Μισοζώντανες προδότρες πέτρες - Του Μανώλη Δημελλά

Σαν αδιάφορο φάντασμα. Έτσι στέκει το τριώροφο σπίτι στα πλάδια, πάνω από τη θάλασσα, στις εξοχές των Μενετών.

Οι περαστικοί ταξιδιώτες ανοίγουν γκάζι στον έρημο δρόμο. Αλλά  το ρουφιάνικο μάτι, όλα τα καρφώνει. Ξερνά επάνω τους ξενικές μνήμες, όλα τα γυροφέρνει και μολογά, δήθεν πως κάτι γνωρίζει, ακόμα και για τη ξεχασμένη, άγνωστη ιστορία του πέτρινου τριώροφου.

Είναι το ερείπιο στο Τσίγκουνα του Αφιάρτη, που γεννοβολά θεριά.

Πόσο μου αρέσει να ακούω ψέμματα και παραμύθια, έτσι να τρυπώνουν ανώδυνα μέσα στους νευρώνες, και να κάνουν τους δημιουργούς τους να κομπάζουν φορτωμένοι ηδονή, από γνώσεις και δήθεν εμπειρίες, που όμως κανένας δε μπορεί να αρνηθεί.

"Ααα! το σπίτι στον Αφιάρτη! Μεγάλη ιστορία... Ένας πλούσιος που αυτοκτόνησε... Ο στοιχειωμένος πύργος, κάποιου προδομένου έρωτα... Η μητριά φόνισσα... Το τριώροφο που δεν κατοικήθηκε ποτέ..."

Έλα που κανένας δεν φαίνεται να το πλησιάζει, να φτάνει κοντά του και να το εξερευνά. Δικαιολογίες αμέτρητες, με πρώτη τον αμαξωτό, που δεν φτάνει μέχρι τις ρίζες του σπιτιού και πρέπει να δουλέψουν τα ριμάδια ποδάρια. Ο τυχερός που θα πιάσει τα πάνω χωράφια και θα αρχίσει να κατεβαίνει, πνίγεται στους ασπαλάθους, στα αρώματα από ξεδιάντροπους σκίνους, που δεν έχουν ίχνος ντοπής και έτσι παρφουμαρισμένοι θαρρείς ετοιμάζονται για γαμοβάφτισσα. Άσε που αν δεν προσέξεις θα χωθείς γερά, μέσα στις βερβελίες και τις γαουρές, φαίνεται πως εδώ προτιμούν να κάνουν όλα τα ζώα τις ανάγκες τους, μακριά από ύποπτα βλέμματα ανθρώπων.

Με τα μάτια να μη χωρούν τη γύρω εγκατάλειψη, το περπάτημα γίνεται γρήγορο και δεν ξεπερνά το τεταρτάκι και ξεπετάγεται το πέτρινο θερίο. Τρεις όροφοι, στο επικλινές έδαφος το ισόγειο γίνεται από τη βορινή πλευρά σχεδόν υπόγειο, και το σπίτι μπερδεύει με τη πρώτη επαφή.

Πέτρες, κομμένες με αλφάδι και βαλμένες με περίσσια προσοχή, σα φανταταράκια στη σειρά. Μοιάζει να μην είναι χτισμένο, παρά φυτρωμένο, όπως τα δέντρα, να γεννήθηκε από περαστικό σπόρο και να μεγάλωσε δίχως ανθρώπινους ιδρώτες.

Στην είσοδο ένα ξεφτυσμένο οικόσημο με τα δαγκωμένα σύμφωνα κάτι προσπαθεί να ψελλίσει, "Νίκος Νικολαϊδης, 1928".  

Ο φωτοφράκτης της μηχανής παίρνει φωτιά, τελικά έχουν δίκιο, που από μακριά σκιάζονται για τούτο το πράμα.

Ο ήλιος ετοιμάζεται να βασιλέψει και ξεφορτώνει πάνω μας τα τελευταία χρωματιστά δώρα του, σκέτο κεχριμπάρι, που γίνεται αίμα και κυλά πάνω στις πλάτες από τις πέτρες του.

Κρίμα, να μην γράφεται στις φωτογραφίες, άθελα μου ξεπετάγομαι μπροστά. Ξανατσεκάρω τον εαυτό μου να μη ζει πάνω στο παρόν, μόνο να κάνει προβολές, βαθιά ταξίδια μέσα στο μέλλον.

Στον άδειο από ανθρώπους τόπο, μέσα στο σωρό από ακαταλαβίστικες φωνές, πουλιά, δέντρα, ο πολυλογάς αέρας. Όλα αυτά που δεν μάθαμε ποτέ να στεκομαστε και να ακούμε, ωστόσο τα αυτιά μου ζωντανεύουν και πιάνουν κάτι να τα καλεί.

Ναι, είναι το σπίτι, σαν έρημο λιμάνι, έχει να ανταμώσει περαστικό πολύ καιρό και δεν κρατιέται, ανοίγει τη καρδιά του, θέλει όπως λέει, να κάμει μια τελευταία εξομολόγηση, να ξαλαφρώσει, πριν ξαναγίνουν οι πέτρες ένα αδιάφορο κουβάρι χώμα.

Προσπαθώ να το διακόψω, να ρωτήσω, αλλά δεν δίνει σημασία, μοιάζει να σνομπάρει τις απορίες του ανίδεου, λίγο βλαμένου περαστικού.

Πιάνει με σειρά την ιστορία του, ξεκινά από το χτίσιμο του.

Ναι, τελικά δεν φύτρωσε, δεν είναι γέννημα της φύσης, όπως έλεγα κρυφά, στον εαυτό μου. Ξεκίνησε τα μέσα του 1927, τότε ο πάνω Αφιάρτης ήταν ξακουστός, για τα γεννήματα της γης του. Τα καλοκαίρια που σπέρναν τα χωράφια, γέμιζε κόσμο, ξεπερνούσαν τις πενήντα οικογένειες στη γειτονιά του. Και παιδιά, πολλά παιδιά, τριγυρνούσαν τα βουνά ξυπόλητα. Όχι για παιγνίδι, δουλειά, αληθινή, σκληρή δουλειά. Αφού σε αυτά έπεφτε ο κλήρος τις φροντίδας για τα χτήματα και τα πράματα, τα γαϊδούρια και τα πρόβατα!

Εκείνα τα χρόνια ο κανακάρης Νικόλας γύρισε για πρώτη φορά από την Αμερική. Είχε γίνει σπουδαίος δικηγόρος στο Μαϊάμι. Έτσι έλεγαν, για κείνον που φορούσε κουστούμι, όταν στα πανταλόνια των χωρικών, δεν ξεχώριζες το αληθινό τους χρώμα, από τα μπαλώματα. Όμως κουβαλούσε μια ρετσινιά, είχε ψυχή και καρδιά ματωμένη. Μια αγιάτρευτη πληγή, όλο και ξερνούσε πύο και δεν άφηνε να κλείσει το τραύμα, που είχε ανοίξει από τα πολύ μικρά του χρόνια. Ήταν δεν ήταν πέντε, όταν πέθαναν από επιδημία παράτυφου μάνα και πατέρας. Ξόμεινε μοναχός ο Νικολάκης, σα μικρό κουλούκι που ψάχνει μάταια το βυζί της μάνας του.

Το χωριό με πρώτο τον Ατζά, έναν γέρο Τουρκόφωνο δικαστή, παρέδωσε το παιδί στον πρώτο ζωντανό συγγενή. Η θεία Δόξα, ανέλαβε την κηδεμονία και υποσχέθηκε στους μισοζώντανους συγχωριανούς να κάμει ότι μπορεί, για τον πιτσιρίκο, που όμως είχε μπόλικα χρυσά δαχτυλίδια, όμως όλο και ξεπέφταν, από τα μικρούτσικα παιδικά δαχτυλάκια.

Οι γονείς του ήταν και οι δυό καλοπροικησμένοι κανακάρηδες. Πρώτα παιδιά, με τρανταχτές, αγύριστες περιουσίες. Χωράφια που άγγιζαν τον ορίζοντα του νησιού. Λένε μάλιστα πως ένα ολόκληρο βουνό ήταν στο όνομα της μάνας, αλλά ήταν στείρο από νερό, και τόχαν παρατημένο στις κατσίκες, που μασούσαν χαρούμενες θυμάρια στα έρημα πλευρά του.

Το παιδί μάζεψε τα κατουρημένα του και τακτοποιήθηκε όπως-όπως, στο σπίτι της παράξενης μητριάς του.

Εκείνη δεν έχασε καιρό, παραμόνευε το φεγγάρι.

Τη πρώτη μέρα, που βρέθηκε στη χάση του, πήρε το παιδί στην εκκλησία του χωριού. Χτισμένη πάνω σε βράχο, είχε ακάλυπτη όλη τη πίσω πλευρά της, ένας τραχύς γκρεμός, προκαλούσε ιλίγγους μόνο στη σκέψη, ήταν η μελετημένη λύση της παραμάνας.

Έστειλε το παιδί να μαζέψει χαμομήλια, το παρακάλεσε όπως ακούγεται με κλειστά τα στόματα, να κατέβει λίγο χαμηλά, λίγο παρακάτω που ήταν τα ανθισμένα. Και σε μια στιγμή που ο χρόνος σταματά να γράφει, το ξεκρέμισε, το πέταξε δίχως άλλη σκέψη.

Η ιστορία θα τέλειωνε κάπου εδώ. Το παιδί θα τσακιζόταν στα κοφτερά βράχια, θα το αναζητούσαν για λίγες μέρες και θα ξεχνιόταν με σύμμαχο το χρόνο, που φροντίζει να τα σκεπάσει, και στο τέλος όλα να τα ξεκοκαλίσει.

Όμως σαν από θαύμα, το παιδί σώθηκε, συγκρατήθηκε πάνω στους θάμνους, την άλλη μέρα άκουσαν τις φωνές του.

Ο Νικολάκης κλαίγοντας έλεγε και ξανάλεγε μια παράξενη ιστορία. Ήταν μια γυναίκα, μια μαυροντυμένη και φτωχή γυναίκα, με ένα φασκιωμένο μωρό, που τον επήρε στη ποδιά της. Τον αγκάλιασε και τον ζέσταινε όλη τη νύχτα, του έλεγε να μη φοβάται, το πρωί θα γυρίσει στο σπίτι.

Έτσι κι έγινε, η μητριά Δόξα καταδικάστηκε και ο Νικολάκης έφυγε άρον-άρον, στους μοναδικούς συγγενείς, που έλαχε να είναι μετανάστες, τρυπωμένοι στην μακρινή Αμερική.

Από τότε πέρασαν κοντά σαράντα χρόνια. Η ιστορία του Νίκου είχε γίνει θρύλος φουσκωμένος από μπόλικες και λαχταριστές σκιές, αφού κάθε τόσο θύμιζαν το θαύμα, αλλά τον πιτσιρίκο σχεδόν κανένας δεν τον μνημόνευε.

Γύρισε πίσω με τα δάκρυα να μοιάζουν αστέγνωτα πάνω στο λευκό κολαριστό πουκάμισο. Και η μεταξωτή γραβάτα δεν το προφύλαξε από τα δύσπιστα μάτια.

Σκόρπισε χρήμα με τσουβάλι και έχτισε το τριώροφο σπίτι, που όμως ποτέ δε χάρηκε, αφού δεν ξαναφάνηκε στο τόπο. Προσπάθησε μάταια και με πέτρες να εξαγοράσει τα χαμένα χρόνια, να ξαναβάλει στη σειρά, όλα εκείνα που πέσαν και τσακίστηκαν στο γκρεμό.

Όσο κι αν αναστένουμε πάνω στο παρόν, το παρελθόν μας δεν αλλάζει. Και στο μέλλον απομένουν στοίβες από πέτρες, φορτωμένες ερωτηματικά να τσιμπούν σα πεινασμένο σμάρι από μελίσσι τους ανίδεους περαστικούς.

 



 

Φωτογραφικό υλικό

Προτάσεις Verena

Σε αυστηρό ύφος ο πρώην δήμαρχος Ρόδου Στάθης Κουσουρνάς απάντησε στον νυν Αλέξη Κολιάδη για τα όσα...
  Ψευδείς χαρακτηρίζει τις δηλώσεις του Αλεξάνδρου Κολιαδη, ο  πρόεδρος του Γ´...
Την έλλειψη νεφρολόγου και κέντρου αιμοκάθαρσης στο νοσοκομείο της Καρπάθου επισημαίνει σε επιστολή...
Αρχισαν τα...γαλλικά στο νέο δημοτικό συμβούλιο Ρόδου πολύ νωρίτερα απ ότι αναμενόταν!....Σε μια...