Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες
γιοφύριν εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι.
Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.
[..] " Άν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει
και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα [..]"
Οι στίχοι του πασίγνωστου δημοτικού μας τραγουδιού “Της Άρτας το γιοφύρι” μας δείχνουν ξεκάθαρα τη σκληρή πραγματικότητα που επικρατούσε πάντα σε αυτή τη χώρα. Αν δεν θρηνήσουμε θύματα, τίποτα δεν φτιάχνει. Και μπορεί μεν το τραγούδι να μιλάει για τη γυναίκα του πρωτομάστορα, αλλά επί της ουσίας σημαίνει ότι τα θύματα είναι τα αγαπημένα μας πρόσωπα.
Η ελληνική γλώσσα έχει χιλιάδες επίθετα που μπορούν να περιγράψουν την οποιαδήποτε χαρούμενη ή λυπηρή κατάσταση. Κι όμως στην περίπτωση των Τεμπών όσα επίθετα κι αν χρησιμοποιήσουμε, ποτέ δεν θα είναι αρκετά για να περιγράψουν το μέγεθος της τραγωδίας και της οδύνης.
Ένα τρένο γεμάτο φοιτητές, που επέστρεφαν από ολιγοήμερες διακοπές στις σπουδές τους, συγκρούεται με εμπορική αμαξοστοιχία μετωπικά. Για “καλή τύχη” των επιζώντων λίγο έξω από μια σήραγγα. Είναι προφανές πως αν γινόταν εντός της σήραγγας δεν θα υπήρχε δείγμα ζωής. Παρόλ’ αυτά το σοκ της πολύνεκρης τραγωδίας έχει κυριεύσει τη χώρα απ’ άκρη σ’ άκρη.
Ως πολίτες διαπιστώσαμε άλλη μια φορά ότι είμαστε έρμαια της οποιαδήποτε καλής ή κακής μοίρας, καλού ή κακού θεού, μικρής ή μεγάλης κακοκαιρίας. Και ευτυχώς το έχουμε συνειδητοποιήσει σχεδόν όλοι και έχουμε πάψει να περιμένουμε βοήθεια από το επιτελικό κράτος. Κάθε φορά που μας βρίσκει η “κακιά στιγμή” τρέχουμε να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον κι αυτό είναι από τα καλύτερα στοιχεία που έχει ο λαός μας.
Ας αφήσουμε όμως για λίγο στην άκρη τα μεταφυσικά, τα “καταραμένα” Τέμπη, τις στροφές του θανάτου, τη μανία της φύσης, τα μηνύματα του Θεού. Βρισκόμαστε στη δεύτερη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα. Οι χειρουργοί κάνουν επεμβάσεις με ρομπότ από μακριά. Έχουμε δορυφόρους για τις τηλεπικοινωνίες, για τους χάρτες. Η τεχνολογία καλπάζει. Κι όμως στην Ελλάδα συγκρούστηκαν δυο τρένα μετωπικά εξαιτίας ενός σταθμάρχη. Και βγαίνουν επίσημα χείλη να μας πουν ότι ήταν ανθρώπινο λάθος.
Φυσικά και ήταν ανθρώπινο λάθος. Δεν συνωμότησε όλο το σύμπαν για να συγκρουστούν τα τρένα. Αλλά το ανθρώπινο λάθος δεν ήταν μόνο του σταθμάρχη. Είναι το λάθος της νοοτροπίας που επικρατεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια σε αυτή τη χώρα. Όλα γίνονται στο περίπου, στο πόδι, στο χαβαλέ. Διορίζονται σε θέσεις ευθύνης άνθρωποι παντελώς ακατάλληλοι μόνο και μόνο επειδή έχουν τις κατάλληλες γνωριμίες και τελικά την ευθύνη δεν την αναλαμβάνει κανείς. Ευθύνη που στο τέλος βαραίνει εμάς που σιωπήσαμε μπροστά στην όποια αδικία από φόβο ή από αδιαφορία. Που να τα βάλεις τώρα με το σύστημα;
Προφανώς ως μονάδες είμαστε μικροί για να πολεμήσουμε στα ίσια αυτό το σύστημα, αλλά ως ολότητα έχουμε μεγάλη ελπίδα να το αλλάξουμε. Τα ψέμματα που μας αραδιάζουν τόσα χρόνια είναι πλέον καταγεγραμμένα. Δεν μπορεί κανένας να αρνηθεί τίποτα. Άρα κάποιοι οφείλουν να λογοδοτήσουν και αυτό πλέον οφείλουμε εμείς να το κάνουμε απαιτητό.
Η γυναίκα του πρωτομάστορα, δηλαδή τα παιδιά μας, θυσιάστηκε με τον χειρότερο τρόπο στο τρένο. Ως χώρα που σέβεται και τιμά τους νεκρούς της έχουμε ύψιστο χρέος απέναντι τους να σώσουμε τις επόμενες γενιές από την εγκληματική αδιαφορία του κράτους μας. Να φτιάξουμε από την αρχή αυτό το περίπου κράτος. Να το κάνουμε σύγχρονο και ανθρώπινο. Να δουλέψουμε για να είναι τουλάχιστον δίκαιο και ασφαλές για όλους τους πολίτες του.
Το δυστύχημα στα Τέμπη ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Το “πάμε κι όπου βγει” μας βγήκε ξινό. Το πληρώσαμε με το αίμα των παιδιών μας. Τα δάκρυα στέρεψαν. Η υπομονή εξαντλήθηκε. Τώρα είναι η ώρα της ευθύνης για όλους. Όποιος δεν την αντέχει ας κάτσει σπίτι του. Αν δεν μπορεί να είναι χρήσιμος τουλάχιστον ας μην είναι εμπόδιο για τους υπόλοιπους.
Από τη στήλη "ΨΙΛΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ" στη ΡΟΔΙΑΚΗ της Κυριακής