Ένας στρατίνος λεβεντιά - Toυ Mανώλη Δημελλά

Γύρισε λίγο το βλέμμα, έφερε μια βόλτα με τα μάτια του, σα να μας μετρούσε. Εκεί, στο ακριανό, το αριστερό τραπέζι στον μικρό καφενέ του Θέμη, στο "Αστέρι",  στέκει με τη παρέα του, μάλλον μάταια,  ακόμη μας περιμένει.

Είναι ο λεβέντης ήρωας ετούτης της ιστορίας, ο Λυρής, που τραγουδά το Καταχανά στους φίλους του, και εκείνοι, που δεν ήταν πάντα συνταξιούχοι,  μοιάζουν δεκάχρονα παιδιά, γελούν και ξεκαρδίζονται με τα καμώματα του.

Οι τυλιγμένες με θλίψη παλαιές ιστορίες, είναι για τους στενούς συγγενείς, άντε και τίποτε ξαδέλφια ή ανήψια, που φορτώθηκαν απότομα με χρυσές ή τσιμεντένιες προίκες. Μα όταν το παρελθόν κρύβει χαμογελαστά θεριά, ε τότε πια πρέπει, μάλλον επιβάλλεται, να μοιραστούμε όλοι μαζί τα έργα τους, να ποζέψουμε μια στάλα με τις ιστορίες τους, σα να ξαπλώνουμε μπρούμυτα σε πουπουλένια μαξιλάρια.

Γεννημένος στις 14 Ιούνη του 1923, στα Αρνιοκαϊσματα, βαθιά μέσα στα Ποτάλια των Εξηλών. Ένας τόπος ευτυχώς άγνωστος, ακόμα μαγεμένος με τη γλύκα της αιώνιας μάνας μας, της φύσης.

Αυτό το παιδί είχε χάρισμα, ταλέντο, στα αυτοσχέδια καλαμπούρια και τα  χωρατά. Ο Μηνάς Τσαμπουνιέρης έζησε μέσα στη δίνη πολέμων και κατακτητών, δεν έχασε ποτέ τα κουράγια και την έμπνευση του.

Ούτε και τότε που τον συνέλλαβαν κάτι θεόρατοι Γερμανοί, έτσι τους θωρούσε τότε που πήγε πρώτη φορά στο Απέρι. Ανάκριση για παράνομη οπλοκατοχή και μέρα-νύχτα τον ξυλοφόρτωναν, μήπως και φανερώσει τη κρυψώνα από τους τρεις γκράδες και το γερμανικό πιστόλι, που είχε χωσμένα. Έκαμε τον ανήξερο στον ρουφιάνο, τον γνωστό "Παναγιώτη", που ήταν ο μεταφραστής των Γερμανών. Και έφαγε τόσες ξυλιές, που σε "γάαρο να τις ερίχνα θα ψόφα". Μέχρι που φέρανε το γιατρό, τον Φραγκιό Σακελαρίδη, αφού δεν ακούγοταν πια ο σφυγμός του. Και εκείνος τους είπε πως ακόμη μια ξυλιά να φάει το παιδί και θα πεθάνει. Για τιμωρία του βάλαν δεκαπενθήμερη  νηστεία. Ας ήταν αυτή η τελευταία. Πέρασε ανείπωτες ταλαιπωρίες, όμως δεν άνοιξε το στόμα του. Τη γλύτωσε και ξαναγύρισε στο αεροδρόμιο του νησιού. Εκεί συνέχισε να δουλεύει για ένα μεροκάματο.

Ήταν εργάτης, και θυμάται τον άγνωστο Εγγλέζο πιλότο, που καταρρίφθηκε από τους Ιταλούς, και ο άμοιρος προσπάθησε να προσγειωθεί μήπως γλυτώσει το θάνατο. Στάθηκε άτυχος, ο Μηνάς ήταν από τους πρώτους που είδαν την όμορφη στολή του και τις καλογυαλισμένες μπότες του νεκρού. Λίγες μέρες μετά ένας Ιταλός αξιωματικός καμάρωνε για τα καινούρια εγγλέζικα παπούτσια του!

Μόλις μια μέρα μετά την αποχώρηση των Γερμανών, ο εικοσάχρονος Μηνάς ξέθαψε τους γκράδες και το πιστόλι, έγινε ένας από τους οπλοφόρους των Μενετών, των παληκαριών που αψήφησαν κάθε πιθανή συνέπεια και επαναστάτησαν, έκαναν τους Ιταλούς μια μικρή χαψιά. Κυνήγησε κάνα-δύο φορές τον ρουφιάνο, μήπως του παίξει μια στο δόξα πατρί και τον καθαρίσει, όμως οι πιο μυαλωμένοι τραβούσαν κάτω το μικρό πλακέ πιστόλι, δεν τον άφησαν να "φάει" τον "Παναγιώτη".

Η ιστορία του Μηνά, του Λυρή, δε σταματά με τους Εγγλέζους, ούτε με τη γαλανόλευκη, που βγήκε από τις ναφταλίνες, σιδερώθηκε, και βρήκε τη πιο μεγάλη θέση στη καρδιά, ανέβηκε στα πιο ψηλά μπαλκόνια. Εκείνα τα χρόνια, όπως δείχνει η απογραφή στις 10/7/45,  η Κάρπαθος μόλις άγγιζε τις 7306 ψυχές, ενώ η ανεργία δεν άφηνε αρσενικό να σταθεί πάνω στον τόπο. Ο Μηνάς βρήκε δουλειά, τα κατάφερε και έγινε στρατίνος.

Η ιστορία των στρατίνων τραβούσε πίσω,  ξεκινούσε από τους Ιταλούς, η ίδια η λέξη άλλωστε είναι Ιταλική. Η στράτα είναι η μάνα της, και η στρατίνοι ήταν οι οδοσυντηρητές.

Μην φανταστείτε ότι πρόκειται για ασφαλτοστρωμένους λεωφόρους ή έστω κάποιες οδούς με πεζοδρόμια. Οι δρόμοι ήταν χωμάτινοι και μόνο οι ξερολιθιές ξεχώριζαν τα διπλανά χωράφια, που σχεδόν όλα ήταν καλο-δουλεμένα και σπαρμένα.  Όμως η ανάγκη να κρατηθούν ανοικτοί, καθαροί και τακτοποιημένοι έκανε το επάγγελμα δεδομένο.

Οι στρατίνοι της Καρπάθου ήταν περίπου δύο ντουζίνες, και φρόντιζαν κυρίως τους κεντρικούς δρόμους, που ένωναν τα χωριά. Ο κάθε ένας από αυτούς είχε στην καθημερινή ευθύνη του 5 χιλιόμετρα "στράτας". Και με μεγάλα "όπλα" μια αξίνα, ένα φτυάρι, έναν κασμά, και πότε-πότε  ένα καροτσάκι, ξεκινούσε με το πρώτο φως για τη δουλειά.

Περπατούσε τη διαδρομή, επιθεωρούσε και διόρθωνε τις αναποδιές και  τα τυχόν μπερδέματα. Μην φανταστείτε σκουπίδια, πλαστικά και άλλες τέτοιες μοντέρνες βρωμιές. Αυτά είναι δικά μας θλιβερά προνόμοια.

Τίποτε ξαφνικές νεροποντές ή απρόβλεπτα περάσματα από μεγάλα ζώα, τα "χτήματα", που έριχναν πέτρες και έκλειναν το δρόμο ή έφραζαν το ανοιχτό λούκι για τα βρόχινα νερά. Τα καλοκαίρια άλλαζαν πάλι τα δεδομένα, έπρεπε να καθαριστούν ακόμη και τα ξερόχορτα. Κάθε εποχή είχε τις ανάγκες της και οι δρόμοι έψαχναν πάντοτε φροντίδα για να παραμείνουν ελεύθεροι και ανοιχτοί.

Ενώ μόλις  λίγα χρόνια αργότερα, εμφανίστηκαν και τα ζημιάρικα, χοντροκομμένα γκαζοζέ αυτοκίνητα,  που σχεδόν σε κάθε πέρασμα τους άφηναν χαράδρες από λακούβες.

Οι κατακτητές Ιταλοί από τα πρώτα χρόνια τους είχαν βρεί έναν έξυπνο τρόπο να διατηρούν τακτοποιημένους τους δρόμους, με το διάταγμα 9, από τις 8 Γενάρη 1918, είχαν επιβάλει υποχρεωτικά στους κατοίκους της Ρόδου να κάνουν τέσσερα μεροκάματα το μήνα, για να διατηρούν  σε καλή κατάσταση τις οδικές προσβάσεις. Μάλιστα μπορούσε οποιοσδήποτε να απαλλαγεί από το μέτρο, αρκεί να πλήρωνε κάποιον άλλον, για να κάνει την εργασία που του αναλογούσε!

Οι διορισμένοι στρατίνοι από την Εγγλέζικη διοίκηση, είχαν μικρό, αλλά σταθερό μισθό. Μόλις δέκα δραχμές ήταν το μεροκάματο στις αρχές τις δεκαετίας του 1950. Κι όταν καθυστερούσαν τα χρήματα από την Αθήνα, η εφημερίδα "Καρπαθιακή" έγραφε μικρά άρθρα, για τη "συμπαθητική τάξη των στρατίνων", που όμως τους ξεχνά η κεντρική διοίκηση!

Ο Μιχάλης Μαστρολιός στις Πυλές, ο Αντώνης Χατζαντώνης στο Όθος και ο  Νικόλαος Βασιλάκης, Μενετιάτης παντρεμένος στο Όθος. Αλλά και ο Σταμάτης Πελεγρίνης, ο Μιχάλης Κονόμος, ο Μαστρομηνάς της Νούλας ήταν στην περιοχή των Μενετών. Είναι λιγοστοί από τους Στρατίνους της Καρπάθου, που θυμάται ο Μηνάς Τσαμπουνιέρης. Εκείνος ξεκίνησε τη δουλειά στις αρχές του 1947. Από τα πρώτα χρόνια προϊστάμενος των οδοκαθαριστών μέχρι και το 1975, ήταν ο Πυλιάτης Βασίλης Χρυσουλάκης, άντρας αυστηρός και απαιτητικός, ένας γερός δουλευτής, λένε εκείνοι που τον γνώρισαν. Μέχρι που άλλαξε το επίθετο του, το έκαμε Νταβέλης,  μάλλον γιατί έφερνε μνήμες από τον περιβόητο λήσταρχο, εκείνον το σπουδαίο λαϊκό ήρωα, και ίσως του ταίριαζε περισσότερο.  Όταν ο "Νταβέλης" αποφάσισε να μεταναστεύσει στην Αμερική πήρε τη θέση του ο άνθρωπος που αφηγείται την ιστορία, ο Μηνάς Τσαμπουνιέρης, που κληρονόμησε μαζί με τη θέση και μια μεγάλη μοτοσυκλέτα.

Κάθε πρωι καβαλούσε εκείνο το θεριό, τη Χάρλευ, και γύριζε όλη τη Κάρπαθο, έβλεπε τα καλιμέντα των Στρατίνων, άλλοτε πίεζε για περισσότερη δουλειά ή λάσκαρε λιγάκι τους Στρατίνους από τους κασμάδες και τα φτυάρια.

Στα 35 χρόνια που ο Μηνάς αλώνιζε τις στράτες θυμάται τα πρώτα χρόνια, τότε που είχε στην ευθύνη του τα πρώτα 5 χιλιόμετρα, από τα Πηγάδια προς το Απέρι, μέχρι το Χα, έπειτα έρχεται στη μνήμη του το τραγικό δυστύχημα του στρατίνου Μιχάλη Σακέλλη, που βγήκε να επιδιορθώσει τον δρόμο πάνω από τα Πηγάδια, έπειτα από μια δυνατή καταιγίδα, όμως καταπλακώθηκε από χώματα και βράχους, έγινε βουλιαμέντο όπως λένε, και ο άτυχος Στρατίνος έμεινε στο τόπο. Τελευταίες δυνατές μνήμες από τη δεκαετία του 1970, όταν προσπάθησαν να απολύσουν τους Στρατίνους και να δώσουν τη δουλειά σε ιδιώτες. Τελικά αποφασίστηκε να τους κρατήσουν, μέχρι να συνταξιοδοτηθεί και ο τελευταίος, δίχως όμως να προσλάβουν επόμενη σειρά, και μέσα στη δεκαετία του ΄80 έκλεισε άδοξα η υπόθεση των στρατίνων. Στα γρήγορα οι χωμάτινοι  παράδρομοι και τα καλντερίμια στα ξωμέτοχα έγιναν η χαρά του άκλοστρου και άλλων άγνωστων ζιζανίων.

Ο Μηνάς Τσαμπουνιέρης, ο Λυρής, διέκοψε τις καρτέλες των ενσήμων το 1985, ευτυχώς δεν κατέβασε και τα ρολά του μνημονικού του.

Δεν είναι το μοναδικό επάγγελμα που έσβησε, στις πιο νέες γενιές στο άκουσμα στρατίνος, τρυπώνουν στο μυαλό  στρατιωτικά ρούχα, όπλα και αγήματα. Θυμίζει πολύ λιγότερο τις στράτες και τους οδοκαθαριστές!

Και είναι μια βαριά συνήθεια της κοινωνίας να γράφονται ελάχιστα για εκείνους που την υπηρέτησαν με σκούπες και κασμάδες, έτσι σιωπηλά, σχεδόν αθόρυβα, δίχως τύμπανα, κραυγές και εντάσεις.

Λίγο να ποζέψεις με τον Λυρή και θα γίνεις δεινός μαντιναδόρος! Σίγουρα θα μάθεις να γελάς με τη καρδιά σου, δίπλα σε ετούτον τον λεβέντη, τον στρατίνο της Καρπάθου.

Όλο στριφογυρίζει μια μαντινάδα του Μηνά, που κρύβει όλη την αλήθεια της ζωής μας, κρίμα, πόσο άδικο να μην μπορεί να πραγματοποιηθεί:

Ήθελα να ήταν εύκολο, μια χάρη να ζητήσω

για να μου δώσει ο Θεός τα χρόνια πάλι πίσω....

 

Αφήγηση

Μηνάς Τσαμπουνιέρης

Κώστας Σεβδαλής

Αντώνης Χατζηγεωργίου

Νικόλαος Μαστρομηνάς

Αρχείο

Εφημ. "Ροδιακή", 127, 15/2/1918

Εφημ. 'Η Αυγή της Καρπάθου", 7/1945

Εφημ. "Καρπαθιακή", 1953

Φωτογραφικό υλικό

Προτάσεις Verena

Μητροπολίτης Κύριλλος στο Verena.gr: Σαν την Ανάσταση στον Ευαγγελισμό της Ρόδου, δεν έχει!...
Μπορεί να κάνει σήμερα τον ανήξερο ο δήμαρχος Ρόδου Αλέξης Κολιάδης όμως στην συνεδρίαση του...
Χθες ομόφωνα το περιφερειακό συμβούλιο Νοτίου Αιγαίου αποφάσισε και ζητά την μείωση των ελαφιών στη...
Αρχισαν τα...γαλλικά στο νέο δημοτικό συμβούλιο Ρόδου πολύ νωρίτερα απ ότι αναμενόταν!....Σε μια...