Όχι πολύ πίσω στο χρόνο, μόλις μερικά χρόνια πριν, τα καφενεία ήταν “χρωματισμένα”, οι πολίτες φανατισμένοι με τα κόμματα και η περίοδος των εκλογών “μύριζε μπαρούτι”. Οι καβγάδες και οι διαπληκτισμοί ήταν μέρος της καθημερινότητας. Οι πλατείες γέμιζαν με οπαδούς ώστε να δημιουργήσουν εντυπώσεις. Συγγενείς και φίλοι χωρίζονταν εξαιτίας των πολιτικών τους πεποιθήσεων.
Σήμερα όλα αυτά μοιάζουν παρωχημένα. Οι φωτογραφίες και τα βίντεο εκείνης της εποχής είναι πλέον αρχειακό υλικό και εκείνο το εμφυλιοπολεμικό κλίμα ευτυχώς έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Ωριμάσαμε; Απογοητευτήκαμε; “Ξενερώσαμε”, όπως λέει ο λαός; Ίσως κάτι απ’ όλα αυτά. Ίσως συνειδητοποιήσαμε πως το να μαλώνεις με το φίλο σου επειδή ψηφίζει άλλο κόμμα είναι κάτι ανούσιο, εφόσον στο τέλος της μέρας όλοι βρισκόμαστε στην ίδια βάρκα.
Καθώς όμως ως λαός είμαστε των άκρων, σε ένα μεγάλο ποσοστό περάσαμε από τον απόλυτο φανατισμό στην απάθεια. Αυτό το μαρτυρά άλλωστε και το ποσοστό της αποχής από τις περασμένες εκλογές που έφθασε το 42.2%. Εν ολίγοις τέσσερις στους δέκα συμπολίτες μας δεν άσκησαν το εκλογικό τους δικαίωμα, γυρνώντας την πλάτη στο πολιτικό μας σύστημα που δείχνει να περνάει μια τεράστια κρίση απαξίωσης.
Δυστυχώς όμως κοινωνία και πολιτικό σύστημα είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Ότι καλό ή κακό συμβαίνει στο ένα, αναπόφευκτα μεταφέρεται και στο άλλο. Το ότι η πολιτική έπιασε πάτο σημαίνει πως κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην κοινωνία. Δεν μπορεί να ακμάζει η κοινωνία την ίδια στιγμή που παρακμάζει η πολιτική της.
Προφανώς η κρίση αξιών δεν είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της πολιτικής. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πολιτική είναι ο αντικατοπτρισμός της κοινωνίας μας ή και το ανάποδο. Ζούμε τις εποχές που διαβάζαμε στα γραπτά των φιλοσόφων. Το σύστημα έχει φτάσει σε τέτοιο βαθμό σήψης που ουδείς γνωρίζει αν τα κίνητρα κάποιου είναι αγνά, κερδοσκοπικά ή απλά ξένα προς την πραγματικότητα.
Η προσπάθεια χειραγώγησης των μαζών κυρίως μετά την έκρηξη της τεχνολογίας είναι στον υπέρτατο βαθμό. Ένας επιστήμονας, ένας πολιτικός, ένας δικαστής, ένας ακραίος εξτρεμιστής και ένας επικίνδυνα ηλίθιος μπορούν ταυτόχρονα να έχουν το ίδιο βήμα για να εκφραστούν. Και σαν να μην έφτανε αυτό, υπάρχει κι ένας πληρωμένος στρατός ανώνυμων μισθοφόρων που μπορεί να παρασύρει στην πλάνη την κοινή γνώμη.
Η ερώτηση όμως είναι άλλη. Μπορούμε σε αυτές τις συνθήκες να εμπιστευθούμε το πολιτικό μας σύστημα; Η απάντηση δεν είναι ξεκάθαρη. Αν δεν μπορούμε να το εμπιστευθούμε, τότε η μοναδική οδός είναι να το αλλάξουμε συθέμελα. Αν το εμπιστευθούμε όπως ακριβώς είναι, σημαίνει ότι δεχόμαστε ταυτόχρονα και όλες τις παθογένειές του. Η πιο σοφή κίνηση είναι να το ελέγχουμε συνεχώς χωρίς να του δίνουμε λευκές επιταγές.
Κανείς δεν άξιος της απόλυτης εμπιστοσύνης μας. Η ανθρώπινη φύση είναι επιρρεπής στα πάθη της και επειδή το σύστημα απαρτίζεται από ανθρώπους χρειάζεται πολλές δικλείδες ασφάλειας για να θωρακιστεί. Η εμπιστοσύνη χτίζεται καθημερινά. Δεν δίνεται απλόχερα μέχρι να την καταχραστεί κάποιος.
Προφανώς ένα τέτοιο σύστημα προϋποθέτει την ωριμότητα και τη συμμετοχή των πολιτών. Το σωστό οφείλουμε να το επιβραβεύουμε και το λάθος να το στηλιτεύουμε. Μόνο έτσι μπορεί να ευδοκιμήσει αυτή η σχέση και να λειτουργήσει προς όφελος της κοινωνίας. Σε κάθε άλλη περίπτωση, με διαπιστώσεις και αφορισμούς καταλήγουμε σε αυτό που είπε ο Πλάτωνας πριν τόσους αιώνες. Θα πληρώνουμε το τίμημα να μας κυβερνούν κατώτεροι των περιστάσεων.
Από τη στήλη "ΨΙΛΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ" στη ΡΟΔΙΑΚΗ της Κυριακής