Για τον Τιμόθεο Παρασκευά, για τον αδελφό, τον φίλο, τον πολιτικό,τον οικογενειάρχη -του Γιάννη Παρασκευά

 ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΙΜΟΘΕΟ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ

 ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΔΕΛΦΟ, ΤΟΝ ΦΙΛΟ, ΤΟΝ ΠΟΛΙΤΙΚΟ, ΤΟΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΡΧΗ

- Ανειρήνευτος ο πόλεμος κάθε στιγμή και κάθε ώρα, φωλιασμένος στην ψυχή και την καρδιά ο φόβος του θανάτου, προσδιορίζει και καθορίζει το κάθε μας βήμα.

Με κλάμα γοερό αντικρύζουμε το φώς της ζωής, με κοπετό και θρήνους αποχωριζόμαστε αυτούς που φεύγουν, αυτούς που τον χρόνο εγκαταλείπουν και στο άχρονο βυθίζονται.

Παρελθόν, παρόν και μέλλον, σε αυτήν την μοναδική και ανεπανάληπτη στιγμή της εγκατάλειψης των εγκοσμίων, γίνονται ΕΝΑ και βασανιστικό παραμένει το ερώτημα, τί και ποιό δίνει το νόημα της ύπαρξης, η ζωή ή ο θάνατος.

Ποιά η αρχή και ποιό το τέλος;

Αν αρχή τη γέννηση θεωρήσουμε και αυτό πιστέψουμε, γιατι ο θάνατος να είναι το τέλος της ύπαρξης και όχι η αρχή της άχρονης βιωτής;

Δίστρατα και τρίστρατα πολλά στην ζωή μας συναντούμε, πολλές οι επιλογές σωστές και λαθεμένες, την ώρα που τον φόβο του θανάτου αποτινάζουμε, τον θάνατο ποτέ δεν τον συναντούμε, αυτός έρχεται όταν εμείς ήδη απουσιάζουμε.

Σκάνδαλο ο θάνατος, ακυρώνει και περιγελά τη ζωή, απομειώνει την σημαντικότητα της, την καθιστά γήινη και φθαρτή, περιγελά και όλους εμάς, που τις μέρες και τα χρόνια της ζήσης μας, τα φθείρουμε με τον φόβο του θανάτου φωλιασμένο στις ψυχές μας.

Του σώματος το φθαρτό μας τρομάζει, η σκέψη της έλλειψης και της φθοράς του, προκαλεί οδύνη, θλίψη και μας σπρώχνει στο αντιπάλεμα του και με πόνο ψυχής, τούς στίχους του Υμνωδου της Εκκλησίας μας ψυθιρίζουμε,

«Θρηνώ και οδύρομαι όταν εννοήσω τον θάνατον».

Καθόλου βέβαιος δεν είμαι αδελφέ μου, αν ο θρήνος και ο οδυρμός ικανά είναι τον πόνο της ψυχής μου να απαλύνουν.

Συναίσθημα και λογική κονταροχτυπιούνται, της λογικής τον δρόμο σαν επιλέξεις, το τέλος της ζωής δεδομένο και νομοτελειακό το θεωρείς, άδηλον το φαινόμενο, απροσδιόριστος ο χρόνος και ο τρόπος του ερχομού του, βέβαιος όμως ο ερχομός του.

Στου συναισθήματος τον δρόμο, πολλά γιατί ορθώνονται, το γιατί τώρα, το γιατί έτσι και οι απαντήσεις αρνούνται να κάνουν την εμφάνιση τους.

Στα μικρά και μεγάλα της ζωής, σε θλίψεις, χαρές, επιτυχίες και αποτυχίες, πολλοί οι συνδιαιτημόνες, κοντινοί και μακρινοί.

Μαζί αδελφέ, δρόμους ανοιχτούς και κακοτράχαλα μονοπάτια βαδίσαμε, κυρτώνουν οι ώμοι από το βάρος των αναμνήσεων, άπατο το πυθάρι των μνημών.

Παιδιά μικρά από το χέρι πιασμένα περιδιαβαίναμε τα σοκάκια των χωριών, που οι μετακινίσεις του πατέρα μας παπά, μας ανάγκαζαν να γίνουμε κάτοικοι τους.

Εσύ στην ΛΙΝΔΟ γεννημένος, από εκει στην ΧΑΛΚΗ βρεθήκαμε, θυμάσαι αδελφέ, ναι και όχι δυόμισι χρονών να ήσουν, στη θάλασσα έπεσες και η φουφούλα που σου φόραγε η παπαδιά η μάνα μας, σαν σωσίβιο λειτούργησε και μόνος επέπλεες.

Στην ΕΜΠΩΝΑ, ο τότε Δεσποτης τον έστειλε τον παπά, άλλα ήθη και άλλα έθιμα, μεγάλο χωριό, κάτοικοι εργατικοί, πολλά τα παιδιά στο σχολείο, παιδιά του παπά όλοι εμείς, τέσσερα αδέλφια, ξένα παιδιά σε τόπο ξένο, δύσκολη η αποδοχή και η συνύπαρξη.

Όνομα δεν είχαμε, τα παιδιά του παπά, έτσι μας φώναζαν, με τις ημέρες και τους μήνες ήλθε ο συγχρωτισμός, κάναμε φίλους που ακόμα μέχρι σήμερα καλά κρατούν.

Ένας- ένας από εμας, τα πιο μεγάλα αδέλφια στην Ρόδο βρεθήκαμε μαθητές του ΒΕΝΕΤΟΚΛΕΙΟΥ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ,κάποια στιγμή μαζί μας στη Ρόδο η παπαδιά και μόνος του ο Παπάς στο χωριό.

Στην αυλή του Σχολείου σε συναντούσα, εγώ στο Γυμνάσιο εσύ στο Δημοτικό, σίγουρα και το θυμάσαι, αν τύχαινε και βρισκόταν η μιάμιση δραχμή, αγόραζα το μπανίνο, ερχόμουν να σε βρώ και το μοιραζόμασταν.

Από μικρός ξεχώριζες σαν ποδοσφαιριστής, για θυμίσου τις ώρες που παίζαμε ποδόσφαιρο στην κάτω αυλή του Βενετοκλείου.

Χρόνια έπαιξες στον ΑΠΟΛΛΩΝΑ ΚΑΛΛΥΘΙΩΝ, μετά οι σπουδές και μετά η πολιτική και επαγγελματική καταξίωση.

Με ανυπομονησία περίμενα να τελειώσεις, να πάρεις το πτυχίο σου και να βρεθούμε στον ίδιο χώρο, στο ίδιο γραφείο, να πιαστούμε ξανά χέρι- χέρι και να περπατήσουμε μαζι τον δρόμο της βιοπάλης και της επαγγελματικής καταξίωσης.

Είχαν περάσει τα δύσκολα χρόνια της ΧΟΥΝΤΑΣ, με το που γύρισες στην Ρόδο, το πιο όμορφο κομμάτι του εαυτού σου το πρόσφερες στο ΠΑΣΟΚ.

Στο γραφείο σαν ήλθες, η ειμαρμένη θές, η τύχη, συνάντησες τον έρωτα της ζωής σου, σχεδιάστρια στο γραφείο η ΕΥΑΝΘΙΑ, κατακούτελα σας κτύπησε ο έρωτας, ήλθε ο Γάμος και τα δυό υπέροχα παιδια, ο ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ και η ΔΗΜΗΤΡΑ, σύντροφος, μάνα, αρρωγός και συμπαραστάτης από την πρώτη μέχρι την τελευταία μέρα.

Για θυμίσου τα γραφεία της ΤΟΠΙΚΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ, πόσοι σύντροφοι και πόσοι φίλοι, για χρόνια ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ της, δεσμοί που ο χρόνος δεν κατάφερε να διαρρήξει.

Τα βλέφαρα τους αδελφέ μου, δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τα δάκρυα τους, τις ώρες του τελευταίου αποχαιρετισμού, στον φίλο τους στον Γραμματέα τους.

Αντιδήμαρχος την εποχή που δήμαρχος ήταν ο Μάνος ο Κόκκινος, τα ίδια χρόνια βρισκόμουν στο απέναντι κτήριο Νομάρχης, δεν μπορώ να ξεχάσω, ούτε και σύ ποτέ σου το ξέχασες, σε μια κατάθεση στεφάνων, 25 του Μάρτη μάλλον, κατέθεσα στεφάνι για την Νομαρχία και εσύ το στεφάνι του Δήμου.

Το κουβεντιάζαμε μετά, όχι τις καταθέσεις των στεφανιών, αλλά την συγκίνηση του πατέρα μας του παπά, που βρισκόταν εκεί μαζί με τον Δεσπότη και τους άλλους παπάδες.

Για θυμίσου τις εκλογές, τότε που με καθολική ψηφοφορία των μελών του ΠΑΣΟΚ εκλέχθηκες ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ της Νομαρχιακής του ΠΑΣΟΚ, κόντρα σε όλο το τότε σύστημα.

Αφησες το στίγμα σου και την πιο σοβαρή πολιτική παρακαταθήκη, διαχειρίστηκες καλές και κακές συνθήκες, με υπομονή και με αδιαπραγμάτευτες ηθικές και πολιτικές αρχές.

Στα χρόνια τα δίσεκτα του ΠΑΣΟΚ, όταν πολλοί ανέκρουσαν πρύμνα, είχες το κουράγιο, την δύναμη και την θέληση να το κρατήσεις όρθιο και πίστευες ότι μπορεί να ξεπεραστεί η μπόρα και με πολιτική δουλειά να έλθουν καλύτερες μέρες.

Σε στροφή του δρόμου της ζωής απρόσμενη, συναντήθηκες με την αρρώστια, όρθιος και με ψηλά το κεφάλι, όταν το έμαθες, γιόρταζε το Μοναστηράκι του σπιτιού σου, θα το ξεπεράσω, θα το ξεπεράσουμε μου έλεγες.

Με ήθος, με αξιοπρέπεια και υπομονή κονταρχτυπήθηκες με την επάρατο, κοντά σου τα παιδια και ο ήρωας της οικογένειας, η γυναίκα σου η σύντροφος σου η ΕΥΑΝΘΙΑ.

Πρώτη μάθαινε τις εξελίξεις της αρρώστιας, μόνη σκέψη και φροντίδα της να νοιώθεις καλά.

Το πάλεψες, έδωσες όλο σου το είναι να παντρέψεις στο σπίτι σου και τα δυό σου παιδιά, τον ΓΕΡΑΣΙΜΟ και την ΔΗΜΗΤΡΑ.

Θαρρείς και το είχες βάλει στόχο ζωής, σιγά- σιγά, μέρα με την ημέρα, μετά τους Γάμους, οι δυνάμεις λιγόστευαν, γύρω σου όλη η οικογένεια και Τετάρτη  21/12/22 δέκα το πρωί αποφάσισες να φύγεις.

Μην το πιστεύεις, δεν έφυγες, δεν σε νίκησε ο θάνατος, την ζωντανή σου παρουσία ανάμεσα μας την θεριεύει το πλήθος των αναμνήσεων, του φθαρτού σώματος το τέλος θάνατος δεν λογιέται, πραγματικός θάνατος λογιέται αυτός που έρχεται με το σβήσιμο των μνημών.

Οι δικές είναι τόσο δυνατές και τόσο στέρεες και εκεί που βρίσκεσαι συμβαίνει αυτό που κάποια στιγμή μου είπες, όταν φύγω θα αφήσω πίσω μου πολλούς φίλους, αλλά εκεί που θα πάω θα βρώ πιο πολλούς, δεν βρήκες μόνο φίλους έχεις κοντά σου και τους Αγγέλους του Θεού.

Δέξου αδελφάκι μου αυτή μου την εξομολόγηση.

Παρασκευας Γιάννης

Ρόδος 29/12/22

 

Φωτογραφικό υλικό

Προτάσεις Verena

  Ψευδείς χαρακτηρίζει τις δηλώσεις του Αλεξάνδρου Κολιαδη, ο  πρόεδρος του Γ´...
Την έλλειψη νεφρολόγου και κέντρου αιμοκάθαρσης στο νοσοκομείο της Καρπάθου επισημαίνει σε επιστολή...
Γνωρίζουμε τι έγινε στις δημοτικές εκλογές στο δήμο Ρόδου και πως βγήκε το αποτέλεσμα αλλά τώρα στο...
Αρχισαν τα...γαλλικά στο νέο δημοτικό συμβούλιο Ρόδου πολύ νωρίτερα απ ότι αναμενόταν!....Σε μια...