Επέτειος 200 ετών από την κήρυξη της Επανάστασης στη Σύμη 16.8.1821

To κείμενο που ακολουθεί, εξιστορεί τα γεγονότα που οδήγησαν την Σύμη στην Επανάσταση του 1821. Μεθαύριο είναι η επέτειος των 200 χρόνων από εκείνη τη ημέρα που οι Συμιακοί, σε Γενική Συνέλευση μαζί με εκπροσώπους των Νισυρίων, Τηλιακών, Καστελλοριζιών και Χαλκιτών, ύψωσαν την σημαία της επανάστασης στο νησί τους.
Το άρθρο αυτό θα είναι ένας φόρος τιμής στους αγερωχους νησιώτες μας.
Νικολός Φαρμακίδης

ΕΠΕΤΕΙΟΣ 200 ΕΤΩΝ ΑΠΟ ΤΗ ΚΗΡΥΞΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗ ΣΥΜΗ 16.8.1821

ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΟΥ ΦΑΡΜΑΚΙΔΗ

Εισαγωγή

Στις 16.8.2021 είναι η επέτειος των 200 χρόνο από τότε που οι Συμιακοί σε Γενική Συνέλευση αποφάσισαν να συμμετάσχουν στο ξεσηκωμό του Έθνους. Θεώρησα ότι έπρεπε να δημοσιοποιήσω κατά την επέτειο αυτή ένα απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο μου, μια σελίδα της ιστορίας της Σύμης, για να αποτίσω την πρέπουσα τιμή  στους κατοίκους αυτού του μικρού νησιού, που επί αιώνες γαντζωμένοι στο ξερό αυτό βράχοπροασπίζονται τον Ελληνισμό. Το παρακάτω κείμενο ελπίζω να είναι σε θέση να δείξει το μέγεθος των αγώνων και την πολιτική δεξιοτεχνία των Συμιακών. Αυτό το κείμενο λοιπόν, δεν έχει πρόλογο και επίλογο και στη ουσία σταματά απότομα με την κήρυξη της Επανάστασης στο νησί για τους παραπάνω λόγους. Ήθελα επίσης να επισημάνω ότι δεν έχω στόχο την ανάδειξη της ιδιαίτερης πατρίδας μου, γιατί κάθε νησί, κάθε τόπος στον ελληνικό χώρο, έπαιξε ένα εξ ίσου σημαντικό ρόλο στην ιστορία του ελληνισμού. Ο κάθε τόπος με τον τρόπο του.

Η προετοιμασία τηςΣύμης για την επανάσταση.

Στη Σύμη έβλεπαν την Ελληνική Επανάσταση ως μέσω για την χειραφέτησή τους από την Οθωμανική εξουσία, που κάθε χρόνο γίνοντανκαι πιο καταπιεστική. Η σχέση τους με τους Ευρωπαίους,λόγω των εμπορικών συναλλαγών, ήθελαν να είναι ισότιμη.Να είναι και αυτοί πολίτες μιας ελεύθερης χώρας και όχι ραγιάδες των Οθωμανών.

Αυτή τη περίοδο η Σύμη ήταν ένα ελεύθερο λιμάνι, που συνέδεε την Ανατολή με τη Δύση και που χρησιμοποιούνταν από τους Ευρωπαίους για να διακινούν τα εμπορεύματα από το λιμάνι της, χωρίς να πληρώνουν δασμούς ή τέλη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Επιπλέον, η εξειδίκευση της στο σφουγγάρι, αφού τη περίοδο αυτή η Σύμη κυριαρχούσε στη σπογγαλιεία, την είχε καταστήσει μοναδικό και πολύτιμο εταίρο των Ευρωπαίων. Δεν ήταν τυχαίο λοιπόν που στη Σύμη αυτή τη περίοδο υπήρχαν πολλά προξενεία, που στα μισά του δέκατου ένατου αιώνα ξεπέρασαν τα 10. Οι πρόξενοι, είτε ήτανΣυμιακοί είτε ξένοι, εκπροσωπούσαν ευρωπαϊκούς εμπορικούς οίκους και διαχειρίζονταν τα συμφέροντά τους στη περιοχή. Και οι πρόξενοι της Ρόδου συνεργάζονταν οικονομικά με τους Συμιακούς για την αλιεία των σπόγγων, καθώς και γενικότεραστο εμπόριο. Οι σχέσεις αυτές διατηρήθηκαν μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν τα νησιά καταλήφθηκαν από τους Ιταλούς, οι οποίοι απαγόρευσαν όλες αυτές τις συναλλαγές. Η Σύμη με τις ελευθερίες και τα προνόμιά της, πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο μέρος, δεν είχε κανένα οικονομικό λόγο για να επαναστατήσει εναντίον των Οθωμανών. Η συμμετοχή της Σύμης στην επανάσταση λοιπόν, με όλο της το σθένος, είχε καθαρά ιδεολογικούς λόγους.

Μετά από ένα περίπου αιώνα λειτουργίας της «Ακαδημίας»[1] (Σχολή Αγίας Μαρίνας), δημιουργήθηκε στη Σύμη μια μορφωμένη ελίτ, που διαμόρφωνε και τις κοινωνικές τάσεις. Οι δάσκαλοι και οι μαθητές της Σχολής, γνωρίζοντας πολύ καλά την ιστορία τους, είχαν και μια βαθιά εθνοτική συνείδηση. Έτσι το ευρωπαϊκό ρεύμα για Εθνική Ανεξαρτησία που έφτασε στο νησί μαζί με τις καινοτομίες στην εκπαίδευση, δεν αποσκοπούσε σε κοινωνικές ανακατατάξεις στη κοινωνία της Σύμης. Η εθνική ταυτότητα των Συμιακών ήταν συνδεδεμένη πρωτίστως με ένα πολιτικό αίτημα: την ανεξαρτησία του εθνικού εδάφους, την αυτόνομη πολιτική συγκρότηση του ελληνικού έθνους, τη συγκρότηση μιας πολιτικής εθνικής διοίκησης, της οποίας η εξουσία να πηγάζει από το έθνος και να οργανώνεται στο όνομα του έθνους, και τέλος να την καταστήσει πολιτισμικά ως εθνική πολιτική οντότητα, δηλαδή, ένα τμήμα ενός εθνικού κράτους.

Ο Βενέδικτος Ρώσος (ένας από τους καθηγητές της Σχολής) έχοντας προϋπηρεσία στη Σχολή των Κυδωνιών (με το όνομα Βησσαρίων Συμαίος), ήταν ένα άτομο με τεράστιες φιλολογικές και θρησκευτικές γνώσεις και εμποτισμένος με τα ελληνικά ιδανικά, το ίδιο και ο Προκόπιος Δενδρινός. Οι σχέσεις αυτών των δύο δασκάλων με τους λόγιους του ευρύτερου ελληνικού χώρου, καθώς και πέρα από το χώρο αυτό, ήταν στενές. Πολλοί από τους λόγιους της εποχής τους ήταν συμμαθητές ή μαθητές τους. Για παράδειγμα ο Βενιαμίν ο Λέσβιος ήταν και αυτός διδάσκαλος την ίδια εποχή με το Βενέδικτο στις Κυδωνίες, όπου φαίνεται να δίδαξε από το 1799-1806. Ο Βενέδικτος, ο Προκόπιος και ο Χατζηϊωάννου λοιπόν, επικουρούμενοι από μια μεγάλη ομάδα λογίων Συμιακών, όπως οι Φωτιάδηδες και άλλοι, ήταν οι πυρήνες της ιδεολογικής κατεύθυνσης στη Σύμη όλη αυτή τη περίοδο. Το προσωνύμιο που δόθηκε στον Βενέδικτορώσο «Συπαχιό[2]», δείχνει το πάθος του για την εθνική ανεξαρτησία του τόπου του.

Οι ιδεολογίες όμως έχουν και αντιπάλους. Μια ισχυρή ομάδα Συμιακών όλων των τάξεων, υπό τον τότε Ηγούμενο του Πανορμίτη, είχε την αντίθετη άποψη, αφού θεωρούσαν αυτές τις ιδεολογίες νεόκοπες και ξενόφερτες. Η παραμονή στην Οθωμανική Αυτοκρατορία έφερνε στο νησί πλούτο και ευημερία. Η έξοδος από την Αυτοκρατορία θα οδηγούσε στο να χαθούν όλα τα πεδία αλιείας, τα εμπορικά λιμάνια της Ανατολής και της Αφρικής, στα οποία οι Συμιακοί είχαν πρόσβαση χωρίς καμιά επιβάρυνση. Η δημιουργία ενός Ελληνικού Κράτους και η ενσωμάτωση της Σύμης σε αυτό, σε αντίθεση με τους άλλους Έλληνες, θα έφερνε στο νησί μόνο καταστροφές και φτώχεια. Η ομάδα αυτή ονόμαζε τη Σχολή της Αγίας Μαρίνας: «φυτώριο ζιζανίων μορφωμένων», δηλαδή νέων οι οποίοι αντίκριζαν τα κοινά πράγματα του νησιού με νεωτερίζουσες αντιλήψεις.

Επειδή λοιπόν οι δάσκαλοι της Αγίας Μαρίνας πρωτοστατούσαν μαζί με τους μαθητές τους και το περιβάλλον τους για την Ελληνική Επανάσταση, η αντίπαλη παράταξη με τη βοήθεια των Τούρκων έκλεισε τη Σχολή το 1820 και τα κτίρια της καταστράφηκαν τελείως. Ο Κωνσταντίνος Σιμωνίδης έγραψε στο βιβλίο του[3] ότι, η ομάδα που ήθελε να κλείσει τη Σχολή ενέργησε χρησιμοποιώντας τους Τούρκους δυνάστες. Πάνω στα χαλάσματα είχαν γράψει με κάρβουνο: «Καθώς ήθελα και θέλω, Είδα το σχολείον λέγω». Όταν λοιπόν το 1834 ο Κωνσταντίνος Σιμωνίδης είδε την επιγραφή αυτή και την διάβασε στον τυφλό αδελφό του Φώτη, ο αδελφός του που ήταν και ποιητής είπε: «Μουστάκια γένια κόκκινα και μάτια γαλανά, Αγγείο διαβόλου ψυχή του Σατανά». Και συνεχίζει ο Κωνσταντίνος: «ότι έτσι είναι πράγματι εσωτερικά και εξωτερικά αυτός που έγραψε την επιγραφή ο γραμματομάχοςΚακακιός[4], κάτι που δηλώνεται και από το όνομά του, τρία Κάπα κάκιστα, κατά τη παροιμία».

Το ότι η Σύμη βρίσκονταν τη περίοδο αυτή σε πολύ καλή οικονομική κατάσταση το διαπιστώσε και ο Σουκιούρ μπέης της Ρόδου. Επειδή οι Συμιακοί προσποιούνταν ότι δεν μπορούσαν να πληρώσουν τους φόρους ο Σουκιούρέστειλε εκπρόσωπό του στη Σύμη για να τους παρακολουθεί και ο οποίος μέτρησε πόσες οικογένειες υπήρχαν στο νησί. Τις βρήκε 2.000. Τα μέλη των οικογενειών τότε είχαν από 5 μέχρι 10 άτομα, άρα κατά πάσα πιθανότητα ο πληθυσμός έφτανε το 1820 τις 10.000 έως 15.000 κατοίκους. Όταν η Ελληνική κυβέρνηση το 1822 ζήτησε να κάνουν απογραφή οι Δημογέροντες, οι Συμιακοί υπολόγισαν τους κατοίκους της Σύμης σε 8.000. Αυτός σίγουρα ήταν ένας αριθμός επίτηδες υποβαθμισμένος από τους Συμιακούς για διάφορους λόγους που θα εξηγήσουμε αλλού.

 ΙV.2. 1820 -1821 η κήρυξη της Επανάστασης. 

Το 1820 Πρωτόγερος ήταν ο Αγαπητός Χατζησταυριανού και Γραμματικός του Κοινού ο Νικήτας Χατζηϊωάννου. Λίγο πριν το κλείσιμο της Σχολής οι δύο δάσκαλοι, ο Βενέδικτος και ο Προκόπιος, έφυγαν για το Άγιο Όρος και εγκαταστάθηκαν στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονα των Ρώσων, όπου ο Βενέδικτος έγινε Ηγούμενος της Μονής.Τον Μάρτιο του 1821, οι μοναχοί του Όρους πήραν μέρος στη επανάσταση εναντίον των Τούρκων. Οι Τούρκοι την έπνιξαν στο αίμα και ο Βενέδικτος με όλους τους Μοναχούς της Μονής και τα κειμήλια τους πήγαν τελικά, μετά από περιπλάνηση, στη Μονή της Ζωοδόχου Πηγής στο Πόρο, όπου διέμειναν μέχρι το 1828. Το 1828 ενώ οι μοναχοί επέστρεψαν στο Άγιο Όρος, ο Καποδίστριας κράτησε τον Βενέδικτο και τον τοποθέτησε δάσκαλο στις Σπέτσες και στη συνέχεια διευθυντή στην Εκκλησιαστική Σχολή του Πόρου μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1831. Όλα αυτά τα χρόνια όμως ήταν αυτός που κατεύθυνε την επανάσταση των Συμιακών με επιστολές, συμβουλές και παρεμβάσεις στη διοίκηση της Ελλάδας και ειδικότερα προς στον Καποδίστρια.

Ένας άλλος κληρικός που έπαιξε σημαντικό ρόλο γενικότερα στην επανάσταση των νησιών και ειδικότερα στη Σύμη ήταν ο Πάτμιος Θεόφιλος Πανκώστας, που έγινε Πατριάρχης Αλεξάνδρειας το 1808. Ο Πανκώστας είχε στενές σχέσεις με τον Πασά της Αιγύπτου, τον Μοχάμεντ Αλή, ο οποίος έβλεπε τους Έλληνες ως μέσο για την ανάπτυξη της κυριαρχίας του. Θεωρούσε ότι ήταν χρήσιμοι για να δημιουργήσει βιομηχανίες στο Μοριά και για τις δυνατότητες που είχαν να εμπορεύονται σε όλο τον κόσμο. Άλλωστε την ανάπτυξη της Αιγύπτου την είχε στηρίξει κατά πολύ σε αυτούς.

Ο Πατριάρχης αυτή τη περίοδο, λόγω ασθενείας, είχε πάει στην ιδιαίτερή του πατρίδα την Πάτμο τον Οκτώβριο του 1819, «με την επίμονη προτροπή των ιατρών και με τη φιλάνθρωπο συναίνεση του ηγεμόνα της Αιγύπτου», όπως ο ίδιος έγραψε, «για αλλαγή αέρα». Ενώ βρισκόταν λοιπόν στη Πάτμο ήρθε και τον βρήκε, συστημένος από τον ηγεμόνα της Μολδαβίας Μιχαήλ Σούτσο, ο απόστολος της Φιλικής Εταιρείας Αντώνιος Πελοπίδας από τη Στεμνίτσα. Αυτός τον μύησε την 1ην Μαΐου 1820 στα μυστικά της Φιλικής Εταιρείας. Ο Πελοπίδας ξαναπέρασε από τη Πάτμο με τον Δημήτριο Ύπατρον και ο Πατριάρχης τους εφοδίασε με 2.000 γρόσια και συστάσεις για την Αίγυπτο[5], όπου δημιούργησαν ένα ισχυρό δίκτυο μελών. Ο Θεόφιλος φεύγοντας από την Αλεξάνδρεια είχε τη πλήρη στήριξη του Μοχάμεντ Αλή και μιλώντας γι’ αυτόν τον αποκαλούσε: «Μονάρχη Αλέξανδρο Μακεδόνα[6]», και συμπλήρωνε: «εσπερώτονκομήτην της καθ’ ημάς αιγυπτιακής σφαίρας, πραότατο και φιλάνθρωπο». Αυτοί οι χαρακτηρισμοί αντανακλούσαν τη συμπεριφορά του Μοχάμεντ Αλή προς τους Έλληνες και τους Χριστιανούς. Αργότερα, όταν ο Μοχάμεντ Αλή θα δει ότι οι Έλληνες του Μοριά δεν θα δεχτούν τις απόψεις του, θα αλλάξει πολιτική και κατά συνέπεια οι σχέσεις του με τον Πανκώστα θα αλλάξουν. Αυτό δείχνει ότι ο Μοχάμεντ Αλή χρησιμοποιούσε τον Πανκώστα για τους δικούς του στόχους.

Ο Φιλικός Πατριάρχης είχε πολύ καλή σχέση και με τη Σύμη, όπως και με τους δύο Δασκάλους, Βενέδικτο και Προκόπιο. Οι δύο αυτοί είχαν την ευθύνη για τη μύηση στη Φιλική Εταιρεία των Συμιακών. Οι δύο δάσκαλοι και ο γραμματέας της Σχολής ΧατζηαγαπητόςΧατζηϊωάννου, είχαν ως βασικούς συνεργάτες τους τον Σίμωνα Χατζηκώστα και τον ιερομόναχο Νίκανδρο (Μιχαήλ Ιωαννίδη), που τους χρησιμοποιούσαν ως εκπροσώπους σε διάφορες αποστολές χωρίς να χρειάζεται να πληρώνουν τα έξοδα τους, αφού τα κάλυπταν από δικά τους χρήματα. Ο Βενέδικτος, ο Χατζηϊωάννου, ο Χατζηκώστας και ο Νίκανδρος είχαν μεταξύ τους και στενούς συγγενικούς δεσμούς.

Σε Κώδικα της Πάτμου, ο Θεόφιλος έγραψε σε σημείωση, ότι εκφώνησε λόγο το 1808 στο Ναό της Παναγίας της Μεγάλης στη Σύμη (όταν έγινε Πατριάρχης) και οι πιστοί τον φιλοδώρησαν με 500 γρόσια για τις ανάγκες του Πατριαρχείου. Ο Θεόφιλος αγαπούσε ιδιαίτερα το νησί της Σύμης και ακόμη πιο πολύ τη Μονή του Πανορμίτη, γι’ αυτό και την επισκεπτόταν συχνά. Έλεγε ότι «αν δεν ήμουνα Πατριάρχης ήθελα να είμαι ηγούμενος του Πανορμίτου». Πιθανόν ο Θεόφιλος να διέμενε στη Μονή κατά την περίοδο που ο θείος του Πατριάρχης Παρθένιος ήταν ασθενής και βρίσκονταν στη Ρόδο, όπου και πέθανε. Ο τάφος του Παρθένιουβρίσκεται στη Μητρόπολη Ρόδου. Λένε ότι στο Πανορμίτη υπήρχε δικό του δωμάτιο, όπου ο Θεόφιλος διέμενε κατά τις επισκέψεις του εκεί.

Τα γεγονότα στον Ελληνικό χώρο εν τω μεταξύ εξελίσσονταν. Ο Δημήτριος Υψηλάντης ανάλαβε, παρά τις αντιρρήσεις του Καποδίστρια[7], τη αρχηγία της Φιλικής Εταιρείας. Στην Οδησσό επισκέφτηκε τον Υψηλάντη στις 22.8.20, ερχόμενος από την Πετρούπολη όπου είχε συναντηθεί με τον Καποδίστρια, ο γραμματέας του ρωσικού προξενείου της Πάτρας και στέλεχος της Φιλικής Ιωάννης Παπαρρηγόπουλος. Στη μεταξύ τους συζήτηση ο Υψηλάντης διατύπωσε τη σκέψη να κατέβει στο Μοριά και να κηρύξει από εκεί την “επανάσταση”. Ο Παπαρρηγόπουλοςήταν κάθετα αντίθετος. Υποστήριξε πως το κίνημα έπρεπε να ξεκινήσει από τη Μολδοβλαχία. Αυτό κατά τη γνώμη του παρουσίαζε τρία πλεονεκτήματα. Πρώτον, οι Οθωμανοί έχοντας σε απόσταση αναπνοής από τις εξεγερμένες παραδουνάβιες ηγεμονίες τη ρωσική στρατιά της Βεσσαραβίας, δεν θα μετακινούσαν τις δυνάμεις τους προς ένα εξεγερμένο νότο. Δεύτερον, ο Αλή πασάς των Ιωαννίνων υποψιαζόμενος, λόγω της γεωγραφικής γειτνίασης Μολδοβλαχίας και Βεσσαραβίας, τη ρώσικη υποστήριξη προς το κίνημα, θα συνέχιζε με μεγαλύτερο πείσμα τον κατά της Πύλης αγώνα του. Και τρίτον, για τον ίδιο λόγο οι Μοραΐτες και οι Ρουμελιώτες θα εύρισκαν τη δύναμη να ξεσηκωθούν. Επίσης υπήρχαν πληροφορίες ότι η στρατιωτική διοίκηση στη Βεσσαραβία περίμενε τη διαταγή του τσάρου για να υποστηρίξει ένοπλα το κίνημα του Υψηλάντη. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στην πρώτη του προκήρυξη προς τους εξεγερμένους έγραψε: «κινηθείτε ω φίλοι και θέλετε ιδεί μίαν κραταιάν δύναμιν να υπερασπισθή τα δίκαια μας», αφού πίστευε πως ο Τσάρος θα τον βοηθούσε.

Στις αρχές Οκτωβρίου 1820 ο Αλέξανδρος Υψηλάντης βρίσκονταν στο Ισμαήλ της Βεσσαραβίας και συνεδρίαζε με στελέχη της Φιλικής Εταιρείας για τον τόπο και το χρόνο της εξέγερσης. Στη σύσκεψη αυτή παρευρίσκονταν και οι Ξάνθος και Παπαφλέσσας. Η σύσκεψη σχεδόν ομόφωνα αποφάσισε να ξεκινήσει η εξέγερση από το Μοριά και συγκεκριμένα από τη Μάνη (όπως συνέβη και στα Ορλοφικά). Η εξέγερση έπρεπε να αρχίσει γύρω στις 10 Δεκεμβρίου 1820.

Στις αρχές λοιπόν του Οκτώβρη, οι Συμιακοίέστειλαν τον Σίμωνα Χατζηκώνστα στην Ύδρα, για να πάρει εντολές. Ξαφνικά στις 24 Οκτωβρίου και ενώ ο μηχανισμός της Φιλικήςείχε κινηθεί για την υλοποίηση των αποφάσεων της σύσκεψης του Ισμαήλ, ο Υψηλάντης ανακοίνωσε ότι το σχέδιο αναβάλλεται. Το νέο σχέδιο προέβλεπε να ηγηθεί ο ίδιος της εξέγερσης στη Μολδοβλαχία και διασχίζοντας τα Βαλκάνια να κατέλθει στην Ελλάδα επικεφαλής των στρατευμάτων που θα συγκέντρωνε. Η νέα ημερομηνία ήταν η 15 Νοεμβρίου, αλλά σύντομα ανακοίνωσε νέα αναβολή για την άνοιξη.

Τελικά ο αγώνας στον ελληνικό χώρο ξεκίνησε επίσημα στις 22 Φεβρουαρίου του 1821, με τη διάβαση του Προύθου στη Μολδαβία, από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Η Μολδαβία απολάμβανε καθεστώς αυτονομίας, υπό την εγγύηση του τσάρου της Ρωσίας, με ηγεμόνα το Μιχαήλ Σούτσο (μέλος της Φιλικής Εταιρείας) και τη κατοικούσαν πολλοί χριστιανικοί πληθυσμοί τους οποίους προσπάθησαν να εμπλέξουν στην Επανάσταση. Έτσι οι Οθωμανοί, που αυτή τη περίοδο είχαν πολλά προβλήματα με τις επαναστάσεις των Αλβανών και με την αναδιοργάνωση του στρατού, πίστεψαν πως έπρεπε να διαφυλάξουν την Κωνστ/πολη αφήνοντας αφύλακτο τον Μοριά. Ο Υψηλάντης υπολόγιζε ότι θα βρίσκεται στο Μοριά στις 25 Μαρτίου για να ξεκινήσει και εκεί η επανάσταση από τη Μάνη. Η διαδικασία προέβλεπε και την ύψωση της σημαίας στηνΆγια Λαύρα παρόλο που δεν έγινε ποτέ στη πράξη. Όμως θα χρησιμοποιηθεί αργότερα ως συμβολισμός.

Την περίοδο αυτή στο τιμόνι της Ιερής Συμμαχίας βρίσκονταν ο Αυστριακός καγκελάριος Κλέμενς φον Μέττερνιχ. Η Συμμαχία αυτή είχε ιδρυθεί το 1815 με σκοπό να καταπνίξει κάθε κίνημα που μπορούσε να διαταράξει το υπάρχον στάτους κβο και να αναζωπυρώσει τα μηνύματα της στάσης της Γαλλίας του 1789. Τα μηνύματα αυτά περί ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου με την παροχή συντάγματος και γενικότερες δημοκρατικές ελευθερίες αποδυνάμωναν τις Αυτοκρατορίες της Ευρώπης. Η εξέγερση της Φιλικής Εταιρείας θεωρήθηκε ότι αποσκοπούσε σε αυτά τα ιδεώδη, άρα η επικράτησή της θα δημιουργούσε άσχημα προηγούμενα για τις Ευρωπαϊκές Μοναρχίες και στην αρχή θεωρήθηκε και αυτή μια στάση κατά του κατεστημένου. Ο Υψηλάντης βέβαια ενεργούσε σε συνεννόηση με το περιβάλλον του Τσάρου, κυρίως με τον Μιχαήλ Ορλώφ, που τον διαβεβαίωναν ότι θα παρέμβαιναν άμεσα με το Ρωσικό στρατό για την ελευθέρωση της Ελλάδας. Οι αντιδράσεις όμως του Μέττερνιχ και ενός μέρους του περιβάλλοντος του Τσάρου τον ανάγκασαν να υποχωρήσει και να αποκηρύξει τον Υψηλάντη[8].

Έτσι οι εξεγερθέντες Έλληνες αργότερα, αποκήρυξαν τη Φιλική Εταιρεία και ονόμασαν την εξέγερση τους: «Επανάσταση του Ελληνικού Έθνους». Διευκρινίστηκε επίσης ότι η Επανάσταση δεν είχε σχέση με τους σκοπούς των καρμπονάρων, αλλά με το να υπερασπιστεί την ελευθερία της πίστης και την εθνική ανεξαρτησία, ώστε η Ελλάδα να εξομοιωθεί με τα πολιτισμένα Ευρωπαϊκά κράτη αποτινάσσοντας ένα τύραννο που παράνομα κατέχει Ευρωπαϊκά εδάφη. Αυτό θεωρήθηκε δικαίωμα της Ελλάδας της κοιτίδας του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού.

Άλλωστε το Ελληνικό Κράτος αργότερα θέσπισε ως αρχή της Επανάστασης την 25η Μαρτίου, διακηρυγμένη από έναν επίσκοπο, τον Παλαιών Πατρών Γερμανό και δέχτηκε Μονάρχη από την Ευρώπη. Με αυτά απόδειξαν στους Ευρωπαίους ότι οι στόχοι τους δεν θα δημιουργούσαν προβλήματα στα συμφέροντα των Μοναρχιών και δεν είχαν κοινά με τους στασιαστές της Ευρώπης. Για τον ίδιο λόγο, μια μεγάλη ομάδα αποκήρυξε τον Υψηλάντη ως στασιαστή, λόγω της θέσης του ως αρχηγού μιας μυστικής οργάνωσης, ακολουθώντας την πολιτική των Μοναρχιών. Επίσης διαβεβαίωναν τους Ευρωπαίους ότι δεν θα ξανάφεραν πολιτικές και νοοτροπίες της αρχαίας Ελλάδας, αλλά ότι θα στηρίζονταν στα Ευρωπαϊκά πρότυπα. Αυτές οι λογικές επικράτησαν και σε άλλα θέματα, όπως στη θρησκεία και στην κοινωνία και δημιούργησαν αργότερα πολλές αντιπαραθέσεις.

Εκτός από τα παραπάνω, ακόμη και η πλειοψηφία των Ρώσων πολιτικών έβλεπε πως η δημιουργία ενός αυτόνομου ισχυρού ελληνικού κράτους, που θα υποκαθιστούσε έστω και μακροπρόθεσμα την Τουρκική ισχύ, θα ήταν επικίνδυνο για τα ρωσικά συμφέροντα. Αυτή η λογική θα επικρατήσει αργότερα και στα άλλα κράτη της Ευρώπης.

Με δύο εγκυκλίους του, ο Ρώσος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη, Στρογγάνοφ, φανέρωσε, στους πρώτους μήνες του 1821, την επίσημη ρωσική πολιτική. Συγκεκριμένα, έδωσε, με τη μεν πρώτη (9/21 Μάρτη 1821), εντολές στα ρωσικά προξενεία στην Ανατολή να τονίζουν ότι η Ρωσία είναι παντελώς αμέτοχη στα όσα έχουν γίνει στη Μολδοβλαχία από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και τους συνεργάτες του, με τη δεύτερη (4/16 Απρίλη 1821) ανακοίνωνε πως ο Τσάρος καταδίκαζε τον Υψηλάντη. Στις 30 Απρίλη του 1821 κυκλοφόρησε η περίφημη «Διακήρυξη της Ιεράς Συμμαχίας» μετά το Συνέδριο του Laybach, στο οποίο συμμετείχαν ο Ρώσος Τσάρος, ο βασιλιάς της Πρωσίας κι ο Αυστριακός αυτοκράτορας, με τους υπουργούς τους και τους υψηλά ιστάμενους διπλωματικούς συνεργάτες τους, όπως επίσης και Γάλλοι και Άγγλοι εκπρόσωποι. Μαζεύτηκαν για να αποφασίσουν τη βίαιη καταστολή των απελευθερωτικών κινημάτων του Πεδεμοντίου και της Νεάπολης της ιταλικής χερσονήσου. Με τη διακήρυξη τους καταδικαζόταν ως εγκληματική κάθε φιλελεύθερη κίνηση των λαών για εθνική απελευθέρωση ή κοινωνική δικαιοσύνη.

Δεν ήταν μόνο οι Ευρωπαίοι που δημιουργούσαν προβλήματα, αλλά και οι Έλληνες έκαναν λάθη. Ο Μαυροκορδάτος είχε γράψει ένα κείμενο το 1820, που το κοινοποίησε σε όλες τις Βασιλικές Αυλές με τίτλο: «Coup d’ oeilsurlaTurquie». Με το έγγραφο αυτό προσπαθούσε να πείσει τους Ευρωπαίους ότι οι Έλληνες ήταν μια μεγάλη πολιτική δύναμη. Εκτός των άλλων ανάλυσε και το πληθυσμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκείνης της εποχής ως εξής: 9 εκατ. στην Ευρωπαϊκή περιοχή, 11 εκατ. στην Ασιατική και 3 εκατ. στην Αίγυπτο. Από αυτούς θεωρούσε ότι οι Τούρκοι ήταν 7 εκατ., οι Έλληνες 5 έως 6 εκατ., οι Αρμένιοι 2 εκατ., οι Σέρβοι, Βλάχοι και Μολδαβοί 2 εκατ. και οι Αλβανοί 1 εκατ. Αυτή η ανάλυση αντί να λειτουργήσει θετικά φόβισε όλους του Ευρωπαίους, διότι κατάλαβαν πως αν οι Έλληνες υποκαθιστούσαν τους Τούρκους θα ήταν χειρότερα γι’ αυτούς, γιατί θα έχανα από τα χέρια τους την διαχείριση της Ανατολής. Αυτή ενδεχομένως η έκθεση σε συνδυασμό και με την επικράτηση της αρχής της εθνικής ελευθερίας να ήταν και η αιτία των μαζικών εκτουρκισμών, που ξεκίνησαν στην Κρήτη και αλλού μετά την ελληνική Επανάσταση.

Το 1821 Πρωτόγερος του Κοινού της Σύμης ήταν ο Μανόλης Ρεΐσης και Γραμματικός του Κοινού ο Διάκο Νικόλαος Μουλός. Οι Συμιακοίείχαν ένα μεγάλο και σε όλα τα επίπεδα δίκτυο πληροφοριών, που ήταν οι έμποροι σε όλες σχεδόν τις Ευρωπαϊκές και Μεσογειακές περιοχές. Έτσι, γνώριζανότι γίνονταν στις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και γι’ αυτόπερίμεναν να δουν πως θα εξελιχθούν τα γεγονότα. Επίσης περιμέναν οδηγίες από τους ηγέτες της επανάστασης, διότι θεωρούσαν πως θα ήταν ένα συνολικό εγχείρημα. Όμως κανείς από αυτούς δεν παρουσιάζονταν, αφού ο καθένας ασχολούνταν μόνο με τα δικά του και έτσι έψαχναν παντού στον Ελληνικό χώρο για να μάθουν τι να κάνουν.

Στη Ρόδο, μπέης ήταν αυτή τη περίοδο ο Γιουσούφ μπέης, άτομο διαλλακτικό και ήπιο. Τον Φεβρουάριο του 1821 βλέπουμε δύο γράμματά του προς τη Σύμη. Με το ένα ζητά 700 κιλά βούτυρο και με το άλλο να πάνε οι Συμιακοί να πληρώσουν τον κανονισμένο φόρο τους.

Ο Πατριάρχης Αλεξάνδρειας Θεόφιλος Παγκώστας και ο Δημήτριος Θέμελης ύψωσαν στις 12 Απριλίου του 1821 στη Χώρα της Πάτμου τη σημαία της Επαναστάσεως. Ήταν η εορτή της Διακαινησίμου, δύο ημέρες μετά τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γρηγορίου Ε’. Μόλις το μαθαίνουν οι Συμιακοί, έχοντας εμπιστοσύνη στον Πατριάρχη Θεόφιλο, έστειλαν πρεσβεία τον Νικήτα Χατζηϊωάννου στις 29 Απρίλη για να τους συμβουλέψει.Ο Πατριάρχης απάντησε στις 3 του Μάη με ένα γράμμα. Προσπάθησε να τους πείσει να συμμετάσχουν στην επανάσταση και ανάφερε μεταξύ άλλων: «Ο κραταιότατος και υψηλότατος πρίγκιπας κύριος κύριος Αλέξανδρος Υψηλάντης προχώρησε γιγαντιαίως δια του Δουνάβεως, με τας ανίκητους δυνάμεις τριακοσίων χιλιάδων του γένους εγείρων θριάμβους εις τα μέρη της ρούμελης. Η φήμη κηρύττει ότι προ πολλού έφτασε εις Ανδριανούπολην. Η Σερβία η Βουλγαρία η Πελοπόννησος και η Ελλάς ύψωσαν την σημαίαν της ελευθερίας». Και συνεχίζει «Οι έχοντες καράβια μικρά ή μεγάλα οπλίσατε αυτά και ενωθείτε με τον ελληνικό στόλο συγκροτώντας ναυτικάς δυνάμεις των Υδριοτών, Σπετσιωτών και Ψαριανών και υποσχόμενοι την ελευθερία όλου του Αιγαίου πελάγους μη δειλιάσετε απόγονοι του Μιλτιάδου και του Θεμιστοκλέους»[9].

Αυτή η τακτική των Φιλικών για να πείσουν τους Έλληνες να πάρουν μέρος στην Επανάσταση υπερβάλλοντας ήταν γενική. Χαρακτηριστική ήταν η ανακοίνωση του Κολοκοτρώνη στην Αλωνίσταινα όπου “πληροφορούσε” τους άντρες του πως “οι Ρούσσοι επήρανε την Ενδρενέ (Αδριανούπολη) και έως τώρα θα επήρανε και την Πόλιν και μας στέλνουν αρχηγόν εδώ με χρήματα, με μπαγιονέτες δέκα χιλιάδων και με πολεμοφόδια και όπλα”. Οι Συμιακοί όμως που παρακολουθούν τα γεγονότα και τις διπλωματικές αποφάσεις των αυλών όλων των Ευρωπαϊκών κρατών, καθώς και το τι συζητείται στην Μεσόγειο, είναι επιφυλακτικοί. Κάθε τους ενέργεια, κάθε τους επιστολή, όπως θα δούμε και παρακάτω, ήταν εναρμονισμένες με αυτά που συνέβαιναν γύρω τους. Επιπλέον, μην έχοντας καμιά δύναμη για να σταθούν μπροστά στον εχθρό που περικύκλωνε το νησί τους, έπρεπε να συνεννοηθούν με τους άλλους για να συνεργαστούν και να ενεργήσουν όλοι μαζί.

Παρόλη την αβεβαιότητα που επικρατούσε, η συμμετοχή στην Επανάσταση των Συμιακώνθεωρήθηκε δεδομένη και την αποφάσισανκατ’ αρχήν στις 10.5.1821 σε γενική συνέλευση. Η απόφαση έλεγε: «Η περίσταση του παρόντος καιρού μας ανάγκασε να ενωθούμε όλοι σε μια κοινή ψυχή και να διαφυλάξουμε με όρκο τα παρακάτω:

α) Να έχουμε αδελφική αγάπη και ομόνοια αναμεταξύ μας με όρκο αφού ορκιστήκαμε στο θείο και ιερό ευαγγέλιο.

β) Να είμαστε πρόθυμοι σε κάθε εναντιότητα της πατρίδας μας κατά της κοινής μας ωφέλειας που θα ακολουθήσει, όπως θα προστάζουν οι εκλεχθέντες διοικητές του κοινού.

γ) Οι αποφάσεις να προέρχονται από όλους τους εκλεχθέντες και να ανακοινώνονται όσα μπορούν να δημοσιευτούν.

δ) Ο καθένας να μην μιλά δημόσια, ούτε σε καφενεία για πολιτικά που μπορεί να δημιουργήσουν σκάνδαλα και σύγχυση στους διοικητές.

ε) Όποιος φανεί ενάντιος ή με κακή προαίρεση προδότης των παραπάνω κεφαλαίων να τιμωρείται αυστηρά, από τη συνέλευση και δημόσια, βάσει απόφασης των διοικητών.

ζ) Αν η εξουσία κατατρέξει τους εκλεχθέντες διοικητές, υποσχόμεθα όλοι να τους συντρέξουμε. Ομοίως και αυτοί αν ήθελε κατατρεχθεί κάποιος από τον κοινό λαό.

Το επόμενο βήμα των Συμιακών ήταν να βρουν συμπολεμιστές και συμμάχους, καθώς και να εξοπλιστούν. Έστειλαν λοιπόν στις 29 Μαΐου αντιπροσωπία τον ιατρό Κωνσταντίνο Κλαδάκη και τον Χατζή Διάκο στους Υδραίους[10] και στους Σπετσιώτες. Τους έγραψαν για τον πόθο τους να συμπράξουν μαζί τους στα μεγάλα συμβάντα και να στραφούν εναντίον του κοινού εχθρού και τους ζήτησαν τη βοήθειά τους. Για να καταλάβουν τη κατάσταση που επικρατούσε στη περιοχή του νησιού τους, τούς εξιστόρησαν και τα συμβάντα στη Ρόδο: Στις 18 Μαΐου οι μουσουλμάνοι κάτοικοι και άποικοι της νήσου Ρόδου, αφού αφόπλισαν τους χριστιανούς κατοίκους της πόλης, άρχισαν να τους σφάζουν. Η αιφνίδια αυτή ενέργεια των αχρείων δημιούργησε μεγάλο φόβο στους χριστιανούς της Ρόδου, που προσπάθησαν να φύγουν. Άλλοι στα χωριά και μερικοί μπήκαν σε βάρκες και πήγαν στη Σύμη. Οι Συμιακοί με το γράμμα τους, ζήτησαν να αγοράσουν από τους Υδραίους και Σπετσιώτες μπαρούτι, πέτρες τυφεκίων, βόλια κλπ και τους έστειλαν 700 γρόσια, αφού περίμεναν και αυτοί την ίδια αντιμετώπιση από τους Τούρκους της περιοχής.

Ο Δημήτριος Υψηλάντης που ορίσθηκε από τον αδελφό του ως «Επίτροπος και Αρχιστράτηγος του Μεσημβρινού Ελληνικού στρατού», έφτασε στη Ύδρα στις 8 Ιουνίου. Οι νησιώτες τον δέχτηκαν με ενθουσιασμό και δημοσίευσε από εκεί την πρώτη τουδιακήρυξή. Διόρισε ως Γενικό Επίτροπο και πληρεξούσιο του για τα νησιά τον Δημήτριο Θέμελη. Ο Θέμελης, ήταν ένα από τα προβεβλημένα μέλη της Φιλικής Εταιρείας και πρώην Δημογέροντας Πάτμου. Δημοσίευσε και αυτός από την Ύδρα δική του διακήρυξη στις 18 Ιουνίου 1821, ως Γενικός Επίτροπος των νήσων του Αιγαίου (Ισπράβνικος[11] ελέω Θεού Επίτροπος της Άσπρης Θαλάσσης). Με την διακήρυξή του γνωστοποιούσε την άφιξη του Δημητρίου Υψηλάντη ως πληρεξουσίου του αδελφού του Πρίγκηπα και Γενεράλη Αλεξάνδρου Υψηλάντη, Γενικού Επιτρόπου του Γένους. Ο Θέμελης επίσης σύστησε στους νησιώτες να συνεχίσουν να δίνουν τα ετήσια δοσίματα τους και να ακολουθήσουν απαρασάλευτα τις οδηγίες του, για να μην υποπέσουν στην οργή του έθνους.

Οι Συμιακοί είχαν στείλει στην Ύδρα μια τριμελή πρεσβεία για να συναντήσει τον Υψηλάντη που πήρε αντίγραφα των δύο διακηρύξεων. Στις 25 Ιουνίου μάλιστα έστειλαν αντίγραφα και στο Καστελόριζο με τον Γεώργιο Αγγελίδη, που πρέπει να ήταν ένα από τα μέλη της αντιπροσωπίας. Όπως φαίνεται και σε μια επιστολή προς τη Τήλο, ή επιτροπή πέρασε από τη Νίσυρο και τη Τήλο και άφησε από ένα αντίγραφο της διακήρυξης του Υψηλάντη σε αυτά τα νησιά.

Από τους πρώτους κιόλας μήνες της Επανάστασης, έγινε φανερό το χάσμα μεταξύ Φιλικών και Κοτζαμπάσηδων του Μοριά, κύριο όργανο εξουσίας την «Πελοποννησιακή Γερουσία» και τις τοπικές δημογεροντίες. Ένας άλλος πόλος αντίδρασης ήταν τα νησιά Ύδρα και Σπέτσες. Όταν ο Δημήτριος Υψηλάντης πήγε στη Τριπολιτσά, η γερουσία του Μοριά δεν τον δέχτηκε. Οι κοτζαμπάσηδες ήθελαν να κρατήσουν τον πλήρη έλεγχο της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της επανάστασης. Αυτή η πόλωση θα οδηγήσει λίγο αργότερα στους εμφυλίους και παρά πίσω στη δολοφονία του Καποδίστρια. Επιπλέον κανείς από τη Διοίκηση της Επανάστασης δεν ενδιαφέρονταν για τα νησιά. Οι νησιώτες προσπαθούσαν να ανταπεξέλθουν μόνοι τους και ασυντόνιστα.

Έμπειροι πολεμιστές στα νησιά ήταν μόνο όσοι επιδίδονταν όλα αυτά τα χρόνια στη πειρατεία. Έτσι ο Δημήτριος Υψηλάντης για να εντάξει όλους τους νησιώτες στην Επανάσταση, τους έδωσε το δικαίωμα με εγκύκλιο του για κούρσος, τον Ιούλιο του 1821[12]. Σ΄ αυτή έλεγε μεταξύ άλλων: «Ο ευγενέστατος άρχων ισπράβνικος Δημήτριος Θέμελης και ο κύριος καπετάν Ευαγγέλης Ματζαράκηςθέλουσι διέλθει όλα τα ελεύθερα νησιά του Αιγαίου πελάγους συστήνοντες εφορίας συστηματικάς, εξ ων αι νήσοι άπασαι πρέπει να διοικώνται. Αι εφορίαι πρέπει να συστηθώσι κατά τον εφεξής τρόπον: Α. Συναθριζόμενοι όλοι οι προεστώτες και δημογέροντες, να αναγινώσκεται το πληρεξούσιον γράμμα. Β.Εξ αυτών των πρωτίστων να εκλέγονται τέσσαρες ή έξη λαμβάνοντες παρά των λοιπών την ανήκουσανέγγραφον πληρεξουσιότητα. Γ. Αφ’ ου οι πληρεξούσιοι της εκλαμπρότητός του πληροφορηθώσιν εντελώς παρά των εντοπίων ότι εισίν ευχαριστημένοι δια τους συστηθέντας εφόρους και δημογέροντας, θέλουν επικυρώσει την εκλογήνδίδοντες αυτοίς εγγράφως και τας οδηγίας με τας οποίας πρέπει να διοικήται εκάστη νήσος, λαμβάνοντας παρ’ αυτών οι διαληφθέντες και τα ενυπόγραφα υποσχετικά αυτών γράμματα». Στα επόμενα άρθρα καθορίζονται οι διαδικασίες διοίκησης από τους εφόρους και καθορίζονται τα νησιά Ύδρα, Σπέτσες και Ψαρά: «έχουσι την ναυτικήν δύναμιν από την οποίαν εξήρτηται η ελευθερία όλων των ελληνικών νήσων, της Πελοποννήσου και όλων των ελληνικών παραθαλασσίων τόπων, έχουσι την γενικήνεφορίαν και είναι κεφαλή όλων των άλλων εφοριών των λοιπών νήσων οπού υπέκειντο εις τον τύραννον». Συνεχίζοντας δίνει τη δυνατότητα στους ναυτικούς να κάνουν κούρσος: «όποιος θέλει να αρματώσει και να βγή στο κούρσος[13], πρέπει να πάρει από τους εφόρους του τόπου του αποδεικτικό της τιμιότητας και αξιότητας του και με το αποδεικτικό αυτό, να πάει σε ένα από τα τρία νησιά, Ύδρα, Σπέτζιες και Ψαρά προκειμένου να πάρει την άδεια». Στη συνέχεια καθόριζε τις συνέπειες για κείνους που δεν εφάρμοζαν σωστά την εγκύκλιο και ρύθμιζε τη διανομή της λείας. Όπως είναι κατανοητό δεν μπορούσε ο καθένας από τη μια στιγμή στην άλλη να γίνει κουρσάρος και βέβαια στους κουρσάρους οι κανόνες ήταν πρακτικά ανύπαρκτοι. Όπως προκύπτει από ένα έγγραφο της 5.7.1821 οι Κασιώτες κουρσεύουν Ευρωπαϊκά πλοία και ο Δημήτριος Υψηλάντης τους γράφει να στρέψουν την ορμή τους κατά του κοινού εχθρού και δεν πρέπει ο καθένας να ευχαριστεί την «πλεονεξίαν και την αισχροκέρδειάν του»[14].

Στο τέλος το έγγραφο καθορίζει ότι κάθε νησί θα πρέπει να κατασκευάσει μια εθνική σφραγίδα που θα αποτελείται από τέσσερα κομμάτια για να σφραγίζονται όλες οι τοπικές υποθέσεις.

Οι Συμιακοί όμως συνεχίζουν να οργανώνονται για τη επανάσταση με το δικό τους τρόπο, τα άλλα νησιά έχουν ένα ολιγαρχικό καθεστώς, συγκαλούν αντιπροσωπείες από τα γύρω νησιά. Οι Προεστώτες της Νισύρου, στις 2 Ιουλίου 1821 τους αναγγέλλουν ότι θα πάνε στη Σύμη οι εκπρόσωποι τους, οι οποίοι θα περνούσαν και από την Τήλο για πάρουν τους εκπροσώπους των Τηλιακών, ώστε να αποφασίσουν όλοι μαζί για την Επανάσταση. Προφανώς το ίδιο θα έγινε και με τα νησιά Καστελόριζο και Χάλκη.

Ο Σίμωνας Χατζηκώνστας πήγε και βρήκε τους Ναυάρχους του Ελληνικού στόλου στις 3 Αυγούστου με γράμμα των Συμιακών, για να τους προτρέψει να ασχοληθούν και με τα νησιά τουςκαι να ρωτήσει και τι να κάμουν. Πέρασε όμως πρώτα από τον Θέμελη, που του έδωσε και αυτός δικό του γράμμα για τους Ναυάρχους με ημερομηνία 6 Αυγούστου. Ο Θέμελης συμπλήρωσε ότι η Αδριανούπολη αλώθηκε από τον Υψηλάντη[15]. Ο Χατζηκώνσταςμετέφερε πληροφορίες για τη κατάσταση των Τούρκων στη περιοχή της Ρόδου και ο Θέμελης προέτρεψε τους Ναυάρχους να πάνε εκεί και ότι θα τους ήταν εύκολο να διώξουν τους Τούρκους, διότι είχαν έλλειψη στρατιωτών και πολύ φόβο. Μάλιστα τους έγραψε ότι δεν είχαν τολμήσει να βγάλουν την παραμικρή κουτσόβαρκα και αυτό ήταν αρκετό για να εμπνεύσει γενναιότητα στις ψυχές τους.Στους Ναυάρχους οι Συμιακοί έγραψαν ότι είχαν έρθει στη Σύμη δύο καΐκια με ειδήσεις, από το Καστελόριζο και από τη Ρόδο. Οι Καστελοριζιοί μεταξύ άλλων ρωτούσαν τι να κάνουν με τα Ευρωπαϊκά καράβια που περνούσαν κάθε μέρα από εκεί και που προέρχονταν από την Αλεξάνδρεια, επειδή δεν ξέρανε τι ισχύει για πλοία με Ευρωπαϊκές σημαίες. Έβλεπαν ότι μετέφεραν εμπορεύματα του Μοχάμεντ Αλή πασά, με φράγκικα έγγραφα και πηγαίνανε στη Πόλη, Σμύρνη και Πελοπόννησο. Στο μεταξύ άλλαξε ο Μπέης στη Ρόδο και ένα Ροδίτικο καΐκι είχε φέρει γράμμα από τον νέο Μπέη (Σουκιούρ Μπέη) και ζητούσε στους Συμιακουςνα πάνε να προσκυνήσουν, υποσχόταν αμνηστία και συγχώρηση σε αντίθετη περίπτωση τους φοβέριζε ότι θα πάθουν μεγάλα κακά.

Οι Συμιακοί δεν έβλεπαν από πουθενά καμιά διάθεση συνεργασίας και πολύ περισσότερο στήριξης, όπως έγραψαν μερικά χρόνια αργότερα στον Καποδίστρια: «Ήρθε ο άρχοντας Θέμελης Πάτμιος, στην αρχή της επανάστασης, ως πληρεξούσιος του Αιγαίου πελάγους και αφού μας έδωσε τις συμβουλές του για τη σωτηρίας μας, αναχώρησε χαρούμενος για την ευγνωμοσύνη που του έδειξε η πατρίδα». Αυτήν ήταν η αντιμετώπιση που εύρισκαν παντού.

Στις 22 Μαΐου βγήκε από τα στενά του Βοσπόρου ένα μέρος του Τουρκικού στόλου, (τρεις φρεγάτες και τρεις κορβέτες με υποναύαρχο διοικητή). Οι Συμιακοί θεώρησαν ότι έπρεπε να λάβουν τα μέτρα τους. Επειδή είχαν ένα μόνο αξιόμαχο πλοίο, αγόρασαν και ένα περγαντίνο από τη Κάσο. Στις 20 Ιουνίου, ώσπου να τους παραδώσουν αυτό που αγόρασαν, έκαναν συμφωνία με δύο Κασιώτες: τον καπετάν Νικόλαο Γιούλιο[16] και τον καπετάν Γιάννη Μανωλακάκη, «για να περιφέρονται μαζί και τα δύο καράβια στο μπουγάζι, της Ρόδου, για να ελέγχουν και να φυλάσσουν τα νησιά, Σύμη, Χάλκη, Τήλο και Νίσυρο». Η πληρωμή τους ήταν 400 γρόσια για κάθε ημέρα, μέχρι να έλθει το «μεζήλι[17]» από τη Κάσσο. Οι Συμαίοι τους έδωσαν προκαταβολή το ποσό των 2.730 γροσ., καθώς και τέσσερα κανόνια[18]. Επί δύο χρόνια είχαν αυτά τα πλοία, που περιπολούσαν και προστάτευαν αυτά τα τέσσερα νησιά.

Οι Συμιακοί, σε μια επιστολή τους προς την Τήλο[19] με ημερομηνία 28 (Ιανουαρίου;), που μάλλον είναι Ιουνίου 1821, τους έγραψαν: «Τίμιοι Προεστώτες της Νήσου Τήλου, χαίρετε. Και άλλοτε σας γράψαμε μία και δύο φορές και στείλαμε και μενζίλι (ειδικό καΐκι), γράφοντας σας για το φόβο που έχουμε από τη Ρόδο και την ανατολή και για να τον αποφύγουμε, μας δώσατε υπόσχεση να έρθετε εδώ και να συμφωνήσουμε για τα καράβια· ακόμη όμως περιμένουμε, ενώ ήρθε και το μενζίλι μας από την Ύδρα, έχοντας τις προσταγές του υψηλού αυθέντη Υψηλάντη, περνώντας από τη Νίσυρο σας ειδοποίησε και ούτε γι’ αυτό δεν δείξατε προθυμία και υπακοή, όχι για κάτι άλλο αλλά για τη δική μας και τη δική σας φύλαξη. Και τώρα που έρχονται οι απεσταλμένοι με τα γράμματα, οι έξοχοι Κωνσταντίνος Κλαδάκης και ο κριθείς απ’ εδώ κυρ Μιχάλης Καρανικολής, μαζί με τον παπά κυρ Μιχάλη, πατριώτη σας, για περισσότερες πληροφορίες και για να σας δουν ώστε να μην προφασιστείτε τις προσταγές του αυθέντη. Ευρίσκονται εδώ και οι δύο Κασιώτες καπετάνιοι καθώς και ο καπετάνιος Χατζή Ηλίας και περιμένουν τον ερχομό σας».

Στις 11 Ιουλίου 1821 έγινε ακόμα μια μεγάλη σφαγή στη Κω. Η Κως είχε δώδεκα χιλιάδες Τούρκους, ενώ οι χριστιανοί ήταν έξη χιλιάδες. Οι Τούρκοι έφεραν 600 άτακτους από την Μικρά Ασία και αυτοί άρχισαν τις αρπαγές, τους φόνους και τους βιασμούς. Έσφαξαν 98 Κώους. Οι Συμιακοί έβλεπαν να πλησιάζει και η σειρά τους.

Στις αρχές Αυγούστου το κίνημα του Αλέξανδρου Υψηλάντη πνίγηκε στο αίμα στη Μολδοβλαχία. Όμως οι Έλληνες αποφάσισαν να συνεχίσουν την Επανάσταση, παρόλο που ούτε στο Μοριά μέχρι τον Απρίλη του 1821 τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Ο Κολοκοτρώνης με μερικούς οπλαρχηγούς κατάφερε τελικά να συγκροτήσει αξιοπόλεμο στρατό κατά τα τέλη του Απρίλη και έτσι η επανάσταση στοΜοριάάρχισε να παίρνει άλλη τροπή.

Ο Σίμωνας Χατζηκώνστας επίστρεψε από την Ύδρα με απάντηση των Υδραίων και των Σπετσιωτών στις 8 Αυγούστου. Στο γράμμα τους οι Υδραίοι και οι Σπετσιώτες συμβούλεψαν τους Συμιακούς να φέρουν Καστελοριζιούς στη Σύμη, για να δυναμώσουν την άμυνά τους. Άλλωστε αν οι Καστελοριζιοί έμεναν στο νησί τους, φοβόντουσαν ότι θα πήγαιναν οι Τούρκοι και θα τους έσφαζαν όλους. Τους είχαν συμβουλέψει επίσης να περιπολούν γύρω από το νησί τους, με αρματωμένα πλοία. Τους διαβεβαίωναν επίσης ότι ο εχθρικός στόλος, που θα μπορούσε να τους βλάψει πολύ, είχε επιστρέψει στις Μικρασιατικές ακτές, ενώ εκείνοιέλεγχαν προσεκτικά τις κινήσεις του και δε θα τον άφηναν να προχωρήσει στους κακούς σκοπούς του. Θα εξακολουθούσαν δε έτσι μέχρι να ξαναμπεί στα Δαρδανέλια. Έδωσαν στον Χατζηκώστα την πυρίτιδα που είχαν πληρώσει οι προηγούμενοι εκπρόσωποι. Την επιστολή αυτή την υπόγραφαν οι προεστοί των Σπετσών και της Ύδρας, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Μιαούλης[20]. Μετά τις συμβουλές των Υδραίων και Σπετσιωτών, οι Συμιακοί ζήτησαν από τους Καστελοριζιούς να πάνε στη Σύμη. Αυτοί δέχτηκαν και τους απάντησαν στις 10 Αυγούστου ότι θα πήγαιναν περνώντας νότια από τη Ρόδο, για να μην τους δουν οι Τούρκοι.

Ας δούμε για λίγο ένα ακόμη παράγοντα που διαδραμάτισε μεγάλο ρόλο στη Ελληνική Επανάσταση, αλλά και ειδικότερα στη περιοχή της Ρόδου και Σύμης, τον Μοχάμεντ Αλή Πασά της Αιγύπτου. Καταγόμενος από τη Καβάλα, είχε καλές σχέσεις με τους Έλληνες γιατί θεωρούσε ότι η συνεργασία μαζί τους θα του έφερνε πολλά οφέλη. Όταν στην Πόλη απαγχόνισαν το Πατριάρχη και τους Αρχιερείς, στη Συρία ο αιμοβόρος πασάς της Άκρης κατέστρεφε τις Εκκλησίες και στα Ιεροσόλυμα οι Χριστιανοί υποβάλλονταν σε εξευτελισμούς, ενώ στην Κύπρο ο δήμιος πήρε το κεφάλι του Αρχιεπίσκοπου Κυπριανού και στη Σμύρνη έρρεε άφθονο το αίμα, ο Μοχάμεντ Αλή στην Αίγυπτο, κώφευσε στη μυστική διαταγή για τη σφαγή και άφησε τους προκρίτους Έλληνες του Καΐρου και της Αλεξάνδρειας να μαζέψουν 14.000 τάλιρα υπέρ των Επαναστατών και δεν αντέδρασε στην αποσκίρτηση από τον στρατό του πολλών παληκαριών με τον αξιωματικό  Ζαχαρία Αθανασίου ως αρχηγό τους. Όλα αυτά βέβαια εξυπηρετούσαν τον προσωπικό του σκοπό.

Τελικά, οι Συμιακοί, ζυγίζοντας όλα τα δεδομένα αποφάσισαν να συμμετέχουν σε αυτή τη μεγάλη προσπάθεια του έθνους και συγκάλεσαν στις 16.8.1821[21] νέα γενική συνέλευση στη οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι από τη Νίσυρο και Τήλο (και οι Καστελοριζιοί που είχαν ήδη έλθει στη Σύμη και εκπρόσωποι των Χαλκιτών). Η συνέλευση κήρυξε την Επανάσταση και διόρισε δεκαμελή διοίκηση. Στη διοίκηση αυτή, η Γενική Συνέλευση, έδωσε απόλυτη δικαιοδοσία με θητεία ενός έτους, αναδιατάσσοντας έτσι το διοικητικό σχήμα του νησιού. Ήταν μια διακυβέρνηση έκτακτης ανάγκης και είχε δικαίωμα να «διωρίζεικολοξίδες[22]» για να προσέχουν τις κινήσεις του εχθρού. Τα μέλη της διοίκησης ήταν: Ιωάννης ρεΐτζης Κοντογιάννης, Ιωάννης ρεΐτζηςΚοντούδης, Χατζηδιάκος Καμμάς, Γεώργιος ρεΐτζηςΠολαίας, Μιχάλης Ντρης, Διάκος Χατζηδιακιού, Νικόλας ρεΐτζηςΜανιάς, Μιχάλης Κατζουρακιού, Γεώργιος ρεΐτζηςΠατρού, Χατζηβασίλης Ριζόπουλος. Την απόφαση αυτή υπόγραψαν 77 εξουσιοδοτημένοι κάτοικοι. Μεταξύ αυτών ο Αγαπητός Χατζηϊωάννου, ο Σίμωνας Χατζηκώνστας, o Γεώργιος Χατζηκώνστας, ο Νικόλαος Βενιαμίν – Διακίδης, ο παπάς της Αγ. Τριάδας Μιχαήλ Τσαλίχης, όλοι μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία.

Μετά από τη γενική συνέλευση ύψωσαν στο Κάστρο, με πρωτεργάτη τον Θεμιστοκλή Γεωργιάδη, τη σημαία της επανάστασης που είχε: «όλο το κάμπο μαβή, στο μέσο άσπρο Σταυρό, στο υποπόδιο του σταυρού κόκκινη ημισέληνο ανάποδα, στη δεξιά πλευρά του σταυρού μίαν άσπρη άγκυρα κατά το μήκος του σταυρού, επάνω στην άγκυρα πράσινο όφησταυρογυριστό με τη κεφαλή προς τα κάτω, στην άλλη πλευρά του σταυρού μία λόγχη άσπρη και στο μέσον της μικρή κόκκινη σημαία, που είχε δύο άσπρους οφθαλμούς». Αυτή τη σημαία ανάρτησαν και σε όλα τα πλοία τους.

Η διαδικασία της αναδιάταξης του διοικητικού σχήματος για την αντιμετώπιση έκτακτου γεγονότος που απειλούσε την πολιτεία της Σύμης, δείχνει ένα ώριμο πολιτικό σύστημα μοναδικό στα Ελληνικά δεδομένα της εποχής. Αυτή η αναδιάταξη θα επαναλαμβάνεται κάθε φορά που οι συνθήκες θα το επιβάλουν και όταν οι Συμιακοί βλέπουν ότι κινδυνεύουν. Την ίδια στιγμή στην υπόλοιπη Ελλάδα, όπου δεν έχουμε αυτή την ωριμότητα, με την έναρξη του γενικευμένου πολέμου η κατάσταση εκτραχύνεται με αποτέλεσμα να μην μπορούν να την διαχειριστούν. Τελικά στο Μοριά αυτό θα επιτευχθεί με την παρέμβαση ισχυρών παραγόντων, όπως ο Κολοκοτρώνης κλπ. και αφού πέρασε κάποιο διάστημα ώσπου να ωριμάσουν οι καταστάσεις[23]. Στη Σύμη, αυτοί που αποτελούσαν το διοικητικό αυτό σχήμα είχαν κάθε πληρεξουσιότητα από τον λαό και τα τυχόν λάθη τους ήταν εξ αρχής συγχωρημένα. Δεν έχουμε δηλαδή μια διακυβέρνηση με συνεχή έλεγχο από τη Γενική Συνέλευση όπως γίνονταν στην καθημερινότητα.

Μετά την απόφαση αυτή ξεκίνησαν και τις επιχειρήσεις τους. Ο πρώτος στόχος τους ήταν να εκδικηθούν τα γεγονότα της Ρόδου και της Κω. Έκαμαν λοιπόν επιδρομές στα παράλια της Μικράς Ασίας, όπου λεηλάτησαν και φόνευσαν αρκετούς εχθρούς. Στη προσπάθεια αυτή είχαν και μικρές απώλειες. Η συμμετοχή των Συμιακών στην επανάσταση ήταν συνολική. Όσοι από τους κατοίκους είχαν σωματική δύναμη κατατάχθηκαν στα στρατιωτικά, είτε στη θάλασσα είτε στη ξηρά. Οι ιερείς επιδόθηκαν στις παρακλήσεις και στα ιερά χρέη των για την σωτηρία όλων.

Οι Καστελοριζιοί δεν πήγαν μόνο στη Σύμη αλλά και στη Κάρπαθο και σε άλλα νησιά με αποτέλεσμα να αδειάσει το νησί. Στη Σύμη έμειναν αρκετά χρόνια όπως προκύπτει από τα γράμματα του Σουκιούρ Μπέη. Επίσης στη Σύμη θα έρθουν και αυτοί της Καρπάθου αργότερα. Το πρώτο γράμμα του Σουκιούρ για τους Καστελοριζιούςήταν του Σεπτεμβρίου του 1825 που έλεγε στους Συμιακούς:  «Σας προστάζω αμέσως, την ιδία ώρα, να διώξετε τους Καστελοριζότες, μικρούς και μεγάλους, άνδρες γυναίκες και παιδιά, για να πάνε στο τόπο τους αν είναι ραγιάδες, αν δεν είναι ας πάνε όπου θέλουν»[24].  Υποθέτω ότι πρέπει να έφυγαν με την άφιξη του Καποδίστρια το 1828 και αφού δόθηκε χάρη στους εξεγερμένους με την ανακωχή με τους Τούρκους. Το διαπιστώνει ο Σουκιούρ σε ένα άλλο γράμμα του, τον Αύγουστο του 1830: «ξεύρετε πολύ καλά ότι οι Καστελοριζιώτες έκαμαν μεγάλα σφάλματα και άφησαν έρημο τον τόπο τους και εγώ τους περιμάζεψα και τώρα ζουν πολύ καλά και μας δίδουν καθημερινά μεγάλη ευχαρίστηση, γιατί και τον τόπο τους βρήκαν και χρήματα καζαντίζουν». Πολλά μικρά νησιά έκαμαν το ίδιο πράγμα, δηλαδή έφεραν Έλληνες από άλλα μέρη για να αυξήσουν τον αξιόμαχο πληθυσμό. Στη Σαμοθράκη που εξεγέρθηκαν χωρίς τη βοήθεια κανενός, οι Τούρκοι τους κατέσφαξαν το Σεπτέμβριο του 1821.

Η συνέχεια είναι πολύ πιο συναρπαστική αλλά χρειάζεται πολύς χώρος για να αναπτυχθεί…

[1] Ήταν η πρώτη Σχολή σε επίπεδο Πανεπιστημίου που δημιουργήθηκε στον Ελληνικό χώρο.

  1. Τουρκική λέξη με προφορά μάλλον ισπανική, θα πει πολεμιστής της πίστης.
  2. Αυτόγραφα του Διδάκτορος και ιππότου Κωνσταντίνου Σιμωνίδη
  3. Ο Ηγούμενος της Μονής Πανορμίτη, Νεόφυτος Β΄.
  4. 5. Τρύφ. Ευαγγελίδου«Συμπληρωματικά του Αλεξάνδρειας Θεόφιλου 1806–1825». Ανατύπωση εκ του «Εκκλησιαστικού Φάρου» Απρ.-Ιουν.1931.
  5. Ο Μοχάμεντ Αλή γεννήθηκε στη Καβάλα, έγινε πασάς λόγω των ανδραγαθιών του στους πολέμους της Αιγύπτου, μεταξύ Οθωμανών και Γάλλων.
  6. Ο Καποδίστριας θεωρούσε την Φιλική Εταιρεία ως ομάδα ατόμων που τους ενδιέφερε μόνο το προσωπικό τους συμφέρον και ότι έκαναν μόνο ζημιά στην προοπτική της αναγέννησης της Ελλάδας.
  7. Δημήτρη Λιθοξόου, Εφημερίδα Νέα Ανατολή (14.9.2000)
  8. ΓΑΚ Δωδεκανήσου
  9. Μιχ. Θ. Σκευοφύλακα Αρχεία. Τσουρουνάκη. Πειραιεύς. 1940
  10. Έκτακτος Επίτροπος.
  11. 12. Μαυρή Γ. Νικολάου, «Ιστορικόν Αρχείον Κάσου» τόμος Α 1938, σ. 26
  12. Το κούρσος είναι η διατεταγμένη πειρατεία.
  13. Μαυρή Γ. Νικολάου, «Ιστορικόν Αρχείον Κάσου» τόμος Α 1938, σ. 28
  14. Αυτές οι διαδόσεις θα γίνονται συνέχεια για να εμψυχώσουν τους Έλληνες
  15. Το 1822 ηγείται στολίσκου για την απελευθέρωση της Κρήτης. Μετέπειτα δημογέροντας Κάσσου και αρχηγός τμήματος στόλου επί Καποδίστρια.
  16. Πλοίο με ειδική αποστολή, που το αγόρασαν.
  17. Αρχεία ΓΑΚ, Δωδ/σου. Δημογεροντία Σύμης, Ιστορικά έγγραφα. Αριθ. 3
  18. 19. Ιστορικό Αρχείο Νήσου Τήλου, Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Δωδεκανήσου 1979
  19. 20. ΓΑΚ Δωδεκανήσου. Δημογεροντία Σύμης, Ιστορικά έγγραφα.
  20. 21. ΓΑΚ Δωδεκανήσου. Δημογεροντία Σύμης, Ιστορικά έγγραφα, Αριθ. 7.
  21. 22. Κολοξίδες ή κουλουξήδες = χωροφύλακες (Kulluçu) Κων/νος Μηνάς «Λεξικόν Ιδιωμάτων της Καρπάθου» σ. 422. Δηλαδή να προσλαμβάνει πλοία για να προστατεύσουν το νησί από επιδρομές όπως έγινε με τους Κασιώτες.
  22. 23. Διονύσης Τζάκης. Πόλεμος και σχέσεις εξουσίας στην Επανάσταση του 1821. Όψεις της Επανάστασης του 1821 Αθήνα 2018.
  23. Ο Μπέης της Ρόδου δενείχε δικαίωμα να επέμβει με αστυνομία ή στρατό στη Σύμη, αφού θεωρούνταν ακόμη βακούφι του Σουλεϊμάν (Φιρμάνι Μαχμούτ Β΄, 25 Μαρτίου 1813).

Φωτογραφικό υλικό

Προτάσεις Verena

Σε αυστηρό ύφος ο πρώην δήμαρχος Ρόδου Στάθης Κουσουρνάς απάντησε στον νυν Αλέξη Κολιάδη για τα όσα...
  Ψευδείς χαρακτηρίζει τις δηλώσεις του Αλεξάνδρου Κολιαδη, ο  πρόεδρος του Γ´...
Την έλλειψη νεφρολόγου και κέντρου αιμοκάθαρσης στο νοσοκομείο της Καρπάθου επισημαίνει σε επιστολή...
Αρχισαν τα...γαλλικά στο νέο δημοτικό συμβούλιο Ρόδου πολύ νωρίτερα απ ότι αναμενόταν!....Σε μια...