Όσο αδιάφορα και πνιγμένα στο μπετό είναι το κέντρο της Καρπάθου, τα Πηγάδια, άλλο τόσο ξεχωρίσουν και σε κατακτούν. Είναι τα πρόσωπα, οι ψημένοι από το αλάτι και τον ήλιο άνθρωποι, που σε κερδίζουν στο άψε-σβήσε.
Δεν θέλει πολύ, μια βόλτα στον παραλιακό, έπειτα πιάσε τον πεζόδρομο. Εύκολα Θα βρείς κάποιο καφενέ, που θα μαγνητίσει. Διάλεξε μια γωνιά με θέα τους ανθρώπους. Όμως κράτα το στόμα σου κλειστό, δήθεν αδιάφορος ξάνοιε προς το Γααρονήσι.
Κόλλησε σε μια παρέα, δεν θέλει δα και πολύ, χασομέρησε και κλέψε τις κουβέντες τους. Μην στραβώνεις, αφουγκράσου, νιώσε τα δύσκολα χρόνια τους. Αφήνουν το άχρωμο παρόν και γυρνούν προς τα πίσω, σε εκείνα τα ανήλιαγα χρόνια που όμως είχαν φτερά στις πλάτες.
Για κοίτα τον λεβέντη Νικόλα Ιωαννίδη. Γεννημένος το 1935 ο Νικολάκης, γιος της όμορφης Βαγγέλικας και του Συμιακού Γιάννη.
Τελείωσε στα γρήγορα το δημοτικό στα Πηγάδια που τότε ήταν ένα ψαροχώρι, και τράβηξε για το γυμνάσιο Απερίου, από εκεί βρέθηκε να υπηρετεί στο βασιλικό ναυτικό. Ο Νίκος μαζί με άλλους 21 ναύτες ήταν στη πρώτη φουρνιά Ελλήνων βατραχανθώπων. Η απέραντη αγάπη για τη θάλασσα τον έκανε να διαλέξει και το επάγγελμα της ζωής του.
Ο δόκιμος μπάρκαρε αμέσως με το Κασσιώτικο φορτηγό "Πόλις" του εφοπλιστή Γιώργου Νικολάου. Το καράβι ακολουθούσε τη γραμμή Πολώνια - Αργεντινή.
Από το Γκτάνσκ φόρτωναν κάρβουνο και στα πίσω μια κουβαλούσαν τα περίφημα κρέατα, ενώ άλλες φορές σιτηρά, κριθάρια και καλαμπόκια, από την πλούσια Αρτζεντίνα. Το δρομολόγιο κράτησε δύο χρόνια και άφησε μνήμες που ψάχνουν διεξόδους, μικρές ευκαιρίες για να ξεπηδήσουν από τη μνήμη. Ήρθε όμως το τελευταίο μπάρκο, που συμμάδεψε τον Καρπάθιο, και έγινε η αφορμή να παινεύεται, μέσα από κείνον, ολάκερο το νησί του.
Μεσημεράκι και έδενε το βαπόρι στο Πολωνικό λιμάνι, ο Νίκος είχε βάρδια στη γέφυρα. Όσο κι αν ήταν μια υπόθεση ρουτίνας, είναι στιγμές που ο νους τρέχει με χίλια, να προλάβει την αναποδιά, έτσι να μην ξεφύγει από ανθρώπινα χέρια το τεράστιο σιδερένιο σκαρί.
Λίγα μέτρα πριν σπατσάρει, δέσει πάνω στο ντόκο και σωπάσουν τα φουγάρα, ο δόκιμος είδε τρια μικρά παιδιά, να ψαρεύουν αμέριμνα σε μια άκρη του λιμανιού, δεν έδωσε σημασία, όμως η επόμενη κλεφτή ματιά έπιασε τα δύο να απομακρύνονται σαν παλαβά από τη προβλήτα. Το τρίτο, μικρό παιδί, δεν φαινόταν πουθενά.
Μέσα σε μια στιγμή όλα σκοτείνιασαν, το παιδί έπεσε στη θάλασσα και πνιγόταν αβοήθητο, μονάχα τα μάτια του Νικόλα έτυχε να παρακολουθούν την μοιραία σκηνή. Και ενώ δεν ήταν σίγουρος, αφού δεν το έβλεπε μέσα στο νερό, άδειασε τις τσέπες του, πήρε φόρα και βούτηξε από τη γέφυρα του πλοίου, δίχως δεύτερη σκέψη, καρφί μέσα στη θάλασσα. Τα επόμενα λεπτά ήταν μοναδικά, περιγράφει με μικρές λεπτομέρειες σαν να μην έχει περάσει ούτε μια ώρα, ακόμη σαν να το νιώθει, μα είναι σα βρεμένος, μυρίζει πάνω στα ρούχα του το αλάτι, από τη θάλασσα της Βαλτικής.
Κολύμπησε 40 μέτρα, δεινός βατραχάνθρωπος, υπολόγισε να φτάσει γρήγορα στο σημείο, που έμοιαζε κάτι να παλεύει άνισα, μέσα στο σκούρο νερό. Λίγο πίσω του το βαπόρι πλησίαζε αργά, αν είχε λαθέψει με τη βουτιά, ίσως να ρουφούσαν και εκείνον τα απόνερα του πλοίου, όμως δεν είχε περιθώρια για τέτοιους, προσωπικούς λογαριασμούς. Πήρε μια βαθιά ανάσα, έδωσε μια δυνατή σπρωξιά με τα πόδια προς το μαύρο πυθμένα της θάλασσας, η διαίσθηση του είχε βγάλει μακριά χέρια.
Δεν άργησε να το δει, περίπου οκτώ μέτρα από την επιφάνεια το παιδί ήταν ακίνητο, βυθιζόταν παραδομένο στην άπνοια, το μικρό αγόρι πνιγόταν, με τα χέρια ανοιχτά τραβούσε όλο και πιο κάτω.
Ο Νίκος δεν άργησε, άρπαξε το σώμα του και το έσυρε πάνω, έψαξε με τα μάτια ένα βολικό σημείο, για να το βγάλει στην προβλήτα. Ο πρώτος που είδε απορημένος την σκηνή ήταν ένας φύλακας του λιμανιού. Είδε ακόμη και τη βουτιά από τη γέφυρα του πλοίου και νόμισε πως ο Έλληνας τρελλάθηκε, όταν όμως τον είδε να κρατά τον μισοπνιγμένο μικρό στην αγκαλιά του, δεν πίστευε στα μάτια του. Μαθημένος ναυτικός, ο Νικόλας ήξερε τι έπρεπε να κάνει, για να σώσει το παιδί. Μέχρι να βγάλει το νερό από τα πνευμόνια του φάνηκε τρεχάτος και ο καπετάνιος του καραβιού,
ο Μιχάλης Ροδιάδης, που στην αρχή νόμισε κι αυτός, πως σαλέψε το μυαλό του δόκιμου. Μόλις έμαθε για τον ηρωισμό του Νικόλα έχασε τη μιλιά του.
Ο μικρός Wieslawa Polewskiego, ήταν μόλις δυόμιση χρονών και ζούσε με την οικογένεια του μέσα στις εργατικές κατοικίες του λιμανιού. Ο πατέρας του ένας ειδικευμένος χειριστής, στους γερανούς που ξεφόρτωναν τα πλοία, έφτασε πάνω που συνερχόταν ο μικρός γιός του.
Το νέο για τον Έλληνα, τον Καρπάθιο σωτήρα, δεν άργησε να γίνει πρωτοσέλιδο στις Πολωνικές εφημερίδες. Δεν ήταν μόνο τα τραπέζώματα και τα κεράσματα της οικογένειας του μικρού Wieslawa. Έφτασαν επίσημα μετάλια από το Πολωνικό υπουργείο Ναυτιλίας ακι μπάντες παιάνιζαν εθνικούς ύμνους. Μάλιστα έφτασαν να δίνουν και χρήματα στον Νίκο Ιωαννίδη που τα αρνήθηκε πολύ ευγενικά. Η ηρωική πράξη του είχε έναν, μοναδικό στόχο, να σώσει το παιδί. 'Ολα τα άλλα, επαίνους και παράσημα, τα χαιρόταν και καμάρωνε, όχι όμως πως τα είχε πραγματική ανάγκη.
Μόνο τα δάκρυα ευτυχίας, από τη μάνα του μικρού, στον τελικό λογαριασμό και τη θύμηση της ιστορίας, ήταν ανεκτίμητα και συγκινούν κάθε φορά τον πρωταγωνιστή της ιστορίας.
Μέχρι πρόσφατα έφθαναν κάρτες και γράμματα από τη Πολωνία, ένα μικρό, διαρκές δείγμα ευγνωμοσύνης, για τη σωτηρία του παιδιού.
Ο καπετάν-Νικόλα αν και παράτησε τα μπάρκα και με το γάμο του μετανάστευσε στην Αμερική, παραμένει πάντα ένας γνήσιος εραστής, των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων.
Γεμίζουν δάκρυα τα μάτια του, βουρκώνει, κάθε που σκέφτεται εκείνη την δύσκολη μα πιο καθαρή, τόσο γεμάτη επόχη.
Ήταν βατράχι, αμφίβιος από τα πιο μικρά του χρόνια, έτσι παραμένει ακόμη και σήμερα ο Νίκος Ιωαννίδης.
Μαζί με τη παρέα του κάνει τη πρωτεύουσα της Καρπάθου λίγο πιο σπουδαία, αφού είναι αυτοί, οι φωτεινοί Μπαλουξίες, που κάνουν τον τόπο και λάμπει. Μα είναι η ριμάδα η ναυτοσύνη τους, μέσα και έξω από τη θάλασσα, όπου σταθούν κρατούν με τα κορμιά τους ακόμα το βαπόρι που λέγεται Ελλάδα.