Ένας λαθραίος Καρπάθιος στην Αυστραλία - Tου Μανώλη Δημελλά

Οι νυχτιές ή οι μέρες του, ήταν τότε πιο στραβές και δύσκολες;

δεν είχε απάντηση ο Βαγγέλης, που με τους τωρινούς, δικούς μας λαθραίους μετανάστες, θυμάται τα δικά του και τον τυραννούν, τον βασανίζουν σαν σταματημένη, σκαλωμένη μπουκιά πάνω στο λαρύγγι.

Ήταν μπαρκαρισμένος το φθινόπωρο του 1960, μόλις  είχε πατήσει τα είκοσι, αδύνατος σα τσίτσικας κι ένιωθε να κουβαλά εκατό παραπανίσια χρόνια.

Μαραγκόπαιδο, το ταλέντο φαινόταν από το μολύβι που κρέμαγε στο δεξί αυτί, με το μάτι έπαιρνε τα φάλτσα και δεν έχανε χιλιοστό από το ξύλο. Έπιανε στα χέρια του τα εργαλεία σα προσευχητάρια, ούτε να τα πονά, ούτε να κάνει λάθη, τόσο ικανό αντράκι.

Ο Βαγγέλης είναι Πηγαδιώτης,  μαθημένος στην αλμύρα και τα περίεργα, τα νευρικά μπουγάζια της Θάλασσας.

Από μικρός, με τη πλάνη, έτριβε τα κεφαλαία γράμματα και το πριόνι έκοβε τα μικρά του αλφάβητου.

Στο τέλος του δημοτικού ήξερε τόσα, όσο να μετρά και να κόβει, να πολλαπλασιάζει και να διαιρεί, για να παλεύει και να φτιάχνει ολομόναχος, ό,τι ξύλινο σκαρφιστεί το μυαλουδάκι του.

Τέσσερα αδέλφια, μπόλικα τα στόματα που ψάχναν για φαϊ, έτσι δεν προλάβαινε να κοιτά τον εαυτό του στο καθρέφτη, να βλέπει άνθρωπο και να καμαρώνει για τα έργα του.

Πήγε στο στρατό,  Βασιλικό ναυτικό, αλλά δεν είχε βασιλικά μεγαλεία. Αγγαρείες φορτωμένο, όσο έβγαζε ντρέτα το καθημερινό, τόσο του έβαζαν κι άλλες, ξενικές σκοτούρες.

Πέρασαν οι 27 ζόρικοι μήνες θητείας, ένιωθε τι θα πει ανακούφιση από γαλόνια και στολές, εκεί δεν είχε ισότητες, αν δεν κάνεις τη δουλειά, πληρώνεις με το χρόνο σου, που άλλοι τον κρατούσαν σφιχτά δεμένο.

Εύκολα βρήκε δουλειά, με την τέχνη του, σαν χρυσό δαχτυλίδι, ήταν περιζήτητος. Προτίμησε όμως τα βαπόρια, στα γερά μεροκάματα και στο αληθινό χρήμα όχι χάρτινες, πενταροδεκάρες. Ήθελε να ανοίξει και το μυαλό, να ταξιδέψει σε άλλους τόπους.

Με ένα σάλτο βρέθηκε να ταξιδεύει για την Αυστραλία.

Γκαζάδικο, μεγάλο βαπόρι ξακουστού ιδιοκτήτη, μα τόσο πονεμένο και ταλαίπωρο που ήταν το σκαρί, ήθελε περίσσια  φροντίδα, σα νευρικό κορίτσι, κάθε μέρα πιλάτεμα και αναγκαστικό χάϊδεμα.

Δούλευε ο Βαγγέλης, αλλά τα ξύλα φώναζαν από την ανάγκη. Του έταζαν διπλά μεροκάματα και μπόλικα, παραπανίσια over time. Με το πρώτο μηνιάτικο απογοητεύτηκε, από τις 100 λίρες που λογάριαζε, πήρε μοναχά 10, βλέπεις ήταν γραμμένος τζόβενο, δεν ήταν περασμένος μάστορας, στα επίσημα χαρτιά.

Θα έπρεπε να περιμένει, να αλλάξει ειδικότητα ή να πιάσει κάπου λιμάνι, και να την κοπανήσει. Μέχρι τότε, ο Βαγγέλης έκανε τσιμουδιά και το κορόιδο.

Μα τώρα, να που φτάσαν στα διυλιστήρια Τζί Λον, στη Μελβούρνη της  Αυστραλίας.

Το πήρε απόφαση, θα την κοπανούσε, θα σάλταρε από τον κάβο και θα γλυστρούσε σαν ποντίκι στην ακτή, έπειτα ο Θεός βοηθός, κάτι θα λάχαινε στο δρόμο και θα έβαζε πλώρη για πιο ανθρώπινη ζωή, αλλιώς καλύτερα να έπεφτε από το χοντρό σκοινί στη θάλασσα, μια κι έξω, σίγουρα θα τον έκαναν κομμάτια τα σκυλόψαρα, που τριγυρνούσαν ανήσυχα μέσα στο νερό.

Θα χόρταιναν αυτά και εκείνος θα ξένοιαζε, από μια ζώη βαρομοίρα και δυστυχισμένη.

Λίγο πριν σαλτάρει πάνω στο σκοινί, τον είδε ο λοστρόμος, Πειραιώτης μόρτης και καραμπουζουκλής, τον μάζεψε κοντά, κατάλαβε τα ζόρια του πιτσιρίκου, από το πολύ τρίψιμο του βαποριού, πρέπει να είχαν σβήσει τα χνάρια από τα δαχτύλια του.

Έκανε ένα νεύμα με το χέρι, του πε να μη βγάλει άχνα, και τον πήγε στο καπετάνιο, έναν τζώρα Χιώτη, που δεν έπαιρνε από λόγια και κουβέντες.

Ο λοστρόμος μπήκε μοναχός στη καμπίνα του καπετάνιου, άφησε πίσω τον Βαγγέλη,

που μισο-άκουγε τη κουβέντα.

Ο μικρός θέλει γυναίκα, θα ορμήσει σε κανέναν και θα έχουμε άλλα,

είπε ο μόρτης του καπετάνιου.

Δεν πέρασε ένα λεπτό και βγήκε με κοφτό χαμόγελο και μάτια ιδρωμένα.

Πήγε τον πιτσιρίκο μέχρι τη σκάλα, σε όλη τη διαδρομή δεν έβγαλε τσιμουδιά, μόνο πριν τον χαιρετίσει του έχωσε κάτι ψιλά, μέσα στη χούφτα του.

Επιτέλους, λεύτερος και μόνος, εγγλέζικα ήξερε δυό λέξεις, κι αυτές λάθος, το γιές και το νόου. Στάθηκε σε μια στάση,  μπήκε στο πρώτο λεωφορείο και ξεκίνησε,  όπου νάναι, νυχτιάτικα ξεκίνησε το αληθινό ταξίδι. Κόντευε να σκάσει, είχε φορέσει και όλα τα ρούχα του, το ένα πάνω στο άλλο, για να μην κρατά σακίδιο και τον μυριστούν από το βαπόρι, έψαχνε ένα καφενείο, ρωτούσε για καφέ και όλοι του έδειχναν εστιατόρια,  ευτυχώς ένας ταξιτζής, μυρίστηκε την περίπτωση, τον πήγε σε ένα  ελληνικό μαγαζί και εκεί πήρε τη πρώτη κρυάδα.

Άνεργοι οι νέοι της ηλικίας του, μόλις άκουσαν πως ήταν σκαστός από το καράβι, τον έκαναν χρυσό για να γυρίσει πίσω. Όλοι με σταυρωμένα τα χέρια, περίμεναν να τους φωνάξουν για μεροκάματο, τι θα μπορούσε να περιμένει ο λαθραίος Βαγγέλης.

Οι πρώτες δέκα μέρες στην Αυστραλία, είναι αξέχαστες, με 5 cents, έτρωγε μια μερίδα τηγανιτές πατάτες και κρυβόταν στους Έλληνες που πρωτοσυνάντησε.

Με το στομάχι να έχει αγγίξει την πλάτη, μην αντέχοντας τη πείνα, πήγε να δηλώσει την είσοδο και τη παραμονή στη χώρα και ενώ όλοι του έλεγαν πως είχε την απέλαση στο τσεπάκι, η τέχνη του, η προυπηρεσία στα ξύλα, ήταν και πάλι το Θείο δώρο.

Δεν πέρασαν τρείς μέρες και αντί για την αστυνομία, για να τον απελάσει, φάνηκαν δύο τσέκ(ια), 18 λίρες, ήρθαν στη διεύθυνση του νέου φίλου, που το φιλοξενούσε.

Έμοιαζε σαν να άλλαξε το χαρτί, άρχισε να φορτώνεται με άσσους ο Βαγγέλης,  τώρα άρχισε να συνηθίζει το ξένο περιβάλλον. Στο μήνα πάνω τάιζε ακόμα και εκείνους που  πρωτοσυνάντησε στο καφενείο, έβγαλε τα χρήματα για να ταξιδέψει στο χωριό, που ήταν μετανάστες τα κουνιάδια του αδελφού του, και ξεκίνησε μια μακριά διαδρομή, ατέλειωτες ώρες, μέχρι το Σύδνευ και από εκεί λίγο ακόμη, ώσπου κατέληξε στο Λίθκαλ.

Από το 1961 που ξεμπάρκαρε λαθραία, έμεινε κοντά 35 χρόνια στην Αυστραλία. Πρόσφερε κι αυτός, στην εξέλιξη του ξένου τόπου, έκαμε οικογένεια και τα παιδιά του

σήμερα μιλάνε καλύτερα τα Αγγλέζικα από τα Ελληνικά.

Καθισμένος στο «Αστέρι», το καφενείο ενός άλλου μετανάστη, του Θέμη, νοσταλγεί τη τάξη, την οργάνωση και το προγραμματισμό των Αυστραλών.

Ενώ αρχή τον έβλεπαν, όπως όλους τους μετανάστες, με μισό μάτι κι αυτό κλειστό,

δεν άργησε να βρεί την αποδοχή.

Στους ξένους τόπους που περπάτησε ο Βαγγέλης, η αμφιβολία έγινε σιγουριά και στο τέλος αναγνώριση.

Θέλει χρόνο για να αλλάξουν τα στερεότυπα,  ειδικά σε μια χώρα όπως τη δικιά μας, που ξεχνάμε γρήγορα και εύκολα το παρελθόν και κάνουμε επιλογές, τόσο στην όραση αλλά και τη μνήμη.

Δεν είναι οι μετανάστες, λαθραίοι και μη, το πρόβλημα.

Ούτε είναι οι μοναδικοί άνθρωποι που υποφέρουν, όμως βγάζουν ετούτη τη κρίση μέσα στις χειρότερες συνθήκες, και κάθε τόσο, πετάγονται σα φωτιές,  νευρικές αρρωστημένες φωνές, που δεν έχουν ιδέα από ταξίδια στο άγνωστο.

Η πείνα και η δυστυχία δεν είναι κάτι που αντέχεται για πολύ καιρό.

 
Manolis Dimellas

 

Φωτογραφικό υλικό

Προτάσεις Verena

Σε αυστηρό ύφος ο πρώην δήμαρχος Ρόδου Στάθης Κουσουρνάς απάντησε στον νυν Αλέξη Κολιάδη για τα όσα...
  Ψευδείς χαρακτηρίζει τις δηλώσεις του Αλεξάνδρου Κολιαδη, ο  πρόεδρος του Γ´...
Την έλλειψη νεφρολόγου και κέντρου αιμοκάθαρσης στο νοσοκομείο της Καρπάθου επισημαίνει σε επιστολή...
Αρχισαν τα...γαλλικά στο νέο δημοτικό συμβούλιο Ρόδου πολύ νωρίτερα απ ότι αναμενόταν!....Σε μια...