίσιο αυτό, εφόσον οι πολίτες δεν μπορούν να το πολεμήσουν, αναγκάζονται να το συντηρήσουν για να επιλύσουν τις υποθέσεις τους πιο γρήγορα ή πιο ευνοϊκά.
Μετά τη δημόσια διοίκηση, η διαφθορά εξαπλώνεται σχεδόν σε όλες τις κοινωνικές εκφάνσεις. Στα δημόσια έργα, σε φωτογραφικές διατάξεις, σε νομοθεσίες φτιαγμένες για λίγους, σε κακοδικίες, σε ό,τι αφορά τη σχέση των πολιτών με το κράτος. Μοιάζει με έναν γάμο που εξαντλήθηκε ο σεβασμός και η στοργή μεταξύ των συντρόφων και κάποιος από τους δύο, συνήθως αυτός με τη μεγαλύτερη επιρροή, κακοποιεί τον άλλον. Απλά ο δεύτερος υπομένει τα βασανιστήρια είτε από φόβο είτε από ανασφάλεια να μην χάσει τα όποια καλά του προσφέρει αυτή η άρρωστη σχέση.
Δυστυχώς, στις μέρες μας με το ένα σκάνδαλο διαδέχεται το άλλο, τα συναισθήματα οργής που μπορεί να μας δημιουργούνται αρχικά, αντικαθίστανται από απάθεια και κυνισμό. Γεγονός που δείχνει ότι έχουμε πλέον συνηθίσει το τέρας και απλά το αποδεχόμαστε σιωπηλά, με αποτέλεσμα να βοηθάμε στην μακροζωία του.
Κάποιοι υποστηρίζουν ότι εφόσον δεν καταγγέλουμε τη διαφθορά, σημαίνει ότι είμαστε ήδη διεφθαρμένοι. Παρόλ’ αυτά, σε αρκετές περιπτώσεις, στις οποίες κάποιοι βρήκαν το σθένος να την καταγγείλουν, παλεύουν για χρόνια μέσα σε αίθουσες δικαστηρίων ή απλά βρίσκονται οι ίδιοι κατηγορούμενοι λόγω της ισχύος που έχουν οι αντίδικοι τους. Το έχουμε δει και εξακολουθούμε να το βλέπουμε καθημερινά.
Υπάρχει άραγε λύση σε αυτό το φλέγον ζήτημα; Προφανώς και υπάρχει λύση, όπως σε κάθε πρόβλημα. Οι λύσεις όμως εφαρμόζονται μόνο εφόσον υπάρχει η βούληση να εφαρμοστούν. Σε ένα σάπιο πολιτικό σύστημα, αν εξαλειφθεί η διαφθορά κάποιοι ενδεχομένως να μην είναι χρήσιμοι. Οπότε δεν θα μπορούν να παριστάνουν τους σωτήρες, εφόσον οι πολίτες δεν θα έχουν ανάγκη από σωτηρία.
Αν υπάρχει κάτι χειρότερο από τις πρακτικές των εμπόρων των αγαθών, προκειμένου να πουλήσουν την πραμάτειά τους, αυτό είναι οι πρακτικές των εμπόρων των ιδεών. Διότι τα μεν αγαθά είναι κάτι το υπαρκτό. Κάτι που έχει μια χρησιμότητα. Στην δεύτερη περίπτωση όμως ο έμπορος θέλει να πουλήσει κάτι που δεν έχει σε κάποιον που στην πραγματικότητα δεν το χρειάζεται.
Οι πολιτικοί είναι μια κατηγορία εμπόρων ιδεών. Πουλάνε ελπίδες και υποσχέσεις στον λαό τους, προκειμένου να πάρουν την εξουσία για να κάνουν συνήθως τα ακριβώς αντίθετα απ’ αυτά για τα οποία δεσμεύτηκαν. Η διαφθορά ξεκινάει από τη στιγμή που γνωρίζουν ότι δεν θα τηρήσουν τις υποσχέσεις τους, αλλά διεκδικούν την εξουσία με αυτό ως σημαία. Η δική μας ευθύνη ξεκινά από τη στιγμή που γνωρίζουμε ότι μας κοροϊδεύουν και πάραυτα επιμένουμε να τους δίνουμε μια ακόμα ευκαιρία.
Από τη στήλη "ΨΙΛΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ" στη ΡΟΔΙΑΚΗ της Κυριακής